Δυό γνωστά μου παλικάρια
που σκαλίζανε τα χνάρια
των παλιώ των Κρητικώ,
σ’ τσι Μαδάρες ανεβήκαν
και παλιό μιτάτο βρήκαν
συγγενώ και εδικώ.
Χρόνια εγκαταλειμένο
κι από όλους ξεχασμένο
πάνω στα ψηλά βουνά,
κούμος έχει μείνει μόνο
άθικτος από το χρόνο
που οπίσω δεν γυρνά.
Πυρομάχια που ‘χουν πέσει
με χαλίκια ως τη μέση
πεταμέν’ απ’ τον βοριά,
που φυσάει στη Μαδάρα
και σκορπά την κατσιφάρα
σαν απλώνεται βαριά.
Μέσα στου βουνού μια τρύπα
ώριμο τυράκι βρήκαν
αφημέν’ από παλιά,
που περίμενε για χρόνια
πότε θα ‘ρθουν τα εγγόνια
που χ’ αφήσ’ η φαμελιά.
Με συγκίνηση το παίρνουν
και στο δρόμο ξαναμπαίνουν
το γνωστό του γυρισμού
κι έρχονται στο μεροδούλι
με γεμάτο το σακούλι
και δοκίμασαν ομού.
Τους προγόνους θυμηθήκαν
μόλις λίγο εγευθήκαν
κι ιστορίες αρχινούν,
για παλιά ξεπερασμένα
έθιμα που ‘ναι χαμένα
και τους κάνουν να πονούν.