» Gianfranco Calligarich (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Ίκαρος)
Η μη ανάγνωση, για όσους η ανάγνωση αποτελεί σημείο περιστροφής, είναι ένδειξη πως κάτι δεν πάει καλά, πως κάτι έχει διαφύγει του ελέγχου. Όσο μεγαλώνει η στοίβα με τα παρατημένα μετά από λίγες σελίδες βιβλία τόσο η πίεση αυξάνει, τόσο η απόσταση αποκτά χαρακτηριστικά αβύσσου.
Η επιλογή του βιβλίου που θα σε τραβήξει μακριά από τον βούρκο της ανηδονίας —γιατί, παρά το βάρος της λέξης, περί αυτού πρόκειται— πρέπει να γίνεται με τη μέγιστη φροντίδα. Με τα χρόνια, ο αναγνώστης αναπτύσσει διάφορες τεχνικές επιστροφής στις ράγες, δεν είναι άλλωστε κάτι που συμβαίνει σπάνια, κάθε άλλο. Όμως, ας μη γελιόμαστε, παρά την ψευδαίσθηση ελέγχου, η τύχη και η συγκυρία παίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο και εδώ.
Το μυθιστόρημα του Καλίγκαριτς το είχα για καιρό ψηλά στη λίστα με τα προς ανάγνωση βιβλία. Ωστόσο, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, δεν έπαιρνα την απόφαση, κάποιο άλλο έκοβε πρώτο το νήμα. Τώρα, που το παράξενο αυτό καλοκαίρι πνέει τα λοίσθια, που μια εποχή έλαβε τέλος, έστω και προσωρινό, ο τίτλος απέκτησε, θαρρείς, ένα νόημα συμβολικό· το τελευταίο καλοκαίρι, και ας μην ήταν στη Ρώμη το δικό μου. Αυτό το βιβλίο έπρεπε να είναι καλό, είχα ανάγκη να παρασυρθώ, λαχταρούσα την αποκοπή από τον έξω κόσμο, την εκ νέου διάνοιξη της σήραγγας με τον μέσα εαυτό και το βιβλίο έπρεπε να αποτελέσει το απαραίτητο δεκανίκι, την αναγκαία συνθήκη επαναφοράς, και οι, πάντα τεράστιας σημασίας, πρώτες γραμμές με γέμισαν αισιοδοξία:
Εξάλλου πάντα έτσι γίνεται. Κάνεις ό,τι μπορείς για να μένεις απομονωμένος, ώσπου μια ωραία πρωία, άγνωστο πώς, βρίσκεσαι στη δίνη μιας ιστορίας που σε παρασύρει μέχρις εσχάτων. Όσο για μένα, θα ήμουν ευτυχής αν έμενα αμέτοχος.
Αυτή είναι η ιστορία του τριαντάρη Λέο Γκατζάρα, που εγκατέλειψε πριν λίγα χρόνια το Μιλάνο για τη Ρώμη, ακολουθώντας μια παρόρμηση.Ένιωσε τη δύναμη που ο αντικομφορμισμός γεννά, την άρνηση διάσχισης ενός από τα πριν χαρτογραφημένου μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια μονοπατιού, όπως εκείνου που οι αδερφές του πίσω στο Μιλάνο ακολούθησαν. Ήταν νέος και η δύναμη του περίσσευε. Έκανε δουλειές του ποδαριού, ζούσε στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, συναναστρεφόταν άλλους σαν εκείνον, έβρισκε καταφύγιο στο αλκοόλ και στην αγκαλιά εφήμερων σχέσεων, οδηγούσε μέχρι την παραλία όπου διάβαζε λογοτεχνία. Παρασύρθηκε στον ρυθμό τής Αιώνιας Πόλης, γνώρισε τις φωτεινές και σκοτεινές πλευρές της. Ωστόσο, η υπαρξιακή αγωνία παραμόνευε στη γωνία περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να ορμήσει. Και τη βρήκε, και τον διέλυσε. Τώρα αφηγείται την ιστορία αυτή, την ιστορία του.
