To πρώτο κυριλλικό τυπογραφείο στη νοτιοανατολική Ευρώπη και το πρώτο κρατικό τυπογραφείο στον κόσμο, το οποίο ιδρύθηκε στο Τσέτιγνε (στην Κετίγνη) στο Μαυροβούνιο στα τέλη του 15ου αιώνα, αποτελούσε ένα ξεχωριστό πολιτιστικό φαινόμενο στα Βαλκάνια του Μεσαίωνα. Το τυπογραφείο αυτό είναι γνωστό ως πρώτο κυριλλικό τυπογραφείο των Νότιων Σλάβων. Επίσης ως πρώτο κρατικό τυπογραφείο στον κόσμο.
Εξαιτίας των τουρκικών στρατιωτικών πιέσεων ο ηγεμόνας της Ζέτας, o Ιβάν Τσρνόγεβιτς, μετακίνησε την πρωτεύουσα από τη Ζάμπλιακ Τσρνογεβίτσα στους πρόποδες του Ορους Λόβτσεν. Ετσι, ίδρυσε την Κετίγνη, το 1482, χτίζοντας εκεί το παλάτι του και δύο χρόνια αργότερα το μοναστήρι της Παναγίας. Το μοναστήρι έγινε η κατοικία του μητροπολίτη της Ζέτας. Η Κετίγνη θα εξελιχθεί σε κέντρο κοσμικής και πνευματικής ζωής, ενώ εκεί θα ιδρυθεί το πρώτο τυπογραφείο των Nοτίων Σλάβων.
Ούτε σαράντα χρόνια δεν πέρασαν από τότε που ο Γουτεμβέργιος (το 1455), ο εφευρέτης της τυπογραφικής τέχνης, έχει τυπώσει το πρώτο μεγάλο έργο (τη Βίβλο) και στο Μαυροβούνιο έχει εμφανιστεί το πρώτο Τυπογραφείο.
Στις αρχές του 1493, στο μέρος γνωστό ως Ομποντ ξεκίνησε τη λειτουργία του το τυπογραφείο της δυναστείας των Τσρνόγεβιτς, στο οποίο τυπώνονταν τα πρώτα βιβλία γραμμένα με κυριλλική γραφή, τα οποία εξασφάλισαν στον πληθυσμό της περιοχής το status του πιο μορφωμένου, επίσης του πιο διαφωτισμένου έθνους της Ευρώπης εκείνης της εποχής. Με τον τρόπο αυτό, το Ομποντ, μια μικρή πόλη στο Μαυροβούνιο, ήταν εφοδιασμένο με τυπογραφείο πριν από τις υπόλοιπες πρωτεύουσες της Ευρώπης, αλλά και του κόσμου, με την εξαίρεση της Ρώμης ( το 1467), του Παρισιού (το 1470) και της Βούδας (το 1473).
Η ύπαρξη του τυπογραφείου στο τελευταίο ελεύθερο κράτος στα Βαλκάνια, το οποίο αντιστάθηκε στην εισβολή των Τούρκων, η εκτύπωση των ορθόδοξων ιερατικών βιβλίων, όπως και η διανομή τους στα μέρη της περιοχής, αναδείκνυε την τάση για διαφύλαξη της εθνικής, αλλά και της θρησκευτικής συνείδησης των σκλαβωμένων λαών της περιοχής.
Εχοντας υπόψη την έλλειψη επαρκών στοιχείων δεν είναι εφικτό να διευκρινιστεί η ακριβής ημερομηνία της αγοράς του τυπογραφείου στο Όμποντ. Είναι σίγουρο, όμως, ότι το συμβάν αυτό δεν έγινε πριν το 1483. Την πιο ασφαλή πηγή παρουσιάζει η λαογραφία του Μαυροβουνίου, με την οποία είναι σύμφωνες και οι αναφορές ορισμένων διακεκριμένων επιστημόνων. Έτσι, ο περίφημος Ρώσος ο Πάβλε Ροβίνσκι, ο οποίος διέμενε για ένα μεγάλο διάστημα στο Μαυροβούνιο, αφήνοντας ανεξίτηλα τα ίχνη του στον πολιτισμό της χώρας, έχει δημοσιεύσει με την ευκαιρία των 400 χρόνων από την ίδρυση του τυπογραφείου της Κετίγνης, ένα ογκώδες κείμενο, στο οποίο αναφέρει την ύπαρξη του τυπογραφείου στο Όμποντ της Κετίγνης.
