Παρασκευή, 31 Ιανουαρίου, 2025

Το τέλος της Μεγάλης Επανάστασης του 1866-69 και ο Κωνσταντής Κριάρης

ΚΡΗΤΗ – ΧΑΝΙΑ 29 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1869

 

Οι συγκλονιστικοί διάλογοι µεταξύ του αιµόφυρτου ήρωα Κωσταντή Κριάρη και του γενναίου Τουρκοκρητικού Σελίµ Φούσκη στο Μουστάκο Σελίνου και ο διάλογος µε τον µεγάλο Βεζίρη (πρωθυπυργό) της Τουρκίας Χουσείν Αβνή Πασά, στο Κάστρο των Χανίων   

Το Νοέµβριο του 1867 ανάλαβε τη καταστολή της επανάστασης ο Χουσεΐν Αβνή  Πασάς, όπου µ’ ένα σύστηµα πύργων- αλυσίδα απέκλεισε τους επαναστάτες στα όρη και απαγόρευσε στους βοσκούς να πηγαίνουν τα ποίµνιά των σ’ αυτά. Με δεύτερη σειρά παραλιακών πύργων-αλυσίδα, έκοψε τον εφοδιασµό από την Ελλάδα και τον ∆εκέµβρη του 1868  έσβησε την επανάσταση.

Στις 14 ∆εκεµβρίου 1868 τα ανατολικά των Σφακίων, προεδρεία, συνέλευση και αρχηγεία, της ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1866 ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ, µε συντετριµµένη καρδιά, παραδίδονται στη Χώρα τω Σφακιώ στο Σάββα Πασά.    

Τα, εις δυτικά τω Σφακιώ ευρισκόµενα,  «ιερά θεριά τση Κρήτης», κατεβαίνουν  πάλι στο Φάραγγα, παρ’ όλο που και ο «Απάνω και ο Κάτω Πόρος» βαστιούνται από τον  Τουρκικό στρατό. 

Ο Σάββας Πασάς από τη Χώρα τω Σφακιώ, πιέζει τους σπουδαιότερους από τους υποταγµένους Σφακιανούς και υπογράφουν επιστολή και  την στέλνει στους αποκλεισµένους  στις 19 ∆εκεµβρίου 1866  και των ζητούν παράδοση, µε την υπόσχεση   γενικής αµνηστίας.

Ο χειµώνας εκείνος ήταν τροµερός, συνέχεια έβρεχε και χιόνιζε, οι «πόροι» του Φάραγγα ήταν κλειστοί από το στρατό και τα περάσµατα από Λινοσέλι και Ποριά, κλειστά από τα χιόνια.

Οι Κυδωνιάτες  Χατζήµιχάλης, Μαντάκοι, Μαυρογένηδες και λοιποί, παραδοθήκανε στο πύργο στη Μπουρµπαδοκεφάλα.

Οι Σελινοκισσαµίτες Κορκίδης, Κ. Μπασιάς, Π. Περίδης, Αναστασογιάννης και λοιποί στο σταθµό στη Καβαλαρέ.

Το άλλο «ιερό θεριό τση Κρήτης» ο Κριάρης, ο δεσποτικός ηγέτης µε την άκρως εγωιστική φιλοδοξία,  κατά τους ιστορικούς, δεν εδέχθει να µετάσχει της τύχης των συναγωνιστών του και από την Αγ. Ειρήνη µε 8 συντρόφους του µπαίνει στο Σέλινο. Ο ΚΡΙΑΡΗΣ ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ, ΤΟ 1868, 72  ΕΤΩΝ!!!

Πριν µπει στο Σέλινο στο πόρο του Οµαλού στον Αγ. Θόδωρο αποχαιρέτισε τους άλλους και τον άλλο αρχηγό Σελίνου Γ. Κορκίδη και τους είπε:

«παιδιά µου πηγαίνετε να προσκυνήσετε να ησυχάσετε. Έτσα το θέλει ο Θεός και οι ∆υνάµεις. ∆εν µας ακούει µπλιό να κάµωµε πράµα. Μα ‘γω θα φύγω δεν προσκυνώ».

