Ηταν ένα ηλιόλουστο πρωινό όταν είδα τη Χρυσή Βρετουδάκη -αδερφή της μάνας μου- να σαμαρώνει τον γάιδαρο, να φορτώνει δεξιά και αριστερά δυο μπόγους από σφιχτοδεμένες μπατανίες, να κρεμνά στα σκορβέλια των σαμαριών σακούλια με τρόφιμα, τσικάλια, με πιάτα με μια γυάλινη μπουκάλα γεμάτη νερό και ξαφνικά μ’ άρπαξε και με πέταξε μεσοσώμαρα στον γάιδαρο που είχε φροντίσει να μείνει ένα βολικό κάθισμα.
Το σκηνικό για μένα δεν ήταν πρωτόγνωρο, το είχα ξαναζήσει όταν με παρόμοια τρόπο με μετέφεραν από τα Νομικιανά που μέναμε τον χειμώνα στο Ασφένδου που είχαμε σπίτι θερινής διαμονής.
Λίγα μέτρα μετά που ξεκινήσαμε κατάλαβα πως ο γάιδαρος έφυγε από τον ίσιο δρόμο και η θεία μου βίαια τον οδηγούσε σε ένα δύσβατο ανηφορικό μονοπάτι προς το βουνό.
Μάταια περίμενα να δω τα αδέρφια μου, τους γονείς μου… και με πήραν τα κλάματα.
Περίμενα να με παρηγορήσει η θεία μου, μα αυτή αλλού ταξίδευε ο νους της, κι όταν έσκυψε πάνω από το πρόσωπο μου με κατάβρεξαν τα δικά της δάκρυα.
Μετά από πορεία περίπου δυο χιλιομέτρων βρεθήκαμε στον πόρο του φαραγγιού «Κάπνης». Εκεί υπάρχει μια μεγάλη σπηλιά η επονομαζόμενη «σκοτεινή» στην οποία είχαν συγκεντρωθεί σχεδόν όλοι οι χωριανοί μικροί και μεγάλοι. Η θεία μου όμως είχε εντολή από τον πατέρα μου να με πάει λίγο πιο μέσα στο φαράγγι στη θέση «χοντροί βολάκοι». Εκεί βρήκα και τα μεγαλύτερα αδέρφια μου τον Γιώργη, τον Παναγιώτη και τους γονείς μας, οι οποίοι είχαν φτάσει από το ίδιο δύσβατο μονοπάτι όχι καβαλάρηδες όπως εμένα, αλλά κατάφορτοι από ότι χρήσιμο υπήρχε στο σπίτι μας που κινδύνευσε να το πάρουν οι στρατιώτες ή οι ντόπιοι κλέφτες.
Σε μια μπατανία που έστρωσε η μάνα μου πέσαμε όλοι για να κοιμηθούμε…
Όταν ξύπνησα εγώ ήταν μέρα, αλλά σε αυτή την θέση λόγω του βάθους του φαραγγιού, ol ακτίνες του ήλιου δεν φαίνονται περισσότερες από 4-5 ώρες.
Για λόγους που τους κατάλαβα πολύ αργότερα οι γονείς μου είχαν αποφασίσει να μετακινηθούμε περίπου δυο χιλιόμετρα βορειοανατολικά στην θέση «κοντογονατέ» που ήταν ένας καλύτερος σπήλιος.
Εκεί βρήκαμε και την οικογένεια του Σήφη του Χιωτάκη, του μπογιατζοσήφη, όπως λέγαμε, που ήταν πρώτος εξάδερφος με τον πατέρα μου.
Θυμάμαι τα γερμανικά αεροπλάνα που σε σχετικά χαμηλό ύψος διέσχιζαν το φαράγγι του Κάπνη που με το αντιβουητό τους εξέπεμπαν ένα δαιμονιώδη θόρυβο, τρομοκρατώντας κάθε ζωντανό. Εγώ έτρεχα έξω για να θαυμάσω τα φτερωτά θηρία αλλά ο μπογιατζοσήφης με μια βίτσα μας στρίμωχνε μέσα στο σπήλιο για να μην μας βομβαρδίσουν,όπως έλεγε.
Από ‘κει είχαμε ορατότητα σε όλη την παραλία από τις Κομιτάδες μέχρι το Φραγκοκάστελο.
Πάνω από τις Κομιτάδες στο Κυπαρισσόδασος ήταν το τέλος του αμαξωτού δρόμου. Εκεί τα στρατιωτικά αυτοκίνητα των συμμαχικών δυνάμεων, ξεφόρτωναν τους στρατιώτες με προορισμό την παραλία για να τους παραλάβουν τα καράβια και να τους μεταφέρουν στην Αφρική και μετά γκρέμιζαν τα αυτοκίνητα στο φαράγγι για να μην τα πάρουν οι Γερμανοί που τους κυνηγούσαν σε μικρή απόσταση και εμείς από την Κοντογονατέ βλέπαμε την λάμψη από τα τζάμια και τις λαμαρίνες τους καθώς κατρακυλούσαν στο φαράγγι και ακούγαμε και τους ήχους των πυροβόλων και των αεροπορικών βομβαρδισμών αν και η απόσταση είναι αρκετά μεγάλη.