Ο τότε ηγεμόνας του Μαυροβουνίου, ο Τζούρατζ Τσρνόγεβιτς, το 1492 αγοράζει στη Βενετία το πρώτο πιεστήριο με τα κινούμενα γράμματα και ξεκινά να εκτυπώνει τα ιερατικά λειτουργικά βιβλία. Το πρώτο βιβλίο που έχει εκτυπωθεί στο τυπογραφείο αυτό, στις 4 Ιανουαρίου το 1494, κατόπιν επίπονης προεργασίας, είχε το όνομα Οκτώηχος. Το τυπογραφείο λειτουργούσε υπό την επιμέλεια του ιερομόναχου Μακαρίου, όσο με το στόλισμα των βιβλίων ασχολούνταν εφτά μοναχοί.
Κατόπιν γάμου του Τζούρατζ Τσρνόγεβιτς με την Ελισάβετ Ερρίκο, ο ίδιος είχε πλέον τη δυνατότητα να στείλει τους ανθρώπους του στη Βενετία. Εκεί η αποστολή του ηγεμόνα του Μαυροβουνίου γνωρίζει τις βάσεις της τυπογραφίας, την τέχνη της εκτύπωσης, αγοράζει το πιεστήριο, τα αναγκαία εργαλεία, όπως και μεγάλες ποσότητες του χαρτιού, που τότε δεν υπήρχαν στο Cattaro. Η προετοιμασίες εξελίσσονταν κατά τη διάρκεια των ετών 1491 και 1492. Το περίεργο ήταν ότι τα μολυβδαίνια γράμματα, οι κινούμενες μήτρες για αρχικά γράμματα και για γραφική διακόσμηση και εικόνες, κατασκευάζονταν στο Μαυροβούνιο!
Παρακλητική ή Οκτώηχος είναι το βιβλίο που περιέχει τους ύμνους για τους Εσπερινούς και τους Όρθρους κάθε ημέρας της εβδομάδας στους οκτώ ήχους της εκκλησιαστικής μουσικής. Κάθε ήχος καλύπτει μια εβδομάδα ολόκληρη, η Παρακλητική καλύπτει οκτώ (8) εβδομάδες, μετά τις οποίες επαναλαμβάνεται από την αρχή. Η Παρακλητική χρησιμοποιείται παράλληλα με τα Μηναία. Εκτός της Παρακλητικής, που λέγεται Οκτώηχος η μεγάλη, υπάρχει και η απλή Οκτώηχος, που περιέχει μόνο τους ύμνους των Κυριακών. Η εκτύπωση του βιβλίου αυτού ολοκληρώθηκε στις 4/1/1493. Διαφυλάχθηκαν πάνω από 10 δείγματα του βιβλίου (269 σελίδες το καθένα). Παρατηρούνται όμως οι διαφορές σε δείγματα, το γεγονός που μας καθοδηγεί στο συμπέρασμα ότι η διόρθωση γινόταν κατά τη διάρκεια της εκτύπωσης.
Δεύτερο βιβλίο τυπωμένο στο τυπογραφείο του Όμποντ είναι η Οκτώηχος απλή, την ίδια χρονιά σαν το πρώτο. Το τρίτο βιβλίο είναι το Ψαλτήρι, που, όπως αναγράφεται στην τελευταία σελίδα του, έχει τυπωθεί στις 22 Σεπτεμβρίου του 1495. Και το τέταρτο βιβλίο εκκλησιαστικού περιεχομένου τυπώθηκε τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο το 1495. Το πέμπτο και το τελευταίο βιβλίο που συνίστατο από τέσσερα ευαγγέλια τυπώθηκε προς το τέλος του 1495 ή το 1496, από το οποίο, όμως δε σώζεται ούτε ένα δείγμα. Και τα πέντε βιβλία τυπώθηκαν υπό την επιμέλεια του ιερομονάχου Μακάριου.
Έχοντας αντιμετωπίσει την εισβολή των Τούρκων, ο Τζούρατζ Τσρνόγεβιτς αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Μαυροβούνιο και να ξεφύγει στην Ιταλία, από την οποία ποτέ δεν γύρισε. Μαζί του έφυγε και ο Μακάριος και το τυπογραφείο σταμάτησε τη λειτουργιά του. Ο Μακάριος το 1508 εμφανίζεται στη Βλαχία στην οποία συνεχίζει τη δράση του. Έτσι ήταν ο πρώτος που έφερε την τέχνη της τυπογραφίας στη Ρουμανία όπου εξέδιδε τα βιβλία για ανάγκες τοπικού πληθυσμού. Μετά το 1512, ο ίδιος δεν εμφανίζεται πλέον ως τυπωτής, αλλά ως ο Μητροπολίτης της Ουγγρο-Βλαχίας. Σχετικά με τη γνώμη των ορισμένων επιστημόνων τη ζωή του ολοκλήρωσε στη Μονή Χιλανδαρίου μετά το 1528 ή το 1541. Σώζονται ορισμένα έγγραφα του ξεχωριστής ιστορικής αξίας, μεταξύ των οποίων είναι και ένα έγγραφο με πληροφορίες σε σχέση με τη γεωγραφία.