Μαζί του ήταν: ο υιός του Γεώργιος, ο σηµαιοφόρος ανεψιός του Γεώργιος Λειατάκης, οι ανεψιοί του Πωλιός Πωλιουδοβαρδάκης και Μιχαήλ Αντωνοβαρδάκης ή Αντωνοµιχάλης, ο Νικόλαος Χαλακατεβάκης ή Κουτσαυτάκης, ο Ιωάννης Καλογεράκης,  ο Παναγιώτης Πυροβολάκης  και ο οπλαρχηγός Νικόλαος Βουράκης.

Κατά τον υιόν του Π.Κ. Κριάρη, πέρασε από την περιοχή του Προδροµίου «Κοπρινό Κεφάλι», «Κακό Ποταµό» και σπήλαιο «Μονόπρινον», για µια ηµέρα, συνάντησε κάποιο Εµµανουήλ Βαθυλάκη  εκ Προδροµίου και πέρασε στην περιοχή Πελεκάνου στο Χωριό Αγ. Θεόδωροι.

Εκεί διέµενε ο Τσιστραντώνης, και του ζήτησε να βρει τον γενναίο Αρτ. Βλοντάκη ή Κοτσιόλιον και τον Στρ. Καπαρό. Αλλ’ αυτός ειδοποίησε τον Στρ. Καπαρόν και τον εκ Σκλαβοπούλας  Αναγνώστη ή Χ΄΄ Παπαντωνάκη,  οι οποίοι τον οδήγησαν στα όρια των Εννέα Χωριών στο σπήλαιο του Μουρντάρη (murdar= ρυπαρός, λερωµένος, τουρκ.) και τους είπε να ψάξουν για πλεούµενο να φύγει για την Ελλάδα. Ο Στρ. Καπαρός δις µεταβείς εις Χρυσοσκαλήτισσα, δεν βρήκε.

Ο Β. Ψιλάκης γράφει ότι ο Τσιστραντώνης τον είχε πρώτα οδηγήσει στη µικρή εκκλησία της  Αγ. Παρασκευής.

Οι άνδρες όµως του Κριάρη, δια να φάνε, όταν ήταν στο Προδρόµι, πήραν ένα πρόβατο από τον ποιµένα Κοσµαδογιάννη, χωρίς να το πληρώσουν. Αυτός το κατάγγειλε στις τουρκικές αρχές, σύµφωνα µε τον Β. Ψιλάκη.

Στα Χανιά εν τω µεταξύ είχε µαθευτεί ότι ο Κριάρης δεν προσκύνησε και οι Τούρκοι έγιναν έξαλλοι. Ο Κριάρης επικηρύχθει έναντι αδράς αµοιβής και στάλισαν εις αναζήτηση του δύο τάγµατα στρατού, η  χωροφυλακή και ο Σελίµ  Φούσκης Κρητότουρκος οπλαρχηγός, µε εκατοντάδες Τουρκοσελινιώτες όπως ο  Σαλή Τζεβρέµης, Μεχµέτ Φούσκης και Αχµέτ Χηνίτης, Μουσταφά Μαριολάκης, Αλή Μουράκης, και ο  Σεραλάκης και συνέλαβαν τον Ιωάννη Τσίστρη ανεψιό του Αντώνη από το Βαθύρεµα. Αφού απειλήθη δια ραβδισµών  ο Τσίστρης  είπε ότι  οι Παπαντωνάκης και ο Στρ. Καπαρός  γνωρίζουν το κρησφύγετο του Κριάρη.

Στη συνέχεια εβασανίσθει  ο  Στρ.  Καπαρός και εδάρει ανηλεώς, χωρίς να οµολογήσει. Τότε έφθασε ο Χ΄΄ Αναγν. Παπαντωνάκης και είπε: «Πέτε τσοι µωρέ µα κατέµε τσοι».  Ο Μιχαήλ Καπαρός  πριν δαρεί  υπέδειξε το σπήλαιο.

