(πρωτοχρονιάτικο διήγημα)
Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς είναι μια πλατιά επιφάνεια, σαν να σηκώνεσαι από ένα βαθύ ύπνο.
Ακου τώρα τι σκέφτηκα και δεν έχω και μόστρα ποιητή και δραγουμάνου.
Τόσες Πρωτοχρονιές πέρασα, σκέφτηκε ο Ισίδωρος, και θαύμα δεν γνώρισα.
Τι σου είναι και το θαύμα ρε παιδάκι μου;
Μόνο για τους χορτάτους και τους βολεψάκηδες.
Εκείνο για το οποίο ανησυχούσε ο Ισίδωρος ήταν μήπως και δεν “γλιστρήσει σε ένα λιγνό λεπίδι” που του λέγανε και στο πανεπιστήμιο, τότε που η Πρωτοχρονιά ήταν όλο αγκαλιές και πειράγματα.
Τώρα βέβαια, μεσόκοπος πια, μάλλον γερασμένος και μάλλον ανυποψίαστος, τζάμπα περίμενε το θαύμα της Πρωτοχρονιάς.
Όταν είσαι μοναχός, σου ΄φταινε όλα.
«Και πού θα πάω, και τι θα κάνω· δεν έχει και κανένα μαγαζί της προκοπής για την περίσταση».
Μα τούτη η πόλη είναι γεμάτη μαγαζιά, όλα φτιαγμένα για τούτη την περίσταση.
Στην τσέπη κουδουνίζανε τα λεφτά, μα δεν είχε με ποιον να τα ξοδέψει.
Και είναι ένα φοβερό συναίσθημα αυτό.
Τσέπη γεμάτη, αλλά δεν υπήρχε καμία να της προτείνει να κάνουν ρεβεγιόν μαζί.
«Πώς τα κατάφερα έτσι;» σκέφτηκε.
Μονομιάς πήγαν στράφι και οι λαμπρές σπουδές και τα τάλιρα.
Ένας φίλος του είχε πει ότι τα λεφτά σε βοηθούν να δυστυχείς πιο άνετα.
Αλλά ούτε αυτή η εξυπνάδα τον έπειθε παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Έπρεπε κάτι να σκεφτεί και έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα.
Η ώρα πέρναγε αμείλικτα.
Τι να σκεφτεί όμως τώρα, που δεν το είχε σκεφτεί την προηγούμενη ημέρα 30 του μηνός;
Του ΄ρχοταν για πρώτη φορά να βάλει τα κλάματα.
Πονάνε μωρέ τα παλικάρια;
Κάτι έπρεπε να σκεφτεί.
Η ώρα ήταν 3 το μεσημέρι. Ντύθηκε και έφυγε σχεδόν τρέχοντας από το σπίτι. Αλλά να πάει πού;
Κοντοστάθηκε στον δρόμο, περνούσαν άγνωστοι άνθρωποι και τους φώναζε “Καλή Πρωτοχρονιά”.
Κανείς δεν του απάντησε.
Ξαναγύρισε περίλυπος στο άδειο σπίτι. Όλα τον έπνιγαν.
Άνοιξε όλα τα παράθυρα, άρχισε και τραγούδαγε, μα σύντομα στέγνωσε το τραγούδι στο λαρύγγι του. Σαν να επέστρεφε ο ήχος της φωνής του περιπαιχτικά.
Έκλεισε όλα τα παράθυρα και τράβηξε τις κουρτίνες. Του ΄ρχοταν να πλαντάξει στο κλάμα…
Πέταξε το κινητό τηλέφωνο στον τοίχο. Μόλις έπεσε στο πάτωμα το τηλέφωνο, άρχισε να χτυπά.
Έτρεξε να το πιάσει, σκόνταψε στο τραπέζι, λαχάνιασε.
«Ισίδωρε, τι κάνεις; Η Τζένη είμαι… Κουράστηκα να σε μισώ. Θες να κανονίσουμε κάτι για το βράδυ;»