Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Το τουρκικό αίτημα για αποστρατικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και τα κίνητρα πίσω από αυτό

Το τελευταίο διάστημα γίνεται συχνά λόγος για το καθεστώς αποστρατικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, με αφορμή δύο επιστολές που έστειλε τον περασμένο Οκτώβριο στον ΟΗΕ ο μόνιμος εκπρόσωπος της Τουρκίας Φεριντούν Σινιρλίογλου, αλλά και τις σχετικές δηλώσεις που έκανε πρόσφατα ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου.

H απόπειρα της Τουρκίας να συνδέσει το καθεστώς αποστρατικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου με το καθεστώς κυριαρχίας τους δεν αποτελεί κάτι νέο, καθώς είναι σαφές και γνωστό εδώ και χρόνια ότι η τουρκική πλευρά ανακινεί και θέτει διαρκώς νέα ζητήματα, με σκοπό να αναγκάσει την Ελλάδα να προσέλθει σε μια «συνολική διαπραγμάτευση», από την οποία η Άγκυρα πιστεύει ότι θα αποκομίσει υπολογίσιμα οφέλη.

Η ελληνική πλευρά οφείλει να αντιμετωπίσει αυτές τις προσπάθειες με προσοχή, καθώς το τουρκικό αίτημα για αποστρατικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου αποτελεί μια ευθεία και ιδιαίτερα σοβαρή απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, ενώ προβάλλει την Ελλάδα ως χώρα που δεν τηρεί τις διεθνείς συνθήκες, με σκοπό να ζημιώσει τη διεθνή εικόνα της, να της αποστερήσει την υποστήριξη τρίτων κρατών και να υποβαθμίσει τον έκνομο ή παράνομο χαρακτήρα των τουρκικών ενεργειών στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο.1 Κατά συνέπεια, θεωρώ πως καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να δεχτεί να συζητήσει ένα τέτοιο ζήτημα σε διμερή ή πολυμερή βάση, ενώ η παραπομπή του στη διαιτησία ενός διεθνούς οργάνου -όποιο κι αν είναι αυτό- δεν μπορεί παρά να έχει αρνητικές συνέπειες για τα ελληνικά συμφέροντα.

Παρά ταύτα, αξίζει να δούμε πως προέκυψε το θέμα αυτό, και κατά πόσο έχουν νομική βάση ή όχι οι τουρκικοί ισχυρισμοί:

Οι πρόνοιες της Συνθήκης της Λωζάνης και η επιλεκτική ερμηνεία τους

Σε αντίθεση με την ιδιοτελή και απλουστευτική προσέγγιση της Τουρκίας ότι «όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου είναι και οφείλουν να μείνουν αποστρατικοποιημένα», η αλήθεια είναι ότι το καθεστώς των νησιών δεν είναι ενιαίο, αλλά διέπεται από τρεις διαφορετικές συνθήκες, με βάση τις οποίες μπορεί να γίνει διαφοροποίηση των νησιών αυτών σε τουλάχιστον τρεις επιμέρους ομάδες. Η πρώτη συνθήκη στην οποία αναφέρονται περιορισμοί ως προς την στρατικοποίηση ορισμένων νησιών του ανατολικού Αιγαίου είναι η Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923), το Άρθρο 13 της οποίας ορίζει ότι «Προς εξασφάλισιν της ειρήνης, η Ελληνική Κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα: 1. Αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέγερσιν οχυρωματικού τινός έργου. 2. Θα απαγορευθεί εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν αεροπλοΐαν να υπερίπταται του εδάφους της ακτής της Ανατολίας. Αντιστοίχως, η Τουρκική Κυβέρνησις θα απαγορεύση εις την στρατιωτικήν αεροπλοΐαν αυτής να υπερίπταται των ρηθεισών νήσων. 3. Αι ελληνικαι στρατιωτικαί δυνάμεις εν ταις ειρημέναις νήσοις θα περιορισθώσι εις τον συνήθη αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζωνται επί τόπου, ως και εις δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφ’ ολοκλήρου του ελληνικού εδάφους υπάρχουσαν τοιαύτην».2

Πέρα από όσα αναφέρονται στις παραπάνω πρόνοιες, ιδιαίτερη σημασία έχουν και όσα δεν αναφέρονται. Για παράδειγμα, οι παραπάνω διατάξεις αναφέρουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να εγκαταστήσει ναυτικές βάσεις ή μόνιμα οχυρωματικά έργα στα παραπάνω νησιά, αλλά δεν προβλέπονται περιορισμοί ως προς αεροπορικές βάσεις ή άλλες εγκαταστάσεις που διευκολύνουν το στρατιωτικό έργο, όπως σταθμοί παρακολούθησης, ραντάρ κ.ά.3 Επίσης σημαντικό είναι το ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν αφορούν όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου που αναγνωρίζονται ως ελληνικά, αλλά μόνο τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο και την Ικαρία (τα Δωδεκάνησα δεν ήταν μέρος της ελληνικής επικράτειας το 1923). Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κανένας περιορισμός αποστρατικοποίησης για γειτονικά νησιά όπως ο Άγιος Ευστράτιος, τα Ψαρά, οι Οινούσσες ή οι Φούρνοι, στα οποία η Ελλάδα μπορεί να εγκαταστήσει όσες δυνάμεις και εγκαταστάσεις θέλει χωρίς περιορισμό.