Μια παγερή και οµιχλώδη νύχτα, ταχτικός στρατός και Κρητότουρκοι κύκλωσαν το σπήλαιο, οδηγούµενοι από κάποιο προσφάτως γραµµένον εις την Τουρκική χωροφυλακή, (ζαπτιέν) Α…..  Τ…..Η

Εντός της σπηλιάς, γύρω από τη φωτιά είχαν πλαγιάσει οι άνδρες του Κριάρη οπλισµένοι  έτοιµοι. Ο ίδιος ανήσυχος δεν είχε ύπνο. Ο  ανιψιός του   Πωλιουδόβαρδας, καθ’ υπόδειξή του, αντικατέστησε το προηγούµενο φρουρό Νικ. Βουράκη  και βγήκε έξω.

Εν τω µεταξύ είχαν ξυπνήσει και οι άλλοι και διηγούταν τα όνειρά των. Ο Μιχ. Αντωνοβαρδάκης ή Αντωνοµιχάλης, ανεψιός του Κριάρη και ο Γεωργ. Λειατάκης σηµαιοφόρος και αυτός ανεψιός του Κριάρη, ατρόµητα παλληκάρια αυτού, εσηκώθηκαν και εδιηγούντο τα όνειρά των, εις τα οποία έδειδαν κακή σηµασία. Ο πρώτος έλεγε «ότι επέρνα θολό ποταµό και επνίγετο» ο δε δεύτερος «ότι τον κέντρωσαν µέλισσες».

Σε απόσταση 50 περίπου βηµάτων από το σπήλαιο ο Πωλιουδόβαρδας άκουσε θόρυβο βηµάτων και είδε σκιές να κατεβαίνουν. Αµέσως   γύρισε και είπε : «σκύλοι! Τούρκοι! Στ’ άρµατα».   

Είχαν κυκλωθεί,  µε τα όπλα παρατεταµένα αγωνίστηκαν να σπάσουν τον κλοιό. Ήταν ξηµέρωµα της 29ης Ιανουαρίου 1869, περίπου  µία ή δύο ώρες νύχτα και οι Τούρκοι περίµεναν να τους πιάσουν µε το φως της µέρας.

Μπροστά πήγαινε ο Αντωνοµιχάλης, σε λίγα βήµατα  ήλθαν αντιµέτωποι µε τους Τούρκους, που επειδή ήταν νύχτα για να µην σκοτωθούν µεταξύ τους, τους ρώτησαν  οι Τούρκοι : «ποιοι είστε;» «και σεις ποιοι είστε;» απάντησαν οι δικοί µας. «Τούρκοι – Τούρκοι» είπαν αυτοί, και τότε άστραψαν τα όπλα. Ένας Κρητότουρκος εφονεύθει και ετραυµατίσθει  έταιρος ο εκ Πλεµενιανών  Σελίνου Χουσεΐν Πεταλάκης ή Παπαδαλάκης. Οι δικοί µας έσκυψαν και υποχώρησαν, διαλύθηκαν, αλλάζοντας κατεύθυνση. Οι Τούρκοι πυροβολούσαν νύχτα  τις σκιές.

Μπροστά πήγαιναν οι πρωτεξάδελφοι Αντωνοµιχάλης και Λειατάκης και έπεσαν σε νέα ενέδρα Τούρκων. Πάλι οι ίδιες ερωτήσεις και απαντήσεις και τα όπλα αστράφτουν. Πρώτοι πυροβολούν οι δικοί µας, ένας Κρητότουρκος έπεσε και έταιρος ετραυµατίσθει, συγχρόνως πέφτει νεκρός ο Αντωνοµιχάλης και τραυµατίζεται στο πόδι ο Λειατάκης. Ο Χασάν Τουρκαµετάκης από το Κάλαµο Σελίνου τρέχει να κόψει το κεφάλι του Λειτάκη. Αλλά ο Λειατάκης παρ’ ότι κάτω πεσµένος τραβά το κρητικό µαχαίρι και το µπήγει του Χασάν στο στήθος, ο οποίος αποσύρεται και επέζησε. Τότε χριστιανός χωροφύλαξ, εκ Κακοδικίου, Προκοπάκης, πυροβολεί τον Λειτάκη µε σφαιρίδια και τον τυφλώνει. (τον Προκοπάκην αυτό αργότερα οι χριστιανοί τον  φόνευσαν ως προδότη). Οι Κρητότουρκοι κατάσφαξαν τυφλό πλέον τον Λειτάκη.