Παρά τους ισχυρισμούς των συγκεκριμένων επιστημόνων ότι το αναφερόμενο τυπογραφείο ήταν το πρώτο κρατικό τυπογραφείο στον κόσμο, παραμένουμε στο γεγονός ότι ο χαρακτήρας του ήταν περισσότερο τύπος ενός τυπογραφείου που ιδρύονταν στα μοναστήρια υπό την αιγίδα των διακεκριμένων προσωπικοτήτων.
Έχοντας υπόψη τη σημασία και την εμβέλεια του έργου των Τσρνόγεβιτς, οι ίδιοι ξεχωρίζονται ως μεγάλες προσωπικότητες του Μαυροβουνίου.
Παρά το γεγονός ότι την εποχή εκείνη το κράτος των Τσρνόγεβιτς σταδιακά έχανε το κύρος του, το τυπογραφείο τους αντιπροσώπευε την ακμή της σερβικής μεσαιωνικής πολιτιστικής ανάπτυξης, του οποίου το ξεκίνημα εμπόδισαν οι τουρκικές εισβολές στην περιοχή.
Η ταχεία πρόοδος της Κετίγνης υπό τη δυναστεία των Τσρνόγεβιτς διακόπηκε στα τέλη του 15ου αιώνα, όταν η περιοχή πέρασε στον έλεγχο των Τούρκων. Στους επόμενους δύο αιώνες η πόλη παρέμεινε στάσιμη, ενώ ήταν πεδίο αντιπαραθέσεων Τούρκων και Ενετών. Εξαιτίας των επιθέσεων, κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, το παλάτι και το μοναστήρι καταστράφηκαν. Το 1697 η Κετίγνη ξεκίνησε να ακμάζει ξανά όταν πέρασε υπό την κυριαρχία των Πέτροβιτς και του ιδρυτή της δυναστείας τους, τον Μητροπολίτη Ντανίλο Α’ Πέτροβιτς – Νιέγκος. Εξαιτίας των απελευθερωτικών πολέμων και των μετέπειτα σχετιζόμενων ενεργειών, ο Ντανίλο και οι διάδοχοί του δεν αφιέρωσαν αρκετό χρόνο για την ανοικοδόμηση της Κετίγνης. Ωστόσο, με την άνοδο στην εξουσία του Πέταρ Β’ Πέτροβιτς – Νιέγκος σημειώθηκε σημαντική πρόοδος. Χτίστηκαν νέα κτήρια και η πόλη έγινε ένα κύριο αστικό κέντρο της περιοχής.
Η ανεξαρτησία του Μαυροβουνίου αναγνωρίστηκε διεθνώς στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878 και πλέον η Κετίγνη γινόταν επίσημα πρωτεύουσά του.
Πολλά σύγχρονα κτήρια ανοικοδομήθηκαν για ξένα προξενεία για τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων με διάφορες χώρες της Ευρώπης. Τα κτήρια του Γαλλικού, Ρωσικού, Βρετανικού, Ιταλικού και Αυστροουγγρικού προξενείου θεωρούνται ως τα πιο όμορφα από αυτά. Το προξενείο της Ελλάδας άνοιξε το 1881 με πρώτο πρόξενο τον Αλέξανδρο Λογοθέτη.
Η Κετίγνη σημείωσε μεγάλη πρόοδο στα χρόνια του Πρίγκιπα Νικόλα Α’ Πέτροβιτς όταν χτίστηκαν πολυάριθμα δημόσια κτήρια. Εγκαινιάστηκε, επίσης, το πρώτο ξενοδοχείο και το νοσοκομείο. Το Μαυροβούνιο θα ανακηρυχθεί ως βασίλειο το 1910, κάτι που είχε μεγάλη επίδραση στην ανάπτυξη της Κετίγνης.
Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, όταν το 1496 ο Τζούρατζ Τρνόγεβιτς ήταν αναγκασμένος να εγκαταλείψει την Κετίγνη, σταμάτησε τη λειτουργία του το Τυπογραφείο στο Όμποντ. Την παράδοση αυτή συνέχισαν όμως οι Μαυροβούνιοι σε άλλα μέρη, κατ’ αρχάς στη Βενετία.