Κατά συνέπεια, είναι -ή θα έπρεπε να είναι- σαφές σε κάθε ενδιαφερόμενο ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν την μερική αποστρατικοποίηση ορισμένων νησιών του ανατολικού Αιγαίου, με σκοπό να διευκολύνουν την προσέγγιση των μέχρι πρότινος εμπόλεμων, εντάσσοντας μάλιστα στη σχετική ρύθμιση μια οιονεί ρήτρα αμοιβαιότητας (βλ. παράγραφο 2 περί μη υπέρπτησης σε παραμεθόριες περιοχές), την οποία φυσικά δεν επικαλείται και δεν τηρεί η γειτονική χώρα, καθώς οι παραβάσεις και παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου είναι καθημερινό φαινόμενο, ενώ αρκετά συχνές είναι και οι υπερπτήσεις πάνω από τα νησιά καθαυτά. Ως προς αυτό γεννάται αναπόφευκτα η απορία:

Στην αντίληψη των Τούρκων ιθυνόντων που επικαλούνται «τις διεθνείς συνθήκες», οι πρόνοιες που δεσμεύουν τη δική τους χώρα δεν οφείλουν να τηρούνται; Και αν αυτή είναι η ερμηνεία που δίνουν, με ποιο δικαίωμα ζητούν να συμμορφωθεί η ελληνική πλευρά σε ό,τι αρνούνται να τηρήσουν οι ίδιοι;

Στον βαθμό που ένα από τα δύο κράτη θέτει ζήτημα επανόδου στους περιορισμούς στρατικοποίησης της Λωζάνης, θα έπρεπε πέραν της αμοιβαιότητας να υπάρχει και αναλογικότητα. Την εποχή που συμφωνήθηκαν τα παραπάνω, στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου στάθμευαν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν άμεσα και εύκολα σε περίπτωση ανανέωσης των συγκρούσεων (παράλληλα με τη σχεδιασμένη επίθεση στην ανατολική Θράκη). Κατά συνέπεια, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου θεωρούνταν -και ήταν- μια δυνάμει απειλή για την Τουρκία, για αυτό και θεωρήθηκε σημαντικό να της δοθούν διαβεβαιώσεις ότι δεν θα χρησιμοποιούνταν εναντίον της.

Εκατό χρόνια αργότερα, η κατάσταση έχει μάλλον αντιστραφεί, καθώς η Τουρκία διατηρεί ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στα μικρασιατικά παράλια, τις οποίες ενισχύει διαρκώς.

Παράλληλα, αμφισβητεί τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στον αέρα και τη θάλασσα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις -όπως στο πλαίσιο της αποστρατικοποίησης και των λεγόμενων «Γκρίζων Ζωνών»- αμφισβητεί την ίδια την ελληνική κυριαρχία επί εδάφους. Κατά συνέπεια, αν έπρεπε να τεθεί ζήτημα αναθεώρησης ή επανόδου στους περιορισμούς στρατικοποίησης της Λωζάνης, η ελληνική πλευρά θα έπρεπε να ζητήσει την κατ’ αναλογικότητα θεσμοθέτηση αντίστοιχης αποστρατικοποίησης της απέναντι μικρασιατικής ακτής, σε βάθος ίσο με την απόσταση του δυτικότερου άκρου των παραπάνω νησιών από την ελληνοτουρκική μεθόριο (δηλαδή 60 χλμ) ή και παραπάνω.

ελληνοτουρκικόΗ Σύμβαση του Μοντρέ και η στρατικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης

Κρίνοντας από τη μετέπειτα στάση των συμβαλλόμενων, η Συνθήκη της Λωζάνης φαίνεται να διευθέτησε ικανοποιητικά τα εκκρεμή ζητήματα που προέκυψαν από χρόνια έντονων και διαρκών συγκρούσεων, πολιτικές μεταβολές και μετακινήσεις πληθυσμών. Γενικά ικανοποιημένη ήταν και η Άγκυρα, με μόνη διαφοροποίηση τη δυσαρέσκειά της για το δυσλειτουργικό καθεστώς ελέγχου που προέβλεπε η «Περί των Στενών» Σύμβαση της Λωζάνης.4 Θέλοντας να πιέσει για την αναθεώρησή του, στις αρχές της δεκαετίας του ’30 η Τουρκία άρχισε -κατά παράβαση των συμβατικών της δεσμεύσεων- να εξοπλίζει και οχυρώνει τα Στενά, ενώ παράλληλα επιδίωξε την εκ των υστέρων αναγνώριση του γεγονότος από τα άλλα συμβαλλόμενα κράτη.

Με δεδομένο ότι δεν υπήρχαν ιδιαίτερες διαφορές μεταξύ των δύο κρατών (οι οικονομικές διαφορές που είχαν προκύψει από την Ανταλλαγή Πληθυσμών διευθετήθηκαν με το Σύμφωνο της 10ης Ιουνίου 1930), η ελληνική πλευρά αποφάσισε να υποστηρίξει το τουρκικό αίτημα, υπό την επιφύλαξη ότι θα καταργούνταν και τα Άρθρα 4, 6 και 7 της Σύμβασης, τα οποία προέβλεπαν την πλήρη αποστρατικοποίηση των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, μεταξύ των οποίων η Λήμνος και η Σαμοθράκη.5 Η τουρκική ηγεσία συμφώνησε με το αίτημα αυτό, και σε επιστολή που έστειλε ο πρέσβης της Τουρκίας στην Αθήνα Ρουσέν Εσρέφ (Ruşen Eşref Unaydın) στον Ιωάννη Μεταξά στις 6 Μαΐου 1936 ανέφερε ότι «Κατ’ εντολήν της κυβερνήσεώς μου, είμαστε εξ ολοκλήρου σύμφωνοι όσον αφορά στη στρατικοποίηση των νησιών [Λήμνου και Σαμοθράκης] ταυτόχρονα με εκείνη των Στενών». Στη συνέχεια ο Έλληνας πρέσβης στην Άγκυρα Κωνσταντίνος Βατικιώτης συζήτησε το θέμα με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Τεβφίκ Ρουστού Αράς (Tevfik Rüştü Araş), ο οποίος δεσμεύτηκε πως η Ελλάδα δεν θα συναντούσε καμία αντίδραση από πλευράς της Τουρκίας και πως η πρώτη θα μπορούσε να οχυρώσει όχι μόνο τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, αλλά και τα άλλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου(!). 6