Ο Κριάρης µε τον υιόν του ακολουθούσαν από κοντά τους Αντωνοµιχάλη και Λειτάκη και ο Κριάρης τραυµατίζεται από σφαίρα η οποία διαπέρασε την οσφυϊκή χώρα και έθραυσε µέρος της σπονδυλικής στήλης και ακουµπώντας σ’ ένα δέτη εφώναξε : « Αχ!! Σκύλοι πουτανίστηκα µας εφάετε». Οι Κρητότουρκοι εγνώρισαν τη φωνή του Κριάρη και µανιωδώς εφώναξαν: «σκύλε Κριγιάρη ως πότες θα σ’ έχοµε να ζεις».

Ο Κρητότουρκος από το Προδρόµι Σελίνου Αχµέτ Χινήτης Μπέης, (χρηµατίσας και υπολοχαγός της Τουρκικής χωροφυλακής), ορµά µε το σπαθί να του κόψει το  κεφάλι, αλλ’ ο Κριάρης το πυροβολεί µε τη µπιστόλα και τον τραυµατίζει. Άλλος Τούρκος επιχειρεί το ίδιο αλλά πυροβολείται και τραυµατίζεται από τον υιό του Κριάρη Γεώργιο. Οι Τούρκοι φωνάζουν: «µη µας σε φύγουν από τη κάτω µπάντα» άλλος Τούρκος Φωνάζει: «από ‘κεια είναι ο στρατός».   

Αφού σταµάτησαν οι Τούρκοι ο Κριάρης λέει στο γιό του: «παραµέρισε και κάτω». Αφήνει στη θέση που ήταν το καπότο του να το πυροβολούν στο σκοτάδι οι Τούρκοι και µπαίνει κάτω στη χαράδρα και ξεφεύγει την κύκλωση των Κρητών µουσουλµάνων Τούρκων.

Είχε αρχίσει να ξηµερώνει και πέρασαν ανεβαίνοντας ανάµεσα από τον Τουρκικό στρατό και ντόπιους Τούρκους που δεν τους πείραξαν νοµίζοντας τους δικούς τους.

Οι Κρητότουρκοι αφού ξηµέρωσε είδαν ότι ο Κριάρης ζούσε που τον νόµιζαν νεκρό, είδαν και την απάτη µε το καπότο και άρχισαν να τον ξετρέχουν µε τα ίχνη αίµατος. Έπιασε όµως βροχή και οµίχλη και έχασαν τα ίχνη. Κάποια στιγµή τους είδαν στα 200 µέτρα και τους έριξαν βροχή από σφαίρες αλλά ανεπιτυχώς. Αργότερα πέρασαν δίπλα του στα 10 µέτρα αλλά δεν τον είδαν, καθ’ όσον είχε κρυφθεί.

Βοηθούµενος από τον υιόν του   Γεώργιο, καταδιωκόµενος κατά πόδας, διαφεύγει επιτηδείως,  και φθάνει υπό βροχή και σε αθλία κατάσταση εις το Μουστάκο, µετόχι του Σελινιώτη Κρητότουρκου Βεκήλ αγά (όπου εν καιρώ σοδειάς παρήγαγε 54000 οκάδες έλαιο κατ’ έτος). Ο υιός του Γεώργιος καθ’ υπόδειξη του ιδίου εξαναγκάζεται να  ακολουθήσει άλλη οδό δια να σωθεί.

Απέναντι  από τη φάµπρικα, σ’ ένα ερηµοκλήσι, όπου κοιµήθηκε 2 ώρες, συνάντησε κάποιο Γεώργιο Αντ. Περάκη του οποίου αφού αποκάλυψε ποιος είναι, του παρέδωσε τον οπλισµό του και τα χρήµατα που είχε και του είπε να τα κρύψει και αν ζήσει να του τα επιστρέψει αλλιώς να τα δώσει στα παιδιά του. Ο Περάκης άνοιξε ένα τάφο και τα έκρυψε µέσα. Στη συνέχεια τον πήγε στη φάµπρικα και τον έβαλε στο δωµάτιο µε την πυρήνα  και  τον σκέπασε µε µια κάπα. Ουδείς εκ των εργαζοµένων χριστιανών  γυναικών και ανδρών κατάλαβε ή ερώτησε ποιος ήταν.

