Αγαπηµένες µου Μέρυλ,
Σάντυ, Ρουθ και Σάρα.
Εβραίες φιλεναδίτσες µου, (Γιατί αλήθεια, πού φταίτε εσείς, πού φταίµε εµείς, τα παιδιά, για τις βιαιότητες των στρατιωτών;) να µην το ξεχάσετε ποτέ, πως δεν είχα και δεν έχω τίποτα εναντίον σας, αντίθετα, όλες σας αγαπώ. Μα να σας θυµίσω ποια είναι, αφού δεν ξανασµίξαµε για καιρό. Με θυµάστε καλές µου; Είµαι η Λεϊλά. Εκείνη η ψηλή, δωδεκάχρονη Αλεβίτισσα, από την όµορφη Αλ Ζάχρα της Βόρειας Γάζας, που σας έπιασε πρώτη την κουβέντα, πέρυσι στην Κωνσταντινούπολη, εκεί στο παλιό χαµάµ του σταθµού Σίγκετζι, τη νύχτα της γιορτής του Σεµπούλ Αρούζ. Που κι εγώ, όπως κι εσείς που καθόσαστε δίπλα µου, θυµάστε; Πώς είχαµε χαζέψει σχεδόν από το συγκρότηµα των περιστρεφόµενων Μεβλεβήδων ∆ερβίσηδων, αυτούς τους Σεµαζέν δηλαδή, που µε τηνν υποβλητική µουσική και τον τόσο ιδιαίτερο χορό τους είχαν ξεσηκώσει τον κόσµο, θυµάστε; Και πόσο, κι εγώ µε τους γονείς µου και εσείς όλες, τους καταχειροκροτήσαµε ενθουσιασµένες, ειδικά σαν µας είπε κάποιος δίπλα µας πως αυτοί µε τον περίεργο αυτό χορό τους προσεύχονται και ευχαριστούν τον θεό και κηρύττουν µάλιστα την ανεξιθρησκεία, τη µη βία; Θυµάστε πόσο φανταστικά είχαµε περάσει µαζί τότε;
Χαρούµενες φιλεναδίτσες µου, ξέρετε, έγραψα από ένα µικρό, παρόµοιο γράµµα στις Παλαιστίνιες συµµαθήτριες µου και σε όλες τις συνοµήλικες συγγενείς µου. Χαρούµενες φιλεναδίτσες µου, µια που δεν έχω άλλα αδέλφια, σας πειράζει να σας λέω κάπου κάπου και αδελφούλες µου ή σχεδόν αδελφούλες; Κοιτάξτε, δεν πρόλαβα να σας τα πω αυτά πέρυσι, αλλά σας τα λέω τώρα. ∆ηλαδή να, εγώ έµαθα ναι, από µικρή, πως άλλος είναι λέει ο Θεός των Μουσουλµάνων, άλλος των Εβραίων, άλλος των Χριστιανών, ε, εντάξει; Αλλά για δείτε, εγώ, χωρίς ποτέ κανείς να µου µιλήσει σχετικά, αυτό καθόλου δεν µπορώ να το δεχτώ. Γιατί υποψιάζοµαι, γιατί καταλαβαίνω πως ο Θεός είναι Ένας, µάλιστα έτσι το νιώθω, Ένας και είναι γεµάτος από Αγάπη. Αλλά στην ψυχή αδελφούλες µου, τι να πω τώρα, να τώρα, όλα αυτά έγιναν σκόνη, όλα διαλύθηκαν, αφού ήρθε ο πόλεµος ο σκληρός, αυτός του Σατανά ο πρώτος γιος. Το µακάβριο πάρτι του θανάτου στις αρχές του Νοέµβρη, η εκδικητική Χαµάς, οι συναγερµοί, οι πύραυλοι, οι βοµβαρδισµοί. Το αίµα όλων των αθώων κατοίκων που έβαψε κόκκινα τα ερειπωµένα σπίτια, η οργή, ο φόβος, η απελπισία. Πόσο στα αλήθεια θα κρατήσει αυτή η κατάρα; Πότε επιτέλους θα σβήσει το µίσος των δύο λαών µας; Οι ψυχές µας, οι καρδιές µας, τα µάτια µας καλές µου, πότε θα ξαναχαµογελάσουν; Πότε;
