Ο Πρώτος Βασιλιάς δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ο ήλιος ήταν αυτός που έκανε τις σελίδες του ημερολογίου να γυρίζουν, γι’ αυτό και αποφάσισε να τον αντικαταστήσει.
Τα ημερολόγια, επινόηση ανθρώπινη, για τον ορισμό της αρχής και το δάμασμα της πορείας του χρόνου, δεν είναι αρκετά για να βγάλουν από τη μέση τον απόλυτο άρχοντα, τον ήλιο, εκείνον που ορίζει την αρχή και το τέλος της κάθε μέρας. Μα είναι αυτό δυνατόν; αναρωτήθηκε κάποτε ο βασιλιάς, να μπορώ να καθορίσω τη μοίρα και την ευτυχία του βασιλείου μου, και να μην μπορώ να καθορίσω τον χρόνο; Και πήρε την απόφαση: όταν κοιμάμαι είναι νύχτα και όταν ξυπνάω είναι μέρα. Έτσι κι έγινε, και από τότε το ημερολόγιο της χώρας ακολούθησε τον ύπνο του πρώτου βασιλιά και των διαδόχων του. Αυτή η ιδέα αποτελεί το εύρημα της νουβέλας του Κωστή Μαλούτα.
Για τον συγγραφέα, για τον δημιουργό γενικότερα, το εύρημα αποτελεί ευχή αλλά συχνά και κατάρα. Κατάρα, γιατί εγκλωβίζει την έμπνευση, καθορίζει τους κανόνες και τα όρια, συχνά αναγκάζει τον συγγραφέα να γίνει έρμαιο της ίδιας του της ιδέας, ακόμα και αν δεν λειτουργεί, τον οδηγεί σε σαθρά γεφυρώματα και υπερβολές. Βέβαια, όλα τα παραπάνω μπορεί να συμβούν όταν το εύρημα αποτελεί το σύνολο του οπλοστασίου του και όχι τον σπόρο. Γιατί ο ικανός συγγραφέας ευγνωμονεί τη στιγμή που το εύρημα τον επισκέφτηκε, αλλά παράλληλα γνωρίζει πως εκείνο από μόνο του δεν αρκεί, δεν αποτελεί το τέλος του δρόμου αλλά την αρχή του, την ελάχιστη βάση πάνω στην οποία θα χτίσει το οικοδόμημά του, ένα σωρό υλικά μένουν να βρεθούν για να μπορέσει εκείνο να σταθεί, για να αποτελέσει το εύρημα ένα στοιχείο λειτουργικό, όχι διαρκώς παρόν να καλύπτει τα πάντα. Ο συγγραφέας που έχει μάθει να εργάζεται σκληρά ξέρει πως το εύρημα είναι συνήθως παιδί της τύχης και του χρόνου, γι’ αυτό, μόλις εκείνο εμφανιστεί, και ο αρχικός ενθουσιασμός υποχωρήσει, ξέρει πως τον περιμένει σκληρή δουλειά. Ο Μαλούτας δείχνει να γνωρίζει καλά τις παγίδες της καλής τύχης. Κινώντας από το αρχικό εύρημα, συνθέτει την ιστορία του, δουλεύει, με σύμμαχο τη δεδομένη φαντασία του, πάνω στις απαραίτητες εκείνες λεπτομέρειες, που θα υπηρετήσουν το εύρημα χωρίς όμως να αμελεί τα υπόλοιπα απαραίτητα συστατικά της λογοτεχνίας, και αυτός είναι ο λόγος που η νουβέλα του δεν αρκείται στην καλή ιδέα.
Στο Τελευταίο σήμερα ο Μαλούτας δεν έρχεται αντιμέτωπος μόνο με τη χρήση του ευρήματος, αλλά δοκιμάζεται στο πάντα επίφοβο δεύτερο βήμα. Μετά το Μια φορά (και ίσως κι άλλη μία), που επίσης διαθέτει δύο ευρήματα, ένα ορατό και ένα αφανές, μυθιστόρημα το οποίο ήταν ξεκάθαρα μία από τις αναγνωστικές εκπλήξεις της εγχώριας παραγωγής για το 2016, επανέρχεται εκδοτικά με Το τελευταίο σήμερα και αποδεικνύει πως, διατηρώντας το προσωπικό του ύφος στην αφήγηση, δεν στέρεψε από ιδέες και στολίδια. Δεύτερο βήμα, λοιπόν, αυτό που δίνει μια ακόμα πιο ξεκάθαρη εικόνα για τον βηματισμό του συγγραφέα, και απαντά στις προσδοκίες.
Διαβάζοντας Το τελευταίο σήμερα, εκτός από την αναγνωστική απόλαυση, ένιωσα πως είχα απέναντί μου έναν έξυπνο άνθρωπο, ένα μυαλό που γεννάει ιδέες χωρίς όμως να υποκύπτει στην αυταρέσκεια, και αυτό είναι ένα όμορφο συναίσθημα, που γεννά μια επιπρόσθετη εγκεφαλική απόλαυση.