Σε συνέχεια των επαφών αυτών, τον Ιούνιο του 1936 συγκλήθηκε διεθνής διάσκεψη στο Μοντρέ (Montreux) της Ελβετίας, όπου συμφωνήθηκε η αναθεώρηση της Σύμβασης της Λωζάνης για τα Στενά και η υποκατάστασή της από τη Σύμβαση του Μοντρέ (20 Ιουλίου 1936).7 Με αυτήν καταργήθηκε η υποχρέωση αποστρατικοποίησης των Στενών και η Διεθνής Επιτροπή των Στενών, τα καθήκοντα της οποίας ανέλαβε εξ ολοκλήρου η Τουρκία. 8 Με δεδομένο ότι η τελευταία είχε ήδη εξοπλίσει τα ηπειρωτικά εδάφη της ζώνης των Στενών (στη Μικρά Ασία και τη Θράκη), με το πέρας της Διάσκεψης έσπευσε να οχυρώσει και τα κοντινά νησιά (δηλαδή τα νησιά της Προποντίδας, την Ίμβρο και την Τένεδο), ενώ η Ελλάδα οχύρωσε αντίστοιχα τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης που επικύρωσε τη Σύμβαση του Μοντρέ, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τεβφίκ Ρουστού Αράς (Tevfik Rüştü Araş) ανέφερε στις 31 Ιουλίου 1936 ότι «Με τη Σύμβαση του Μοντρέ αναθεωρείται και ο όρος της Σύμβασης της Λωζάνης του 1923 που προέβλεπε καθεστώς αποστρατικοποίησης για τα νησιά Λήμνο και Σαμοθράκη, τα οποία ανήκουν στη γείτονα και φίλη Ελλάδα, γεγονός που μας δίνει ιδιαίτερη ικανοποίηση».9

Πάνω από τρεις δεκαετίες αργότερα, και χωρίς ποτέ στο μεταξύ να έχει αμφισβητηθεί το δικαίωμα της Ελλάδας να στρατικοποιήσει τα δύο αυτά νησιά, το 1968 η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε στην Αθήνα για τις «απόπειρες στρατικοποίησης» της Λήμνου. Μη διαβλέποντας την τουρκική μεταστροφή, η ελληνική κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι στο νησί υπήρχαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις, επικαλούμενη τη Σύμβαση του Μοντρέ. Η τουρκική πλευρά ωστόσο απέρριψε την επίκληση αυτή, υποστηρίζοντας -σε αντίθεση με ότι η ίδια είχε δεχτεί 33 χρόνια νωρίτερα- ότι η Συνθήκη του Μοντρέ «είχε αποκλειστικό σκοπό την εξυπηρέτηση της ασφάλειας της Τουρκίας», και ότι εφόσον τα δύο ελληνικά νησιά δεν αναφέρονταν ρητά σε αυτή, η συνθήκη δεν αναθεώρησε τους περιορισμούς στρατικοποίησης νησιών εκτός της τουρκικής επικράτειας.10 Με άλλα λόγια, η Άγκυρα πλέον υποστήριζε -και υποστηρίζει- ότι για τα ελληνικά νησιά ισχύει το προηγούμενο καθεστώς αποστρατικοποίησης, όπως ορίστηκε από τη Σύμβαση της Λωζάνης.11

Τόσο η ελληνική πλευρά όσο και αρκετοί νομικοί και διεθνείς αναλυτές έχουν απορρίψει αυτή την ερμηνεία, καθώς το καθεστώς μιας κοινής γεωπολιτικά ζώνης (των Στενών) που τέμνει σύνορα δεν θα μπορούσε να καθορίζεται από διαφορετικές διεθνείς συνθήκες και οι αναθεωρήσεις να επηρεάζουν μόνο τη μία πλευρά των συνόρων.12 Άλλωστε οι όψιμες ενστάσεις της Τουρκίας έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το ίδιο το προοίμιο της Σύμβασης του Μοντρέ και με τις δηλώσεις του τότε υπουργού Εξωτερικών της, Τεβφίκ Ρουστού Αράς, οι οποίες κατά το Διεθνές Δίκαιο έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα.13 Με άλλα λόγια, οι υστερόβουλες απόπειρες της Άγκυρας να αμφισβητήσει το δικαίωμα της Ελλάδας να επανεξοπλίσει τη Λήμνο και της Σαμοθράκη δεν έχουν βάση στο Διεθνές Δίκαιο, κατ’ επέκταση η ελληνική πλευρά έχει το δικαίωμα να εγκαθιστά βάσεις και στρατιωτικές δυνάμεις στα νησιά αυτά όποτε και όπως κρίνει.

Η Συνθήκη των Παρισίων και η (απο)αποστρατικοποίηση των Δωδεκανήσων

Τα Δωδεκάνησα αποτελούν μια τρίτη επιμέρους «πτυχή» του όλου θέματος, καθώς δεν ήταν μέρος της ελληνικής επικράτειας ούτε το 1923, ούτε το 1936. Τα νησιά αυτά καταλήφθηκαν από την Ιταλία το 1912, κατά τη διάρκεια του Ιταλοτουρκικού Πολέμου (Σεπτέμβριος 1911-Οκτώβριος 1912). Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 συζητήθηκε για ένα διάστημα η απόδοσή τους στην Ελλάδα, αλλά τελικά αναγνωρίστηκαν ως κτήση της Ιταλίας με τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, οπότε και η Τουρκία παραιτήθηκε επίσημα από κάθε αξίωση επ’ αυτών (Άρθρα 15 και 16)14. Τα Δωδεκάνησα αποδόθηκαν στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Παρισίων (10 Φεβρουαρίου 1947), το Άρθρο 14 της οποίας ορίζει πως «Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρη κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου»,15 ενώ στη συνέχεια αναφέρει ότι «Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημέναι». 16 Την εποχή εκείνη η Τουρκία δήλωσε ικανοποιημένη για την απόδοση των νησιών στην Ελλάδα, την οποία έβλεπε ως πολύτιμη σύμμαχο απέναντι στις εχθρικές τότε διαθέσεις της Σοβιετικής Ένωσης.

Ωστόσο, από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 η Άγκυρα άρχισε να αμφισβητεί τη νομιμότητα της μεταβίβασης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, ισχυριζόμενη ότι η Συνθήκη των Παρισίων δεν τη δεσμεύει επειδή η Τουρκία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος σε αυτή.17 Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί, επειδή η Συνθήκη των Παρισίων -και κάθε άλλη διεθνής συνθήκη- ρυθμίζει αντικειμενικά καθεστώτα που έχουν καθολική ισχύ έναντι όλων των μελών της διεθνούς κοινότητας. Κατά συνέπεια, η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να σεβαστεί τις διατάξεις της συνθήκης που αναφέρονται στη μεταβίβαση της κυριαρχίας των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, ακόμα κι αν δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος.18 Αντιλαμβανόμενη ότι η θέση της ήταν νομικά αδύνατη και δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία επί των νησιών, επιχείρησε να συνδέσει την κυριαρχία με το καθεστώς αποστρατικοποίησης, ισχυριζόμενη πως αφού η Ελλάδα παραβιάζει την παράγραφο 2 του Άρθρου 14, «απονομιμοποιείται» από το να τα κατέχει.

