Συχνά προσεύχοµαι στην ανωτέρα δύναµη και την παρακαλώ όσο θα είµαι στη ζωή ποτέ να µην µου φέρνει στη µνήµη, τα όσα έχω περάσει την κατοχή. Είναι τόσα πολλά που δεν τα χωρούνε ούτε οι τσέπες του παντελονιού µου. Όλα είναι ριζωµένα µέσα µου και οι πληγές τους παραµένουν αθεράπευτες. Τα χρόνια φεύγουν τόσο γρήγορα που δεν θα θεραπευθούν ποτέ και θα τις πάρω µαζί µου στην άλλη ζωή και ίσως εκεί γίνω καλά και γελάσουν τα χείλη µου. Αυτά και πολλά άλλα µας είπε χθες το βράδυ ο κύριος Μιχάλης στη γιορτή του που συναντηθήκαµε στο σπίτι του. Ο καλός µεζές και το καλό κρασί του ήτανε η αιτία να έρθουν πολλές αναµνήσεις στη σκέψη του από τα χρόνια της κατοχής.
Εκείνη που του έκανε µεγάλη εντύπωση και δεν συγκρατήθηκε να µας την πει ήτανε οι καφενέδες του χωριού του και περισσότερο το τεζιάκι τους. Επειδή στην παρέα ήτανε και νέοι (εγγόνια) και µόλις ακούσανε αυτή την άγνωστη ονοµασία ξαφνιαστήκανε και θέλανε να µάθουν τι ήτανε αυτό το τεζιάκι και τι εξυπηρετούσε.
Όπως γνωρίζω, είπε ο κ. Μιχάλης, σήµερα όλοι οι νέοι δεν ξέρουν πως ήτανε το καφενείο (ο καφενές της παλιάς εποχής) του χωριού που πηγαίνανε µόνο οι άνδρες για λίγες ώρες ύστερα από την πολλή εργασία που εκτελούσανε κάθε µέρα για να κάνουνε λίγη παρέα µεταξύ των και για να πιούνε καφέ ή ποτό ή να αγοράσουν τσιγάρα. Γι’ αυτό εγώ θα σας ενηµερώσω αφού το επιθυµείτε και τους είπε: Το καφενείο ήτανε ένα ισόγειο δωµάτιο µέτριων διαστάσεων µέσα στο χωριό. Εντός είχε αυτοσχέδια καθίσµατα για να κάθονται οι χωριανοί που πηγαίνανε και τραπέζια για να πίνουνε τα ποτά τους και για να παίζουν χαρτιά να περνούν την ώρα τους. Μέσα σε κάποιο µέρος είχε το τζάκι που το άναβε ο καφετζής για να ψήνει τους καφενέδες και τον χειµώνα για να ζεσταίνονται. Συνήθως µετά από την πόρτα, της εισόδου δεξιά ή αριστερά όπου ταίριαζε είχε το ξύλινο τεζιάκι (πάγκος) που στο επάνω µέρος τοποθετούσε τα µπουκάλια της ρακής, του κρασιού, τις κανελάδες, την κούτα µε τα λουκούµια κ.λπ. Στο µπροστινό επάνω µέρος είχε δυο συρτάρια που έβαζε µέσα την κούτα µε τα τσιγάρα, τον καφέ, τη ζάχαρη, τους µεζέδες για τα ποτά (στραγάλια, πασατέµπους, σταφίδες, φιστίκια, σύκα κ.λπ.). Υπόψιν ότι τα τσιγάρα ήτανε σε κούτα των 88 τεµαχίων και όποιος έκανε παραγγελία καφέ ή ποτού έλεγε στον καφετζή: κάνε τον καφέ σκέτο, ελαφρύ, µέτριο ή βαρύ γλυκό και δυο τσιγάρα. Το ίδιο και στα ποτά. Επίσης το βράδυ όταν φεύγανε παίρνανε και ανάλογα για την άλλη ηµέρα να τα έχουν για τη δουλειά τους. Τις Κυριακές και τις σχολες που καθότανε περισσότερες ώρες παίρνανε στο τραπέζι τους την τράπουλα, µολύβι και ένα χαρτόνι από άδεια κούτα για να γράφουν ποιος θα κερδίσει. Όταν δεν είχε καθίσµατα να καθίσουν πηγαίνανε όρθιοι στο τεζιάκι και πίνανε τα ποτά τους κερνώντας µε τη σειρά όλοι τους και όταν βγάζανε κέφι πάλι από την αρχή, οπότε στο τέλος αρχίζανε το τραγούδι τους. Τον χειµώνα όταν το τζάκι είχε πολλά κάρβουνα στην άκρη ψήνανε κάστανα και οφτές πατάτες για µεζέ. Όταν έκανε πολύ κρύο ο καφετζής έβαζε αναµµένα κάρβουνα σε παλιούς ντενεκέδες και τους έβαζε σε όλο το µαγαζί για να µην κρυώνουνε οι χωριανοί του.
Ακόµα µας είπε ότι µια χρονιά του χειµώνα που ήµουνα τριαντάρης είχα βρει πολλούς οµανίτες και πήγα τους µισούς στον καφετζή, επειδή την άλλη µέρα έβρεχε τους τηγάνισε η γυναίκα του και όλοι µαζί και ο καφετζής το στρώσαµε παρέα στο µέσον του καφενέ στο κρασί και πήγαµε αργά στα σπίτια µας.
Πρέπει ακόµα να σας πω και µία παλιά συνήθεια: ορισµένοι από αυτούς που καπνίζανε όταν παραγγέλνανε τον καφέ τους αγοράζανε και τρία τσιγάρα το ένα το ανάβανε για να το καπνίσουν µαζί µε τον καφέ και τα άλλα δύο τα βάζανε από ένα επάνω στον κάθε αυτί τους για µελλοντικά όταν θα πιούνε και ποτά. Επίσης και ο φωτισµός του καφενείου ήτανε από τον λύχνο και από τη λάµπα πετρελαίου. Μετά από χρόνια που βγήκανε τα λουξ τέρµα ο λύχνος και η λάµπα. Το ίδιο όταν βγήκε η ξυλόσοµπα για την ζεστασιά τους, το τζάκι ήτανε µόνο για το ψήσιµο του καφέ.
Μετά από τόσα πολλά που µας είπε ο κ. Μιχάλης έφθασε η ώρα να φύγουµε αφού τον ευχαριστήσαµε για την περιποίηση και για την ενηµέρωση για το τεζιάκι. Τέλος, σήµερα ο καφενές µε το τεζιάκι του και µε όλα που είχε µέσα αποτελούν παρελθόν. Όλοι οι νέοι έχουν για όλα πλήρη άγνοια και ο λόγος που τα αναφέραµε είναι να γνωρίσουν το πώς ζήσανε οι πρόγονοί τους και να τους σέβονται εν ζωή και όταν θα φύγουν γιατί αυτοί είναι η αιτία που ζούνε σήµερα µε όλα που τους έφερε η νέα εξέλιξη και τα απολαµβάνουν µε ικανοποίηση για όσα τους προσφέρει.
Γράφει όπως τα θυµάται ο Γιάννης Τσακπίνης, απόστρατος Αξιωµατικός