Φοβάµαι. Φοβάµαι πάρα πολύ φιλεναδίτσες µου. Γι’ αυτό σας γράφω αυτό το γράµµα. Που δεν ξέρω, γιατί ακούω τους ήχους των εκρήξεων εδώ και εκεί, που δεν ξέρω, µπορεί να ΄ναι αυτό, το τελευταίο γραφτό µου. Μα ό,τι και να γίνει, πιστεύω, να µη χαθεί και εύχοµαι γρήγορα, πολύ γρήγορα, να το βρείτε και να το διαβάσετε. Αχ καλά µου κορίτσια, προσευχηθείτε, προσεύχεστε στον Θεό για µένα, πολύ, πολύ. Ήµουν, θα το καταλάβατε από τότε, ένα κορίτσι καλόγνωµο και άκακο, σαν κι εσάς, το ίδιο νοµίζω. Πήρα όµως φόρα τώρα και νοµίζω πως πρέπει να σας το εξοµολογηθώ κι αυτό. ∆ηλαδή, πώς εάν ζήσω, εάν θέλει ο Θεός να ζήσω, θα ΄θελα πάρα πολύ, σύντοµα, να ξαναβρεθώ κοντά σας. Και ξέρετε πότε; Α, τότε, στο Πουρίµ σας, στο τόσο ιδιαίτερο, από ό,τι έχω διαβάσει, καρναβάλι σας. Και µάλιστα, να βάλω κι εγώ την πάνινη µάσκα µου, να διασκεδάσω και να χορέψω µαζί σας. Ξέρετε, θα ΄θελα να ντυθώ κι εγώ Εσθήρ και σαν φιλοξενούµενη σας, λέµε, να µε κεράσετε αυτά τα φηµισµένα ψωµάκια σας από αµυγδαλόψιχα, αυτά που είναι σύµφωνα µε τις παραδόσεις σας, στο σχήµα των ανθρωπίνων αυτιών.
Αλλά γλυκές µου αδελφούλες, έτσι µάλλον θα σας λέω πια, τώρα πήρα φόρα πάλι ναι, θά ΄θελα λοιπόν να βρεθώ και µια φορά ακόµα στο πλάι σας, να δω πώς γιορτάζετε το Πεσάχ σας, τη Χανούκα σας, το Γιοµ Κιππούρ σας. Μα και στη Ροσς Ασσάνα σας, τη ζωηρή βραδιά της Πρωτοχρονιάς σας, τότε, και τότε θα ΄θελα να ΄µαι δίπλα σας. Να µάθω τόσα ελκυστικά νέα, τόσα νέα πράγµατα από τα έθιµα σας, αφού το ΄παµε, εγώ πιστεύω πως ο Θεός είναι ένας και Αυτός είναι η Ειρήνη.
Καλές µου, εάν βέβαια το κισµετάκι µου, µου γράφει για ζωή, σας κάνω µία πρόταση· θα ΄θέλατε όσο γίνεται πιο σύντοµα να επισκεφτούµε µαζί τη Βηθλεέµ και την Ιερουσαλήµ, που τόσο λίγο απέχουν από τα µέρη µας; Να πάµε όλες µαζί εκεί, εκεί που έχω διαβάσει πως γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός και εκεί που έκανε θαύµατα, που σταυρώθηκε και αναστήθηκε, Αυτός, ο Υιός της Παρθένου Μαρίας; Μα συγχωρέστε µε, συγγνώµη, συγγνώµη, ω, ναι, κοιτάξτε, εγώ να κάνω τέτοια όνειρα ηρεµίας, γαλήνης και ξεγνοιασιάς, ενώ δίπλα µου πέφτουν οι φοβεροί πύραυλοι, δεν είναι πολύ παράξενο και λίγο τρελό, ε;
Όµως, πάλι συγγνώµη, µα νιώθω τόσο µόνη και θέλω να σας το ξαναπώ, πως δεν µισώ κανέναν, κανέναν. Αλλά οι γονείς µου, αχ, αρκετές ώρες τώρα, έχουν φύγει από το σπίτι µας. Πήγαν σε ένα νοσοκοµείο, λίγα χιλιόµετρα από εδώ για να πάρουν από ΄κει µέσα την εγχειρισµένη γιαγιακούλα µου. Μα αργούνε, αργούνε πολύ να γυρίσουν. Και γι’ αυτό φοβάµαι. Φοβάµαι φιλεναδίτσες µου πολύ, πάρα πολύ. Και νιώθω, πώς να σας πω; Να νιώθω σαν ένα ανυπεράσπιστο προβατάκι έξω από το µαντρί του. Να, νιώθω έτσι όπως ένιωθε, η δυστυχισµένη οµοεθνής σας, εκείνη η καηµένη Άννα Φρανκ της Ναζιστικής κατοχής, όταν έγραφε στην αποµόνωση της, το ξακουστό ηµερολόγιο της, ναι, έτσι ακριβώς νιώθω.