Κατ’ εντολή του Κριάρη και καθ’ όσον έψαχναν παντού οι εχθροί και σε λίγο θα έφταναν και εδώ  και επίσης  θα πέθαινε χώρις ιατρική βοήθεια,  ο Περάκης ειδοποίησε τον Σελίµ αγά  Φούσκη που περιπολούσε εκεί κοντά και του είπε ότι ο Κριάρης θέλει να παραδοθεί. Άλλωστε µε τον Κριάρη ο Σελήµ αγάς ήταν γνωστοί.

Ο Σελίµ Φούσκης πήγε στη φάµπρικα,  µαζί µ’ ένα άλλο Κρητότουρκο, χωρίς να το πει στους άνδρες του, καθ’ όσον θα κατακοµµάτιαζαν τον Κριάρη. Ο Φούσκης   πλησιάζον απέναντι από τον Κριάρη εφώναξε: «Παλληκαρήσια καπετάν Κωνσταντή;» «παλληκαρήσια Σελίµ αγά» εφώναξε ο Κριάρης.

Ο Φούσκης επλησίασε και όταν είδε τραυµατία και αιµόφυρτο τον Κριάρη συγκινηµένος είπε: « Γιάντα καηµένε Κωνσταντή δεν επροσκύνησες και σύ; Ένα Σουλτάνο ήθελες να πολεµάς;». ο Κριάρης του απαντά. « έτσα µου ήτανε γραφτό Σελήµ αγά. Για τη πατρίδα µου επόλεµουνα».

Μόλις ο Κρητότουρκος που συνόδευε τον Κριάρη, άκουσε ποιος ήταν ο τραυµατίας σήκωσε το όπλο µε λύσσα να τον πυροβολήσει λέγων: «σκατόπιστε κι ως πόσα παλληκάρια έχεις φαοµένα». Αλλά ο Φούσκης τον έσπρωξε και του σήκωσε πάνω το όπλο λεγοντάς του: «όξω µουρτάτη (µαγαρισµένε) εδά θα δείξεις και συ την αντρειά σου;». Ο δε Κριάρης είπε στον Τούρκο: «χάρη  σου ‘χα γω µωρέ να µε σκοτώσεις οντεν ήµουνε  ζωντανός».

Ο Φούσκης διέταξε τους εργάτες και τοποθέτησαν τον Κριάρη πάνω εις ένα µουλάρι και από άλλο δρόµο, όχι τον κεντρικό τον οδήγησαν στη Κάνδανο και τον παρέδωσαν στον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή.

Οι Τουρκοσελινιώτες γιορτάζοντας την σύλληψη του Κριάρη έρριψαν χιλιάδες πυροβολισµούς στον αέρα. Ήταν 29 Ιανουαρίου 1869.

Στην  Κάνδανο,  άρχισαν να µαζεύονται οργισµένοι Κρητότουρκοι  να τον κοµµατιάσουν, στη συνέχεια, από τη στρατιωτική αρχή µε ασφάλεια µετεφέρθει στα Χανιά. Εις την πύλη των Χανίων – Καλέ Καπί,  τον ανάµεναν οι Κρητοτούρκοι, όπως ακριβώς τους αναφέρει ο ιστορικός  Β. Ψιλάκης, µε χλευασµούς, ειρωνείες, και του πετούσαν ότι πρόχειρο και βρωµερό είχαν στα σπίτια τους. Το αυτό είχαν πράξει και µε τους άλλους οπλαρχηγούς.