Δυστυχώς για την Άγκυρα, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο με βάση το Διεθνές Δίκαιο, καθώς σύμφωνα με την αρχή pacta tertiis nec nocent nec prosunt οι συμφωνίες τρίτων δεν παράγουν νόμιμα οφέλη για μη συμβαλλόμενα μέρη.19 Στον βαθμό που έχει κάποια σημασία η πρόθεση των συμβαλλόμενων, η αποστρατικοποίηση των Δωδεκανήσων δεν προβλέφθηκε κατόπιν αιτήματος ή πίεσης της Τουρκίας -η οποία δεν συμμετείχε στη Διάσκεψη Ειρήνης- αλλά της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία επεδίωκε τον περιορισμό των δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής της στρατηγικής. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη διαμαρτυρία για «παραβίαση» του καθεστώτος αποστρατικοποίησης των νησιών έγινε από τη Σοβιετική Ένωση το 1950, λόγω της παρουσίας του αμερικανικού 6ου Στόλου στην περιοχή. Ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζωρτζ Μάρσαλ (George Marshall) είχε τότε δηλώσει πως «η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις της στα νησιά για να υπερασπίσει τα σύνορά της», δήλωση που ερμηνεύτηκε ως αμερικανική αναγνώριση του δικαιώματος της Ελλάδας να εξοπλίσει τα Δωδεκάνησα.20

Παραβλέποντας και παρερμηνεύοντας τη σοβιετική σκοπιμότητα, η Άγκυρα υποστηρίζει ότι η παράγραφος 2 του Άρθρου 14 της Συνθήκης των Παρισίων «συμπληρώνει» το καθεστώς αποστρατικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, εξυπηρετώντας μια λογική «εξισορρόπησης» των συμφερόντων της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Αιγαίο. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι όχι μόνο υστερόβουλοι, αλλά και ανιστόρητοι και ελάχιστα πειστικοί, καθώς η Σοβιετική Ένωση δεν είχε κανένα λόγο να επιδιώκει τη «διατήρηση ισορροπιών» μεταξύ δύο χωρών που θα εντάσσονταν στο αμυντικό σύστημα της Δύσης. Αντιθέτως, η Μόσχα είχε κάθε λόγο να είναι αρνητική προς την Τουρκία, λόγω του ότι η τελευταία είχε απορρίψει τους -ομολογουμένως σκληρούς- όρους της για ανανέωση του Συμφώνου Φιλίας του 1925.21 Κατά συνέπεια, τα τουρκικά επιχειρήματα για «διατήρηση των ισορροπιών» στην περιοχή δεν έχουν σχέση με τις πολιτικές ή ιστορικές πραγματικότητες της εποχής, αλλά δείχνουν πως και πόσο η Άγκυρα μπορεί να απομακρυνθεί από το Διεθνές Δίκαιο και την ιστορική πραγματικότητα προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς της.

Η τουρκική απειλή και το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας

ελληνοτουρκικόΥπό το φως των παραπάνω, θα πρέπει να γίνει σαφές ακόμα και στον πιο καλόπιστο παρατηρητή ότι η Τουρκία δεν στηρίζει την πολιτική ή τα επιχειρήματά της στο Διεθνές Δίκαιο και τη διεθνή πρακτική, αλλά τα παρερμηνεύει κατά περίπτωση για να αμφισβητήσει το υφιστάμενο καθεστώς και να πιέσει για την αναθεώρησή του, με σκοπό να αποκτήσει ανταλλάγματα, ερείσματα ή δικαιώματα σε περιοχές και πεδία όπου το Διεθνές Δίκαιο δεν το προβλέπει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Άγκυρα φαίνεται να επιδιώκει τη δημιουργία μίας «ζώνης ασφαλείας» μεταξύ της επικράτειας της και της ηπειρωτικής Ελλάδας, η οποία θα επέτρεπε στην Τουρκία να εξυπηρετεί αποτελεσματικά τα οικονομικά και πολιτικά της συμφέροντα στην περιοχή σε καιρό ειρήνης, ενώ παράλληλα θα περιόριζε σημαντικά την ικανότητα της Ελλάδας να αμυνθεί ή να αντεπιτεθεί σε περίπτωση πολέμου.22 Γνωρίζουμε πλέον με βεβαιότητα ότι η Άγκυρα απεργάζεται σενάρια αυτού του είδους ήδη από το 1956, όταν η πολιτική και στρατιωτική της ηγεσία σχεδίαζε να καταλάβει αιφνιδιαστικά τη Χίο, προκειμένου να εκβιάσει λύση της αρεσκείας της στο Κυπριακό. 23

Η δημοσιοποίηση αυτών των σχεδίων στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ώθησε την Ελλάδα να επανεξετάσει την εφαρμογή κάποιων συμβατικών της δεσμεύσεων στο ανατολικό Αιγαίο, χωρίς ωστόσο να επιθυμεί να αμφισβητήσει την ισχύ των διεθνών συνθηκών ή να επιδεινώσει τις ήδη δοκιμαζόμενες (από το Κυπριακό και τις απελάσεις του 1963) ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η Αθήνα άρχισε σταδιακά να ενισχύει τις στρατιωτικές δυνάμεις που ήταν εγκατεστημένες σε νησιά του ανατολικού Αιγαίου, και σε ορισμένες περιπτώσεις και τις εγκαταστάσεις όπου αυτές έδρευαν. Όταν η Άγκυρα αντιλήφθηκε και κατήγγειλε τις ενέργειες αυτές, η Αθήνα επικαλέστηκε το Άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο ορίζει ότι «Καμιά διάταξη αυτού του Χάρτη δε θα εμποδίζει το φυσικό δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής νόμιμης άμυνας, σε περίπτωση που ένα Μέλος των Ηνωμένων Εθνών δέχεται ένοπλη επίθεση».

