Παραμονή Πρωτοχρονιάς, λιακάδα σαν άνοιξη! Ήταν δεν ήταν 8 η ώρα όταν ο κυρ-Γιάννης άνοιξε την εξώπορτα σφυρίζοντας ρυθμικά χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Έπρεπε να βιαστεί, είχε πολλά να κάνει! Τα είχε οργανώσει όλα βέβαια, όπως έκανε πάντα άλλωστε- δεν μπορούσε να βγαίνει εκτός προγράμματος, αποσυντονιζόταν. Την τελευταία εβδομάδα του χρόνου όλο και κάτι είχε να κάνει.
Είχε καθαρίσει το σπίτι στην εντέλεια
-η κυρία Μαρία έρχεται μια φορά τη βδομάδα, αλλά αυτός θέλει να έχει την τελική επιμέλεια. Ακόμα και όταν ζούσε η γυναίκα του, η Λένα, κι αφότου βγήκε στη σύνταξη, ήταν ψυχοθεραπεία γι’ αυτόν οι δουλειές του σπιτιού. Πρώτη στάση κρεοπώλης!
– Καλώς τον γείτονα! Πώς κι έτσι νωρίς σήμερα;
-Ε, για να προλάβω! Να ξεκινήσω τα μαγειρέματα! Παραμονή σήμερα! Έχω τραπέζι!
– Μη μου πεις πως έρχονται τα παιδιά; Τα παιδιά και τα εγγόνια να λέω καλύτερα!
Άντε με το καλό! Καιρός τους ήταν. Μαύρη πέτρα ρίξανε. Αλλά τι λέω, με τέτοια ακρίβεια, ούτε στον μπακάλη δεν μπορείς να πας, όχι οικογενειακά ταξίδια. Θα σου βάλω κάτι μπριζόλες, που θα γίνουν λουκούμι!
Ο κυρ- Γιάννης κουνούσε το κεφάλι με ένα μειδίαμα στα χείλη κι έδειχνε βιαστικός. Δεν είχε όρεξη για πολλά-πολλά. Είχε κι άλλα να κάνει. Καθώς κοιτούσε τη βιτρίνα με τα κρέατα για να δει τι άλλο θα πάρει, ακούγονται παιδικές φωνές στην πόρτα:
– Να τα πούμε;
– Παιδιά μας τα ‘παν κι άλλοι! μιλά φωναχτά ο κρεοπώλης, ενώ παράλληλα δουλεύει η μηχανή του κιμά.
– Πότε προλάβανε και στα είπανε, πρωί-πρωί! Πετιέται ο κυρ- Γιάννης και στραβοκοιτάζει τον κρεοπώλη.
-Να μας τα πείτε βέβαια.
Κι αρχίζουν τα μικρά, τα δυό με τα τριγωνάκια τους και το τρίτο με τη μελώδικα:
«Αρχιμηνιά και Αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος!»
Ο κυρ- Γιάννης σταμάτησε να κοιτά τα κρέατα και χάζευε τα πιτσιρίκια. Ήταν πάνω κάτω στην ηλικία που ήταν και τα εγγόνια του. Άραγε αυτά να πηγαίνουν για κάλαντα; Τα σημερινά παιδιά δεν αγαπάνε πολύ τα έθιμα. Άσε που και οι γονείς τους δεν τα αφήνουν εύκολα, βλέπουν παντού κινδύνους. Τώρα που το σκέφτεται κανένα από τα τέσσερα εγγόνια του δεν του έχει πει ποτέ τα κάλαντα! Κι αυτός το να μπούνε παιδιά στο σπίτι να καλαντίσουν το ‘χει για καλό! Για καλή τύχη! Για καλή Χρονιά!
– Και του χρόνου!!! Είπαν με μια φωνή σαν τέλειωσαν τα παιδιά κι ο κυρ- Γιάννης έριξε χάρτινα στον κουμπαρά τους. Το παιδί με τη μελώδικα τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό!
-Ευχαριστούμε, ευχαριστούμε!
-Άντε πηγαίνετε και αλλού, μη χασομεράτε. Τώρα το πρωί ο κόσμος δίνει λεφτά, μέχρι το μεσημέρι του έχουν τελειώσει, είπε κοφτά ο κυρ- Γιάννης, και πήρε βιαστικά τις σακούλες με τα κρέατα. Άνοιξε την πόρτα και χωρίς να κοιτάξει καν, πέταξε ένα « Καλή Χρονιά να ‘χουμε με υγεία», δεν ήθελε να φανεί η συγκίνηση.