Ο Μποζίνταρ Βούκοβιτς Ποτνκορίτσανιν, μαζεύοντας τους καλύτερους τυπωτές του Μαυροβουνίου, τους μοναχούς, ιδρύει το τυπογραφείο στο οποίο τυπώνει 9 βιβλία με πολλαπλές εκδόσεις. Περήφανος για την καταγωγή του, με τη βαθιά συνείδηση των αναγκών του λαού του, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους διανοούμενους της μεσαιωνικής μας κουλτούρας. Μετά τον θάνατό του το έργο του συνεχίζει ο γιος του, ο Βιτσέντζο. Το τελευταίο βιβλίο το οποίο τυπώθηκε με τα κυριλλικά γράμματα ήταν το Ψαλτήρι, το 1638, τυπωμένο στη Βενετία στο τυπογραφείο “Γκιμανία”. Οι Μαυροβούνιοι ηγεμόνες από τη δυναστεία των Πέτροβιτς, έχοντας συνειδητοποιήσει τη σημασία του τυπογραφείου για την ανάπτυξη της εθνικής κουλτούρας, έκαναν προσπάθεια να ξανά ξεκινήσουν τη λειτουργία του τυπογραφείου των Τσρνόγεβιτς. Οι μητροπολίτες ο Βασίλειος το 1757 και ο Πέτρος Α’ πολλές φορές ζήτησαν τη βοήθεια από τη Ρωσία. Ομως μόλις με την άνοδο του Μητροπολίτη Πέτρου Β’, στα τέλη του 1833, οι Μαυροβούνιοι κατάφεραν να πάρουν το τυπογραφείο στη Ρωσία, αν και στο Κότορ (Cattaro), περίπου 30 χρόνια πριν το τυπογραφείο του Νιέγκος εμφανίστηκε το τυπογραφείο του Φραντσέσκο Ανδρεόλα. Πληρώνοντας το ποσό των 3.000 ρουβλιών, ο Νιέγκος στην Αγία Πετρούπολη αγοράζει το τυπογραφείο, το οποίο το 1834 φτάνει στο Μαυροβούνιο. Με τον τρόπο αυτό η Κετίγνη μετά από 340 χρόνια ξανά αποκτά το τυπογραφείο του. Μαζί του, ο Νιέγκος έφερε και τον τυπωτή Μιχαήλ, του οποίου τη θέση, κατόπιν του θανάτου του, παίρνει ο Ρώσος Ντόμιν. Μαζί του δούλευαν οι 2 Μαυροβούνιοι, ο Φίλιπ Τζουράσκοβιτς και ο Στέβο Στάνκοβ Πέτροβιτς. Το τυπογραφείο εξέδωσε 14 τίτλους.
Κατά τη διάρκεια της επίθεσης του Ομερ-πασά Λάτας έναντι του Μαυροβουνίου, ο ηγεμόνας Ντανίλο, στην έλλειψη του εφοδιασμού, εξέδωσε τη διαταγή να λιώσουν τα γράμματα του τυπογραφείου του Νιέγκος για να φτιαχτούν οι βίδες, λέγοντας: «Εάν θα υπάρχει το Μαυροβούνιο, θα υπάρχει και το τυπογραφείο». Τον λόγο του τον κράτησε! Με τη βοήθεια του Λιούμπα Νενάντοβιτς αγόρασε το τυπογραφείο από τη Βιέννη, το αναβάθμισε προσθέτοντας τον τεχνικό εξοπλισμό της εποχής. Από τότε, από το 1858-1860 δηλ. η τυπογραφία και η εκδοτική δραστηριότητα στο Μαυροβούνιο έχουν την ασταμάτητη ροή τους.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το τυπογραφείο λειτουργεί σαν κρατικό τυπογραφείο και από το 1952 σαν εκδοτική εταιρεία “Όμποντ”. Παρά τις φυσικές καταστροφές που υπέστη η εταιρεία αυτή, οι οποίες εμπόδισαν τη λειτουργία του (ο σεισμός το 1968 και η πυρκαγιά το 1979), το Τυπογραφείο έχει καταφέρει να συνεχίσει τη λειτουργία του αποτελώντας τους πρωτοπόρους της τυπογραφίας στο Μαυροβούνιο.
(πηγή Μπ. Σεκουλάρατς, “500 χρόνια από την ίδρυση του Τυπογραφείου στο Όμποντ”)
*Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου