Την τελευταία φορά που τον είδα -τότε δεν ήξερα ότι θα ήταν η τελευταία- καθόμουν στη βεράντα με μια φίλη. Εκείνος μπήκε απ’ την αυλόπορτα ιδρωμένος, με ροδαλό το πρόσωπο και το στήθος, με τα μαλλιά βρεγμένα, και κοντοστάθηκε ευγενικά, για να μας μιλήσει. Κάθισε οκλαδόν στο κεραμιδί τσιμεντένιο δάπεδο, ή μπορεί και στην άκρη ενός ξύλινου πάγκου.
Ήταν μια καυτή μέρα του Ιουνίου.
Το τέλος της ιστορίας, εκ των υστέρων, συρρικνώνεται σε μια ελάχιστη και δεδομένη χρονική στιγμή. Το τέλος, βέβαια, μπορεί να επαναπροσδιοριστεί ή ακόμα και να θεωρηθεί προσωρινό. Το τέλος χωρίζει το πριν από το μετά, όσα προηγηθήκαν απ’ όσα ακολούθησαν, και αυτή είναι στην πραγματικότητα η ιστορία κάθε τέλους. Για το τέλος αυτό καθαυτό λίγα μπορούν να ειπωθούν, ελάχιστοι κύκλοι να διαγραφούν, ωστόσο σε όσα προηγήθηκαν και σε όσα ακολούθησαν μπορούν να προστεθούν πολλά αν και ίσως, λεπτομέρειες του τότε και μύχιες σκέψεις του μετά να έρθουν στην επιφάνεια της σκέψης, της αναβίωσης της ιστορίας, μέχρι να καταλύσει ο χρόνος, κυρίως αυτός, τις εξουσίες του συναισθήματος.
Η ιστορία αυτή μπορεί να μοιάζει με άλλες ιστορίες, φαινομενικά μπορεί και να υστερεί σε σύγκριση με άλλες ιστορίες, όμως διαθέτει μια ισχύ εμμονική, επαναπροσέγγισης και μηρυκασμού, και τότε τα πώς και τα γιατί που βασανίζουν το τέλος μετατρέπονται σε πώς και σε γιατί που βασανίζονται από την επιμονή του συναισθήματος. Και όταν, όπως στην περίπτωση της αφηγήτριας, εμφανιστεί η επιθυμία για εξωστρέφεια και δημοσιοποίηση, τότε εμφανίζεται ακόμα ένα πώς. Πώς γράφει κανείς για κάτι προσωπικό;
Φαινομενικά, το μυθιστόρημα της Lydia Davis, γνωστής κυρίως για τις πολύ σύντομες ιστορίες της, διαπραγματεύεται το τέλος μιας ερωτικής ιστορίας, χρόνια μετά. Όμως, και αυτό είναι που το κάνει πραγματικά σπουδαίο, στην πραγματικότητα πρόκειται για μία άσκηση γραφής, χωρίς να αφήνεται στιγμή έξω το συναίσθημα, καθώς εκείνο που διακυβεύεται είναι η ένταξη του προσωπικού, με το άγχος της έκθεσης και το βάρος του πόνου να υπερισχύουν της ανάγκης για δημιουργία και του θράσους που συχνά συνοδεύει την ανάγκη αυτή.
Η Davis υποδεικνύει και ενσωματώνει στην ιστορία της όλες τις κρυψώνες που θα χρησιμοποιούσε συγκαλυμμένες κάθε συγγραφέας που θα τολμούσε να αφηγηθεί μία πραγματική ερωτική ιστορία. Και ακριβώς αυτή η διαφάνεια της γραφής και των συστατικών της είναι που συγκινεί πραγματικά, η διαρκής ανασφάλεια για τις προθέσεις της και τις συνέπειες τους. Έτσι αναδεικνύεται πραγματική η ανάγκη της να καταφύγει στη γραφή. Γιατί θα ήταν αφελής εκείνος που θα απέκλειε την εγκεφαλική γραφή από μία τόσο έντονη συναισθηματική ιστορία, αρκεί να αναλογιστεί ο ίδιος την προσωπική του εμπειρία στην επεξεργασία κάθε συναισθήματος.
Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, ένιωσα τη συγγένεια της γραφής της Davis με εκείνη της Lispector, τουλάχιστον στην Ώρα του αστεριού, που διάβασα λίγους μήνες πριν, βιβλίο που εκτός των αναμενόμενων ένθερμων θαυμαστών γνώρισε και τη χλεύη μικρής μερίδας του αναγνωστικού κοινού, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι, θα έλεγα γι’ αυτούς αν ήμουν καλός χριστιανός. Κάθε μία, με τον δικό της τρόπο και στη δική της εποχή, με τις δικές της καταβολές και τα δικά της βιώματα, ενσωματώνει κάτι το έντονα προσωπικό στην ιστορία που επιλέγει να αφηγηθεί. Και είναι ενδιαφέρον, αν και μετά την ανάγνωση προφανές, το πώς καταφέρνουν να κινητοποιήσουν συναισθηματικά τον αναγνώστη, διηγούμενες ταυτόχρονα και την ιστορία της συγγραφής, ξεναγώντας τον στην κατασκευή του οικοδομήματος, αρνούμενες να αφαιρέσουν εργαλεία και σκαλωσιές.
Η Davis γνωρίζει καλά πως μια ιστορία μπορεί να έχει ένα τέλος, όμως η αφήγηση του τέλους μιας ιστορίας δεν μπορεί παρά να μην έχει τέλος, να είναι ατελής και διαρκώς, ακόμα και χρόνια μετά, μεταβαλλόμενη, καθώς η αφήγηση των γεγονότων πάντα θα συνοδεύεται από την ανασφάλεια για τη σημαντικότητα και τη χρησιμότητά τους.