Η τουρκική πλευρά αντέτεινε ότι για να ασκηθεί το δικαίωμα νόμιμης άμυνας που προβλέπει ο Χάρτης, θα πρέπει το αμυνόμενο κράτος να έχει δεχτεί ένοπλη επίθεση. Η Ελλάδα διαφωνεί με αυτή την ερμηνεία, υποστηρίζοντας ότι οι γεωγραφικές συνθήκες του Αιγαίου (δηλαδή η μεγάλη απόσταση των νησιών από την ηπειρωτική χώρα και η άμεση γειτoνίασή τους με τις τουρκικές ακτές) θα καθιστούσαν άνευ αντικειμένου τη λήψη μέτρων αν είχε ήδη εκδηλωθεί τουρκική επίθεση, καθώς η Τουρκία θα μπορούσε να καταλάβει τα νησιά σε μικρό χρονικό διάστημα -εφόσον δεν θα υπήρχαν ένοπλες δυνάμεις σε αυτά- και να δημιουργήσει τετελεσμένα. Προκειμένου να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη, η Ελλάδα οφείλει να λάβει μέτρα νόμιμης άμυνας αντίστοιχα της απειλής που αντιμετωπίζει πριν εκδηλωθεί η τουρκική επίθεση. 24

Η πλειονότητα των διεθνολόγων συμφωνεί με την ελληνική θέση, αναγνωρίζοντας στο υπό απειλή κράτος το δικαίωμα να προετοιμάζεται αμυντικά απέναντι σε μια επικείμενη ένοπλη επίθεση ακόμη και αν αυτή δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί (anticipatory self-defence). Υπό αυτή την έννοια, είναι τουλάχιστον οξύμωρο ότι το πιο ουσιαστικό επιχείρημα υπέρ της στρατικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου το προσφέρει η ίδια η Τουρκία, με το να επιμένει στην πολιτική της αμφισβήτησης και των προκλήσεων, αλλά και συγκεντρώνοντας υπολογίσιμες στρατιωτικές δυνάμεις στα μικρασιατικά παράλια απέναντι από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.

Η Άγκυρα ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα άρχισε πρώτη να εξοπλίζει τα νησιά και ότι η ίδια «αμύνεται», αλλά όπως αναφέραμε παραπάνω και τεκμαίρεται από αρκετά στρατιωτικά σχέδια της δεκαετίας του ’50, αυτό δεν είναι αληθές. Θέλοντας να αποτρέψει ή και προκαταλάβει τη στρατιωτική ενίσχυση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, λιγότερο από έναν χρόνο μετά την εισβολή στην Κύπρο, τον Απρίλιο του 1975 η Άγκυρα προχώρησε στη συγκρότηση της 4ης Στρατιάς με έδρα τη Σμύρνη, στην οποία υπάγονται δύο ταξιαρχίες πεζικού και δύο πυροβολικού, το μεγαλύτερο μέρος των τουρκικών ειδικών δυνάμεων και ο δεύτερος μεγαλύτερος αποβατικός στόλος στο ΝΑΤΟ (μετά τον αμερικάνικο). Παρά τις διαβεβαιώσεις τις Άγκυρας ότι η συγκρότηση της «Στρατιάς του Αιγαίου» είναι κατά βάση αμυντικό μέτρο, τόσο η σύνθεση της στρατιάς αυτής όσο και ο όγκος της (40 χιλιάδες μάχιμοι σε καιρό ειρήνης) και η θέση της (στα δυτικά της χώρας, απέναντι από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου) μαρτυρούν τον σκοπό της.25

ελληνοτουρκικόΤι πολιτική και ηθική βάση έχει η αποστρατικοποίηση σήμερα;

Παρότι η επίκληση του δικαιώματος της νόμιμης άμυνας εξυπηρετεί προς το παρόν τις ελληνικές θέσεις και ανάγκες, ορισμένοι αναλυτές έχουν υποστηρίξει ότι δεν εξυπηρετεί μακροπρόθεσμα τα ελληνικά συμφέροντα.26 Ο κυριότερος λόγος για αυτό είναι ότι το δικαίωμα νόμιμης άμυνας και η αναστολή της συμβατικής υποχρέωσης της αποστρατικοποίησης διαρκούν όσο διαρκεί και το αίτιό τους, δηλαδή η απειλή χρήσης βίας από άλλο κράτος. Κατ’ επέκταση, αν η τουρκική απειλή εκλείψει ή υποβαθμιστεί σημαντικά (πράγμα εξαιρετικά απίθανο), η ελληνική πλευρά οφείλει να τηρήσει στο ακέραιο τις συμβατικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει και να προχωρήσει στη -μερική τουλάχιστον- αποστρατικοποίηση της Λέσβου, της Χίου, της Σάμου και των Δωδεκανήσων.

Ως μόνιμη «λύση» στο πρόβλημα αυτό, ορισμένοι νομικοί και πολιτικοί αναλυτές έχουν προτείνει την επανεξέταση της σκοπιμότητας των διεθνών συνθηκών με βάση τη ρήτρα rebus sic stantibus, στο πλαίσιο της οποίας η Ελλάδα θα μπορούσε ισχυριστεί ότι οι πρόνοιες των Συνθηκών της Λωζάνης και των Παρισίων που αναφέρονται σε αποστρατικοποίηση θεσπίστηκαν για να εξυπηρετήσουν τις συνθήκες και ανάγκες εποχών που έχουν παρέλθει ή ανατραπεί ριζικά.27 Με δεδομένο ότι οι συνθήκες αυτές επιτέλεσαν τον στόχο τους -δηλαδή την εξασφάλιση της ειρήνης και την ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ γειτονικών κρατών- θα μπορούσαν οι διατάξεις περί αποστρατικοποίησης να απωλέσουν τη βάση εφαρμογής τους και οι συνθήκες να διατηρήσουν τη σημασία τους μόνο ως προς τον καθορισμό της κυριαρχίας επί των νησιών.28

Θεωρώντας δεδομένο ότι η Άγκυρα θα διαφωνήσει με αυτή την προσέγγιση, η όποια κίνηση ή πρωτοβουλία σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να μη δοθεί ή ενισχυθεί η εντύπωση ότι η Ελλάδα αμφισβητεί την ισχύ των διεθνών συνθηκών.