Ο Καλίγκαριτς συνθέτει έναν αντιήρωα που γεννά ανάμεικτα συναισθήματα στον αναγνώστη και του παραδίδει τα σκήπτρα της αφήγησης. Η συγγραφική απόφαση δικαιολογείται πλήρως ήδη από τις πρώτες γραμμές, καθώς η αφήγηση διαθέτει την απαραίτητη αγωνία και νεύρο, η ανάγκη του Γκατζάρα να αφηγηθεί την ιστορία του είναι πανταχού παρούσα. Δεν επιθυμεί απλώς να πει την ιστορία του, αλλά είναι κατά κάποιο τρόπο αναγκασμένος να το κάνει και αυτό αποτελεί κάτι παραπάνω από μια απλή λεπτομέρεια στη σύνθεση του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας απαλλάσσει με αυτόν τον τρόπο τον αφηγητή του από την ωραιοπάθεια, του επιτρέπει να σταθεί ειλικρινής απέναντι στον αναγνώστη, έτσι όπως ο εντυπωσιασμός ή ακόμα και η λύπηση δεν αποτελούν εμφανή στόχευση, καθώς πρώτα και κύρια η αφήγηση αυτή έχει έναν χαρακτήρα απολογιστικό απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό.
Ο χαρακτήρας του Γκατζάρα χτίζεται σταδιακά μέσα από την αφήγηση, μαζί με αυτόν η πόλη και η εποχή. Ο αναγνώστης, όπως προείπα, στέκεται σχετικά αμήχανος απέναντί του, τα αντικρουόμενα συναισθήματα διαδέχονται το ένα το άλλο, διαδικασία η οποία ωστόσο υφαίνει τον απαραίτητο δεσμό μεταξύ των δύο μερών, ενώ γεννά και μια παράδοξη γοητεία. Ο Μαστρογιάννι για τους πιο παλιούς σινεφίλ, στο 8 1/2 του Φελίνι ή στη Νύχτα του Αντονιόνι για παράδειγμα, ή οι άντρες πρωταγωνιστές του Σορεντίνο για τους νεότερους έρχονται συχνά στο μυαλό του αναγνώστη καθώς επιχειρεί να εικονοποιήσει τον Γκατζάρα. Η γραφή του Καλίγκαριτς διαθέτει κάτι το καλώς εννοούμενο κινηματογραφικό. Ο συγγραφέας πετυχαίνει έναν διπλό στόχο. Χωρίς να καταφύγει σ’ έναν προσχηματικό χαρακτήρα-όχημα, μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση καταφέρνει να αποδώσει το κλίμα της πόλης και της εποχής, αποφεύγοντας ταυτόχρονα να απομονώσει τον Γκατζάρα από το ευρύτερο πλαίσιο, γεγονός που προσδίδει στο μυθιστόρημα επιπλέον διαστάσεις και ενδιαφέρον, χωρίς να υπονομεύει τον ζητούμενο προσωποκεντρικό χαρακτήρα της αφήγησης.
Ωστόσο, Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη, δεν αποτελεί, ευτυχώς, έναν ταξιδιωτικό οδηγό της πόλης. Ο Καλίγκαριτς αποφεύγει με άνεση τον σκόπελο του εξωτισμού, δεν καταφεύγει στην ευκολία τού ατμοσφαιρικού. Η Ρώμη δεν πρωταγωνιστεί παρότι είναι πανταχού παρούσα και καθοριστική, όπως, αναπόφευκτα, κάθε πόλη σαν αυτή. Επιπλέον, ο συγγραφέας δίνει τον απαραίτητο χώρο και στα δεύτερα πρόσωπα της πλοκής με προεξέχουσα την Αριάννα, ένα αποπροσανατολισμένο αερικό, που εμφανίζεται στη ζωή του Γκατζάρα ανήμερα των τριακοστών γενεθλίων του, ένας χαρακτήρας καταλύτης, μια ερωτική ιστορία, της οποίας την όποια ευκολία ο συγγραφέας επίσης αρνείται να καρπωθεί, γεγονός που την καθιστά κάτι πολύ παραπάνω από λειτουργική.
Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη αποδείχτηκε ένα ωραίο βιβλίο, που ήρθε την κατάλληλη στιγμή. Το μυθιστόρημα, γραμμένο το 1973 και ύστερα μάλλον ξεχασμένο, γνωρίζει τα τελευταία χρόνια μια δεύτερη περίοδο ενδιαφέροντος, τόσο στην Ιταλία όσο και στο εξωτερικό όπου και μεταφράζεται.