-Με το καλό να τους δεχτείς κυρ- Γιάννη! Καλή Χρονιά!
Ακολούθησαν κι άλλα μαγαζιά, κι άλλα ψώνια. Γύρισε σπίτι φορτωμένος σακούλες. Ευτυχώς στο παιχνιδάδικο και στον μπακάλη είχε πάει τις προηγούμενες μέρες. Έβαλε τα φαγώσιμα στο ψυγείο, τα λουλούδια στο βάζο κι άρχισε το μαγείρεμα. Πάντα με μουσική! Κάποια στιγμή μπήκε κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί για παρέα. Το μεσημέρι αργά ένα διάλειμμα για τον καθιερωμένο υπνάκο του και μετά σειρά είχαν οι σαλάτες. Έβαλε τα δυνατά του! Έφτιαχνε υπέροχες σαλάτες κατά γενική ομολογία. Με το ένα και με το άλλο πέρασε η ώρα. Μίλησε και μ΄ ένα δυο συγγενείς και φίλους. Τον πήραν για κάλεσμα!
– Αφού έχω κανονίσει! Από τώρα υπόσχομαι του χρόνου, γεροί να ‘μαστε να τρώμε και να πίνουμε παρέα!
Δυο ώρες περίπου πριν αλλάξει ο χρόνος, είπε πια να ξεκουραστεί λίγο. Βάρυναν τα πόδια του, ήταν και το κρασάκι. Κάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα, που πρώτα ήταν αγαπημένη της καλής του.
-Είναι το πιο αγαπημένο μου αντικείμενο στο σπίτι! Εδώ είναι η γωνίτσα μου. Μ’ αυτή θέλω να με θάψετε, έλεγε και γελούσε καθώς της άρεσε συχνά να αυτοσαρκάζεται.
Και να που εκείνη έφυγε πρώτη, όπως πάντα αστειευόμενη έλεγε. Άργησε να μπει σε μια σειρά μετά το χαμό της, ένιωθε ξεκρέμαστος, σα να ξεκινούσε από την αρχή, σα να έπρεπε να μάθει ξανά να περπατά, να μιλά, να κυκλοφορεί. Κι είναι δύσκολο να μαθαίνεις να ζεις ξανά σε μεγάλη ηλικία.
-Ευτυχώς έχω τα παιδιά, έλεγε και ξανάλεγε. Η μεγάλη μου είναι ίδια η μάνα της και αντισταθμίζει την απώλεια. Έκλεισε τα μάτια για λίγο καθισμένος πάντα στην πράσινη βελούδινη πολυθρόνα. Η ζεστασιά από τον φούρνο και οι γλυκές μυρωδιές και φυσικά το κρασάκι τον νανούρισαν λίγο. Σα να λαγοκοιμήθηκε και σα να είδε όνειρο κιόλας. Ήταν λέει σ΄ ένα γιορτινό τραπέζι, παραμονή πρωτοχρονιάς, σαν και τώρα. Και ποιος δεν ήταν καλεσμένος… Οι φίλοι του, οι γείτονες, η καλή του πέρα-δώθε στην κουζίνα, μέχρι κι ο κρεοπώλης ήταν. Ήταν και τα παιδιά, αλλά μικρά, σαν τα παιδιά με τα κάλαντα. Ήταν σε μια γωνιά και η μάνα του. Δε μιλούσε, δεν έτρωγε. Μόνο τον κοίταζε. Ξάφνου εκεί που έκαναν κέφι, ακούγονται βεγγαλικά! Άλλαξε ο χρόνος. Μετά από λίγο χτυπά το τηλέφωνο!
-Έλα πατέρα, Καλή χρονιά να ‘χουμε. Με υγεία! Ησυχία ακούω. Με ποιους είσαι;
-Καλή χρονιά παιδί μου! Να εδώ με τα φιλαράκια αρχίσαμε το χαρτάκι και ξεχαστήκαμε.
-Άντε και του χρόνου να ‘μαστε μαζί!
-Μακάρι παιδί μου, μακάρι, είπε κουνώντας το κεφάλι κοιτάζοντας παράλληλα το γιομάτο φαγητά τραπέζι, τα σερβίτσια και τα δώρα στις καρέκλες.
Άνοιξε την τηλεόραση, είχε λαϊκό πρόγραμμα και ξεκίνησε με σαλάτα…
* Η Δήμητρα Βαλαβάνη είναι νηπιαγωγός και αφηγήτρια- μέλος της Ομάδας “Παραμυθάδες της Πόλης των Χανίων”