Φοβάµαι. Πριν από λίγο άκουσα, από ένα µικρό τρανζιστοράκι που έχουµε, κάποιον εκφωνητή µε χοντρή φωνή, από τις Ισραηλινές µυστικές υπηρεσίες λέει ήταν, να µας καλεί όλους, όλους εδώ τους Παλαιστίνιους, να φύγουµε γρήγορα από τα σπίτια µας, να τα εγκαταλείψουµε. Εάν δεν το κάνουµε αυτό λέει, µέσα σε λίγες ώρες, το τόνισε αργά αργά αυτό, τρεις φορές το ΄πε, όλοι οι ένοικοι της πολυκατοικίας µας µα και όλοι οι άλλοι γείτονες µας, όλοι λέει, ανεξαιρέτως, θα θεωρηθούµε σαν τροµοκράτες της Χαµάς, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται, έτσι είπε. Αν είναι δυνατόν, καλά µου κορίτσια. Αν είναι δυνατόν. Οι γονείς µου, πετούµενη µύγα δεν έχουν σκοτώσει, που λένε, ποτέ. Πάντα τους ήταν φιλήσυχοι και νοµοταγείς. Αλλά και πού να πάµε άραγε; Και πείτε µου, πέστε µου, πώς πια να ειδοποιήσω τους καλούς µου γονείς για οτιδήποτε σχετικό, ε; Το ξέρουν αυτοί εκεί έξω αυτό; Πως το κινητό µου δεν λειτουργεί, αφού τόσο καιρό δεν έχουµε ρεύµα. Μα ούτε ψωµί, ούτε νεράκι έχουµε. Τίποτα, ένα δίλιτρο µπουκάλι έχω ακόµη, µονάχα. Είµαι σαν ένας τυφλοπόντικας στο σκοτάδι, πείτε µου καλές µου, πείτε µου, τι θα γίνει µε εµάς; Και τώρα που σας γράφω αυτό το γράµµα, είναι να ξέρετε βαθύ σκοτάδι, µε τη βοήθεια ενός µικρού φακού σας γράφω.
Υ.Γ.(1) Ακριβές φιλεναδίτσες µου, είπαµε αδελφούλες µου, ίσως να το ξέρετε, Λεϊλά στη γλώδσα µας σηµαίνει νύχτα. Αχ, κορίτσια. Μια σκοτεινή, ατελείωτη νύχτα, λοιπόν, νοµίζω πως έρχεται. Πως ήρθε. Που θα σκεπάσει και τους δύο λαούς µας, και τον ισχυρό και άδικο τον δικό σας, µα και τον αδύναµο και κατατρεγµένο, τον δικό µας. Και όχι µόνο, αλλά και όλους τους, τους περισσότερους λαούς της γης, µε την πυκνή µαυρίλα της. Κι είθε, είθε να µην πνιγούµε, να µην πνιγούν όλοι µέσα στο παράπονο, µες στα δάκρυα, µέσα στην πίκρα…
Υ.Γ.(2) Στους 16248, βλέπω εδώ ένα σηµείωµα που ΄χαν γράψει χθες µάλλον οι γονείς µου, στους 16.248 είναι µέχρι τώρα οι νεκροί στη Γάζα µας. Ανάµεσα τους και 7.112 παιδιά. Αλήθεια, αυτό δεν µπορώ να το πιστέψω µε τίποτα, πέστε µου καλές µου, είναι αυτό δυνατόν, είναι αυτό αλήθεια, ξέρετε;
Με πολλή πολλή άδολη αγάπη
∆ική σας
Λεϊλά
*Ο ∆ηµήτρης Α. Ανδρικίδης είναι συγγραφέας, µέλος της Ένωσης
Πνευµατικών ∆ηµιουργών Ν. Χανίων