Την άλλη μέρα το πρωί είδαμε μια φάλαγγα στρατιωτών Γερμανών να οδηγούνται από τα Νομικιανά προς το Φραγκοκάστελο σε απόσταση 5-6 μέτρων μεταξύ τους, όταν ξαφνικά ριπές πολυβόλων διέσχισαν τον αέρα και πανικόβλητοι αυτοδιαλύθηκαν. Όλοι υπέθεσαν ότι οι πυροβολισμοί ήρθαν από ένα πολεμικό καράβι που έπλεε κοντά στην παραλία, αλλά μάλλον χωρίς αποτέλεσμα γιατί η απόσταση ήταν εκτός πεδίου βολής.
Περίπου 100 μέτρα πιο κάτω από τη σπηλιά που μέναμε ήταν ένας Αρόλιθος που μάζευε τα νερά της βροχής από τον οποίο όλοι πίνανε νερό, που όμως είχε λιγοστέψει. Δεν ήταν και καθαρό και ο πατέρας μου αποφάσισε να μετακινηθούμε στον…………………… σπήλιο στη θέση Πετεινάρις που είχε λίγο καλύτερο νερό.
Στο δρόμο συναντήσαμε δυο στρατιώτες. Ο πατέρας μου τους μίλησε Γαλλικά, τους υπέδειξε την κατεύθυνση για να οδηγηθούν στο μοναστήρι του Πρέβελη που τους είχαν πει ότι κάποιο υποβρύχιο θα περάσει να τους πάρει. Ήταν Νεοζηλανδοί – αλλά πεινούνε – τον άκουσα να λέει, καθώς ξεκρέμαγε από τον γάιδαρο ένα αλουμινένιο τσικάλι. Άρμεξε τρεις αίγες που πάντα τις τραβούσαμε μαζί μας γι αυτόν τον λόγο, έβγαλε και παξιμάδια από το σακούλι, γέμωσε τα παγούρια τους με γάλα, τους τα ‘δωσε και γελαστοί μας αποχαιρέτησαν.
Μόλις κάπως ηρέμησαν τα πράγματα όλοι έτρεξαν προς τα γκρεμισμένα αυτοκίνητα στις κομιτάδες, λίγα ρούχα και παπούτσια από σκοτωμένους, άφθονα φυσέκια, τουφέκια και περίστροφα ήταν τα λάφυρα, θυμάμαι ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα που τον είχα στην σάκα στο Δημοτικό σχολειό και λάστιχα των αυτοκινήτων που τα πελεκούσαμε και τα κάναμε σόλες στα παπούτσια μας για πολλά χρόνια.
Ένα Γερμανικό αεροπλάνο βρέθηκε συντετριμμένο λίγο πιο πάνω από την εκκλησία της Θυμιανής Παναγιάς που υποθέτω ότι κατερρίφθη από τo αντιαεροπορικό πυροβόλο που όπως ο συγγραφέας ξάδερφος μου έγραφε ο Κανάκης ο Γερωνυμάκης -που είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερος από μένα και παρακολουθούσε την μάχη από την απέναντι πλευρά του φαραγγιού- είχε εγκατασταθεί λίγα μέτρα μετά από την έξοδο της Νότιας τρίτης γαλαρίας που σήμερα περνούν τα αυτοκίνητά μας.
Όταν γυρίσαμε στο σπίτι μας βρήκαμε ανοιχτή την πόρτα. Ό,τι φαγώσιμο ή χρήσιμο υπήρχε το είχαν πάρει. Στην κουζίνα κάτι είχαν τηγανίσει και είχαν βάλει το καυτό τηγάνι πάνω στο ξύλινο τραπέζι και είχε αφήσει το αποτύπωμα του που έμεινε για πολλά χρόνια και μας θύμιζε το δράμα.
Στις Κομιτάδες ακούστηκε πως χάθηκε ένας γάιδαρος που τελικά μάθαμε πως τον είχαν σφάξει και τον φάγανε οι στρατιώτες.
Κατέγραψα τις αναμνήσεις μου με την ελπίδα να κάμω μια μικρή προσφορά στην αληθινή ιστορία του τόπου μας. Στην περιοχή που περιγράφω έζησα μέχρι την ηλικία των τριάντα χρόνων και έτσι συνέδεσα τις παιδικές αναμνήσεις με την πραγματικότητα.