Στον βαθμό που μπορεί και πρέπει να τεθεί ένα ζήτημα σχετικό με την (απο)στρατικοποίηση, αυτό δεν είναι η ισχύς των συνθηκών (οι οποίες είναι και οφείλουν να γίνονται σεβαστές), αλλά η προβληματική φύση της αποστρατικοποίησης, καθώς αυτή δε λειτούργησε ως πράξη προστασίας των ειρημένων νησιών και δεν συνοδεύτηκε από ρήτρα αμοιβαιότητας, αλλά χρησιμοποιήθηκε και λειτούργησε ως μία ποινή σε βάρος της ελληνικής κυριαρχίας.29 Κατά συνέπεια, με δεδομένο ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτή προβλέφθηκε δεν υφίστανται -και για την ακρίβεια έχουν ανατραπεί- η Ελλάδα οφείλει σε κάποια ευνοϊκή συγκυρία να επιδιώξει την αναθεώρηση και πρακτική κατάργηση των σχετικών δεσμεύσεων, ώστε να μπορεί απόλυτα ελεύθερη και απερίσπαστη να προβεί στα μέτρα και αντίμετρα που κρίνει απαραίτητα για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την τουρκική απειλή.

1. Παράλληλα, μέσω της ανακίνησης του ζητήματος αυτού η Άγκυρα υποβαθμίζει τη στρατηγική σημασία του ελληνικού χώρου, καθώς ο χαρακτηρισμός των νησιών ως αποστρατικοποιημένα αποκλείει τη χρήση τους στο στρατιωτικό σχεδιασμό του ΝΑΤΟ. Χρήστος Ροζάκης, «Το διεθνές νομικό καθεστώς του Αιγαίου», Οι Eλληνοτουρκικές Σχέσεις 1923-1987, Γνώση, 1991, σ. 424.

2. Χαράλαμπος Ψωμιάδης, Η τελευταία φάση του Ανατολικού Ζητήματος, 2004, σ. 158.

3. Άγγελος Συρίγος, Τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, 2018, σ. 29.

4.Η Σύμβαση της Λωζάνης για τα Στενά καθιέρωσε τον ελεύθερο πλου στα Στενά τόσο για τα εμπορικά όσο και τα πολεμικά πλοία όλων των κρατών, περιορίζοντας την είσοδο πολεμικού στόλου οποιασδήποτε χώρας σε ποσοστό εκτοπίσματος μεγαλύτερο από αυτό που διέθετε η Σοβιετική Ένωση. Όρισε ελευθερία υπερπτήσεως για όλα τα αεροσκάφη, αλλά και την αποστρατικοποίηση τόσο της χερσαίας ζώνης των Στενών (εκατέρωθεν της Προποντίδας), όσο και των νήσων Ίμβρου, Τενέδου, Σαμοθράκης και Λήμνου. Την εξασφάλιση και επιτήρηση του καθεστώτος αυτού ανέλαβε η «Διεθνής Επιτροπή των Στενών» που λειτούργησε για 14 χρόνια (1923-1936) υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ). Για περισσότερα σχετικά με τη Σύμβαση αυτή και τη Σύμβαση του Μοντρέ (1936) που την αντικατέστησε βλ. Ιωάννης Νικολάου, Ο Διάπλους των Τουρκικών Στενών κατά τις Διεθνείς Συνθήκες και την Πρακτική, 1995, σ. 77-80.

5. Τα άρθρα αυτά όριζαν πως «Ουδέν οχυρωματικόν έργον, ουδεμία μόνιμος εγκατάτασις πυροβολικού […] ως και ουδεμία εγκατάστασις στρατιωτικής αεροναυτικής ή ναυτική βάσις δύνανται να υφίστανται εν ταις […] νήσοις. Ουδεμία ένοπλος δύναμις δύναται να σταθμεύη εν αυταίς, εκτός των προς διατήρησιν της τάξεως αναγκαιουσών δυνάμεων αστυνομίας και χωροφυλακής. […] Η Ελλάς δύναται να μεταφέρη τον στόλον της εντός των χωρικών υδάτων των ουδετεροποιούμενων ελληνικών νήσων, ουχί όμως και να χρησιμοποιή τα ύδατα ταύτα ως βάσιν επιχειρήσεων κατά της Τουρκίας ή διά ναυτικήν ή στρατιωτικήν συγκέντρωσιν προς τον σκοπόν τούτον». Άγγελος Συρίγος, ό.π., σ. 29.

6. Για περισσότερα βλ. Costas Economides, “Nouveaux elements concernant l’Île de Limnos: un problème totalement artificiel”, Revue Hellénique de Droit International, 1984, σ. 6-8.

7. Η πλήρης υποκατάσταση της Σύμβασης της Λωζάνης από αυτήν του Μοντρέ ορίστηκε στο προοίμιο της τελευταίας, όπου αναφερόταν πως τα συμβαλλόμενα μέρη «απεφάσισαν να υποκαταστήσωσιν την παρούσαν Σύμβασιν εις την Σύμβασιν την υπογραφείσα εν Λωζάννη τη 24η Ιουλίου 1923». Η υποκατάσταση αυτή είναι απόλυτα σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο, στη βάση της αρχής Lex posterior derogat priori (μεταγενέστερος νόμος καταργεί προγενέστερο που ρυθμίζει το ίδιο θέμα).

8. Τη Σύμβαση υπέγραψαν εξ ονόματος της Ελλάδας ο Νικόλαος Πολίτης, ειδικός απεσταλμένος της Ελλάδας στο Παρίσι και πρώην υπουργός Εξωτερικών, και ο Ραούλ Μπίμπικα Ροζέττι, μόνιμος απεσταλμένος της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών.

9. Ο Τούρκος υπουργός ανέφερε επίσης πως «Με την ευκαιρία αυτή, φαίνεται μια ακόμη φορά ένα από τα χαρακτηριστικά της νέας Τουρκίας: να ευχόμαστε για τους φίλους αυτό που ευχόμαστε και για μας και να απευχόμαστε για τους φίλους […] αυτό που εμείς θεωρούσαμε άδικο». Πρακτικά της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, τ. 12, Ιούλιος 31/1936, σ. 309.

10. Şule Kut, «Το Αιγαίο στην τουρκική εξωτερική πολιτική», Μύθος και Πραγματικότητα: ανάλυση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, Infoγνώμων, 2001, σ. 356 και Asim Gündüz, Limni Adası’nın Hukukî Statüsü Üzerinde Türk-Yunan Uyuşmazlığı, İstanbul 1985, σ. 12.

11. Hüseyin Pazarcı, “Has the Demilitarized Status of the Aegean Islands, as Determined by the Lausanne and Paris Treaties, Changed?”, Turkish Review Quarterly Digest, Vol. 1, No. 2, Winter 1985-1986, σ. 31.

12. Την ίδια στάση υιοθέτησε και ο νομικός σύμβουλος του ΝΑΤΟ B. Boyle όταν ερωτήθηκε σχετικά το 1977: «Η καλύτερη ερμηνεία είναι ότι η Σύμβαση της Λωζάνης [για τα Στενά] έχει αντικατασταθεί από τη Σύμβαση του Μοντρέ και δεν υπάρχει κανένας περιορισμός στην εθνική κυριαρχία της Ελλάδας και το [δικαίωμά της] να πράττει στη Λήμνο αυτό που θεωρεί πιο σωστό». Χρήστος Ροζάκης, ό.π., σ. 426 και 434-435.

13. Η τουρκική πλευρά απορρίπτει αυτό τον ισχυρισμό, θεωρώντας ότι η δήλωση του τότε υπουργού Εξωτερικών ήταν προϊόν ενθουσιασμού που στερείται περιεχομένου και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Ωστόσο, το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης έχει ορίσει με αφορμή την υπόθεση του νομικού καθεστώτος της ανατολικής Γροιλανδίας το 1931 ότι ο υπουργός Εξωτερικών μιας χώρας μπορεί να δεσμεύει τη χώρα του και προφορικά, χωρίς να χρειάζεται ειδική επ’ αυτού εξουσιοδότηση από την κυβέρνηση του. Το ζήτημα τέθηκε με αφορμή την προφορική διαβεβαίωση που έδωσε ο υπουργός Εξωτερικών της Νορβηγίας Ihlen στον Δανό πρέσβη στο Όσλο ότι η Νορβηγία δε θα εγείρει διεκδικήσεις στην ανατολική Γροιλανδία, διαβεβαίωση που κατά το Διαρκές Δικαστήριο δέσμευσε τη Νορβηγία στο ζήτημα αυτό, αναιρώντας κάθε μετέπειτα απόπειρα διεκδίκησης. Η αρχή αυτή επαναβεβαιώθηκε με τη Σύμβαση της Βιέννης το 1969. Εμμανουήλ Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο ΙΙΙ, 2005, σ. 11-12.

14. Χαράλαμπος Ψωμιάδης, ό.π., σ. 83.

15. Η διατύπωση αυτή κρίθηκε αόριστη από την ελληνική αντιπροσωπεία, η οποία ζήτησε να συμπεριληφθεί η απαρίθμηση των 14 κυριότερων νησιών του συμπλέγματος. Ως αποτέλεσμα, η αρχική διατύπωση συμπληρώθηκε με τη φράση «τας παρακάτω απαριθμούμενας, ήτοι Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λειψόν, Σύμη, Κω και Καστελλόριζον, ως και τας παρακείμενας νησίδας». Η αναφορά αυτή αποσκοπούσε στο να περιορίσει κάθε πιθανή παρερμηνεία ή ασάφεια σχετικά με το καθεστώς του συμπλέγματος, ενώ η ελληνική κυβέρνηση διευκρίνισε κατά την υπογραφή της συνθήκης ότι οι αναφερόμενες ως παρακείμενες νησίδες είναι αυτές που βρίσκονταν υπό ιταλική κυριαρχία κατά την αρχή του πολέμου το 1940. Λένα Διβάνη, Η Εδαφική Ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947), 2010, σ. 678-679 και 689.

16. Λ. Καλλιβρετάκης, Υπόμνημα περί των νησίδων Λιμνιά-Ίμια, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, 1996, σ. 16.

17. Τα συμβαλλόμενα μέρη στη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων ως προς την Ιταλία είναι αφενός η ίδια η Ιταλία και αφετέρου η Αλβανία, η Αιθιοπία, η Αυστραλία, το Βέλγιο, η Βραζιλία, η Γαλλία, η Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς, οι Κάτω Χώρες, η Δημοκρατία της Κίνας (σήμερα Ταϊβάν), η Σ.Σ.Δ. της Λευκορωσίας, η Νέα Ζηλανδία, η Νότια Αφρική, η Σ.Σ.Δ. της Ουκρανίας, η Πολωνία, η Σοβιετική Ένωση και η Τσεχοσλοβακία.

18. Για να γίνει αντιληπτό το παράλογο της τουρκικής θέσης, ας υποθέσουμε ότι η Ελλάδα υιοθετεί το τουρκικό «επιχείρημα» περί μη δεσμευτικότητας των συνθηκών στις οποίες δε συμμετείχε. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα θα μπορούσε να αμφισβητήσει το σύνολο των ασιατικών συνόρων της Τουρκίας (με τη Γεωργία, την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, το Ιράν, το Ιράκ και τη Συρία), καθώς η ίδια δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος στις συνθήκες που όρισαν τα σύνορα αυτά.

19. Ιδιαίτερα σημαντικό από αυτή την άποψη είναι το Άρθρο 89 της Συνθήκης των Παρισίων, το οποίο ορίζει πως «οι σύμμαχες και συνασπισμένες δυνάμεις δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα όφελος από τη Συνθήκη αν δεν την επικυρώσουν». Αν η Συνθήκη είναι τόσο αυστηρή απέναντι στα πιθανά οφέλη που θα μπορούσαν να έχουν οι σύμμαχες χώρες, σίγουρα δεν εννοεί πως μπορούν να ωφεληθούν κράτη που τήρησαν επαμφοτερίζουσα στάση κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η Τουρκία.