Τον παρουσίασαν αιµόφυρτο στον Χουσεΐν Αβνή Πασά ο οποίος τον ερώτησε γιατί δεν επροσκύνησε, και ο Κριάρης µε θάρρος απάντησε : «ήθελα να φύγω, δεν ήθελα να προσκυνήσω». Σε δεύτερη ερώτηση του Πασά : «ένα Σουλτάνο µωρέ ήθελες να πολεµήσεις;» απάντησε : «τιµή µου το ‘χα να πολεµώ ένα Σουλτάνο». Ο παρακαθήµενος  Κωστής  Φωτιάδης Μπέης του είπε: «µωρέ χοντροκέφαλε έκαµες εδά την Ένωση;» απάντησε : «ναίσκε την ένωση ήθελα να κάµω µα δε µου πέρασε».

Ο Κριάρης τους µίλησε µε αξιοπρέπεια και ετοιµότητα. Εξοργίσθει ο  Πασάς και τον έριξε στη φυλακή και έπαυσε και το Φούσκη από την έµµισθη  θέση του, επειδή δεν φόνευσε τον Κριάρη όταν τον συνέλαβε. Οι πρόξενοι τότε  τηλεγράφησαν στην Κωνσταντινούπολη και έσωσαν τον Κριάρη από την εκτέλεση.

Νοσηλεύτηκε  στις φυλακές του νοσοκοµείου  Χανίων από τον Γάλλο ιατρό Βωµ, επί εννέα µήνες και ο άριστος ιατρός τον πίεζε να του λέγει πόσους Τούρκους φόνευσε και όσους περισσότερους του έλεγε τόσο πιο πολύ τον περιποιόταν.   

Αφού εξήλθε από τις φυλακές πάλι µε µεσολάβηση των προξένων, εγκαταστάθει εις Αζωγυρέ, όπου ήλθε και η οικογένειά του από την Αθήνα, κατ’ απαίτηση των Τούρκων. Επειδή δεν µπορούσε να βλέπει τους Τουρκοσελινιώτες  και η περιουσία του είχε δηµευθεί, δραπέτευσε στην Αθήνα. 

Το 1873 πήγε στην Αθήνα ο Σελίµ Φούσκης, ασθενήσας από πονόµατον δια να θεραπευθεί. Φιλοξενούµενος από τον Κριάρη, διηγείτο τα σχετικά µε τη σύλληψη του από τον ίδιο, καθώς και τη νοσηλεία του στα Χανιά.

Ο Ι. Κονδυλάκης σε ανταπόκρισή του στην εφηµερίδα «Σκριπ» των Αθηνών, για την εκκένωση της Κανδάνου από τους Κρητότουρκους,  την 18 Μαρτίου 1897, γράφει: « ….. ελέγετο ότι µία χανούµισσα καταληφθείσα την τελευταίαν στιγµήν υπό ωδινών τοκετού, αφέθει εις την προστασίαν των αδελφών Κριάρη. Ήτο σύζυγος του Κανδανιώτου Φούσκη, όστις είχε σώσει κατά το τέλος της επαναστάσεως του 66, τον γέροντα Κριάρη» (όπως είπαµε ο Κριάρης το 1869 ήταν 72 ετών).   

Ο Κ. Κριάρης πέθανε στην Αθήνα στις 6  Ιουνίου 1884 σε ηλικία 88 ετών. Τιµώµενος απ’ όλους µε το βαθµό του Συνταγµατάρχου της Βασιλικής Φάλαγγας.

Οι ακολουθήσαντες αυτόν εις το σπήλαιο του Μουρντάρη, πλην των δύο φονευθέντων ατρόµητων παλληκαριών του, διεσώθησαν  οι :  Ιω. Καλογεράκης και  Ν. Βουράκης, αφού εκρύφθησαν εις ένα κούµαρο στη πλαγιά του όρους Αγ. ∆ίκαιος, ο Πολιός  Πωλιουδόβαρδας,, Παν. Πυροβολάκης, και Ν. Χαλακαταιβάκης, πέρασαν απαρατήρητοι από τον κλοιό και έφθασαν στην Κουντούρα και διεσώθησαν. ∆ιεσώθη  και  ο υιός του Γεώργιος. Τον Γεώργιο εφόνευσαν αργότερα οι Φουντουκάκηδες εν Βουβών και τον Π. Πωλιουδόβαρδα το 1897  οι Τζουτζούρηδες εκ Κακοδικίου.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα