Καρδιά δίχως χτύπο. Μέρα δίχως φως. Ζωή χωρίς ανάσα.
Να με τι έμοιαζε τις τελευταίες μέρες ο χρόνος που περνούσε.
Στους δρόμους της πόλης η αχλή του κόσμου, σα να έρχονταν από μακριά, απ’ το άπειρο.
Κι άξαφνα ένας εκκωφαντικός ήχος, πιστολιά στον αέρα, έδωσε κίνηση σε όλα. Τα περιστέρια της πλατείας πέταξαν αλαφιασμένα στον ουρανό, σχηματίζοντας μια γκρίζα ομπρέλα στο θόλο. Η σειρήνα του ασθενοφόρου άρχισε με μια στριγκλιά να ηχεί. Ο κόσμος παραμέριζε πιάνοντας την κουβέντα ανυποψίαστος, κι όλος περιέργεια σαν τι να συνέβαινε.
Κι ένας άγγελος νεόφυτος με κάτασπρες φτερούγες αιωρούνταν με κατεύθυνση το βασίλειο των ουρανών. Ήταν το θύμα. Αυτός ο οποίος έδωσε κίνηση ξανά σ’ όλα. Που μας έκανε να αναρωτιόμαστε, πώς μπορεί να υπάρχει αυτή η ζωώδη κακία στον κόσμο. Αυτή που αφαιρεί ζωές για το τίποτα και δε μετανοεί.
Κι όλα αρχίζουν να δουλεύουν, σαν μετά από ένα καλό κούρδισμα. Να ξυπνούν συνειδήσεις και ψυχές.
Όσο για το θύμα, αυτός θα μείνει στη μνήμη, σαν ένας ήρωας ο οποίος θυσιάστηκε στο βωμό, για να ξανάρθει η ζωντάνια κι η συνειδητότητα στον κόσμο.