20. Μέσα σε λίγα χρόνια, τα καθεστώτα αποστρατικοποίησης έχασαν το λόγο ύπαρξής τους, ως ασύμβατα με τη συμμετοχή των οικείων χωρών σε αντίπαλους στρατιωτικούς συνασπισμούς. Στο πλαίσιο αυτό, έπαψε να εφαρμόζεται το καθεστώς αποστρατικοποίησης των ιταλικών νησιών Panteleria, Lampedusa, Lampione και Linosa (ΝΔ της Σικελίας), ενώ η Δυτική Γερμανία οργάνωσε και πάλι στρατό (Bundeswehr) και έγινε πλήρες μέλος του ΝΑΤΟ το 1955. Το αυτό ίσχυσε και για την άλλη πλευρά, καθώς αναιρέθηκαν -άλλοτε επίσημα, άλλοτε άτυπα- οι περιορισμοί και τα καθεστώτα αποστρατικοποίησης που προέβλεπαν οι Συνθήκες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου για την Ανατολική Γερμανία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία και τη Φιλανδία.

21. Το Μάρτιο του 1945 ο σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών Βιάτσεσλαφ Μολότωφ ενημέρωσε την τουρκική κυβέρνηση ότι δεν ήταν εφικτή η ανανέωση του τουρκοσοβιετικού Συμφώνου Φιλίας του 1925 χωρίς ανταλλάγματα, ενώ τον Ιούλιο του ίδιου έτους, έναν περίπου μήνα μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στην Ευρώπη, η Μόσχα έθεσε ζήτημα «επιστροφής» των άλλοτε ρωσικών επαρχιών Καρς, Άρτβιν και Αρνταχάν, ζητώντας παράλληλα να της επιτραπεί να έχει στρατιωτική παρουσία στα Στενά. Philip Robins, Στρατός και Διπλωματία, 2003, σ. 162.

22. Τα σενάρια αυτού του είδους ανήκουν στη σφαίρα του ελάχιστα πιθανού ή και απίθανου για μια συνηθισμένη ευρωπαϊκή χώρα, αλλά η γειτνίαση της χώρας μας με την Τουρκία -και δη η πολιτική που αυτή ακολουθεί από τη δεκαετία του 1970 και εξής- καθιστά τον εφησυχασμό μια πολυτέλεια που η Ελλάδα δεν μπορεί να απολαύσει.

23. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και για δέκα περίπου χρόνια τα στρατιωτικά σχέδια που προέβλεπαν κατάληψη ενός ή περισσότερων νησιών του ανατολικού Αιγαίου ήταν αρκετά δημοφιλή στις τουρκικές στρατιωτικές σχολές, αλλά από το 1967 και έπειτα ο «στόχος» μετατοπίστηκε στην Κύπρο, η οποία έγινε εύκολος στόχος μετά την απομάκρυνση της ελληνικής μεραρχίας (ΕΛΔΥΚ/Μ) από εκεί στα τέλη του 1967.

24. Ιδιαίτερη σημασία έχει και το ότι ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών έχει χαρακτήρα jus cogens, δηλαδή αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο με αυξημένη νομική ισχύ που δεν επιτρέπει την ύπαρξη κανόνων με περιεχόμενο αντίθετο από το δικό του, είτε αυτοί είναι προγενέστεροι είτε μεταγενέστεροι από αυτόν. Συγκεκριμένα, το Άρθρο 103 του Χάρτη ορίζει ότι «Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ των υποχρεώσεων των Κρατών Μελών των Ηνωμένων Εθνών σύμφωνα με τον παρόντα Χάρτη και των υποχρεώσεων τους που απορρέουν από άλλες διεθνείς συμφωνίες, οι υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τον παρόντα Χάρτη θα υπερισχύουν». Χρήστος Ροζάκης, ό.π., σ. 436.

25. Η περιοχή ευθύνης της 4ης Στρατιάς περιλαμβάνει τα μικρασιατικά παράλια από τα Στενά των Δαρδανελίων μέχρι την Αττάλεια, ενώ σε αυτήν υπάγεται και το 11ο Σώμα Στρατού, το οποίο εδρεύει στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο και αποτελείται από άλλες 40.000 άνδρες εκτός της τουρκικής επικράτειας.

26. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1945-1981, Εστία, 2008, σ. 256.

27. Η προσεκτική ανάγνωση κάποιων άρθρων για την αποστρατικοποίηση καταδεικνύει τον παρωχημένο χαρακτήρα των σχετικών ρυθμίσεων. Για παράδειγμα, το Άρθρο 6 της «Περί των Στενών» Σύμβασης της Λωζάνης αναφέρει ότι ο οπλισμός των αστυνομικών δυνάμεων «δέον να αποτελήται μόνον εκ του περιστρόφου, της σπάθης, του όπλου και τεσσάρων οπλοπολυβόλων ανά εκατό άνδρας». Άγγελος Συρίγος, ό.π., σ. 29.

28. Ορισμένοι πολιτικοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα ευνοείται και από τις διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις που υπογράφτηκαν έκτοτε, όπως ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών και το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, τα οποία έχουν αλλάξει σημαντικά τα νομικά και πολιτικά δεδομένα που ίσχυαν κατά την εποχή της υπογραφής των παραπάνω συνθηκών. Philippe Drakidis, “Le Statut de Démilitarisation de Certaines Îles Grecques”, Défense Nationale, 1983, σ. 79.

29. Σύμφωνα με τον διακεκριμένο νομικό Χ. Ροζάκη, καμία από τις διεθνείς αρχές που θα έπρεπε να διέπουν τις συνθήκες αυτές και θα συνέβαλαν στη λειτουργικότητά τους δεν εφαρμόστηκε, ενώ «η Ελλάδα αναγκάστηκε, υπό την πίεση των περιστάσεων, να προβεί σε υποχωρήσεις που οι δυνάμεις όρισαν, προκειμένου να απολαύσει την κυριαρχία εδαφών που ιστορικά της ανήκουν». Χρήστος Ροζάκης, «Το διεθνές νομικό καθεστώς του Αιγαίου», 1991, σ. 440-441.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

2 Comments

  1. Συγχαρητήρια,κ. Λιμαντζάκη! Ενημερώνετε τον αναγνώστη με πληρότητα και αντικειμενικότητα. Μέσα από τη χρονική ακολουθία των γεγονότων αναδύεται (πάλι!…) η αδυναμία της ελληνικής πλευράς να προλαμβάνει δυσάρεστες εξελίξεις. Τώρα, ως συνήθως, τρέχουμε!

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα