Μαζί με τον αδερφό του Χάρη έχουν “σφραγίσει” το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι και το άρωμα από τα “Ζεστά Ποτά” κρατάει ακόμα. Τραγούδια τους όπως το “Γέλα πουλί μου”, “Φάνης”, “Νύχτωσε Νύχτα”, “Μάρκος και Aννα”, “Μη γυρίσεις», “Η μοναξιά του σχοινοβάτη”, “Του έρωτα” εξακολουθούν να συγκινούν και να κερδίζουν το στοίχημα με τις νεότερες γενιές.
«Αυτό που πρέπει να έχει ένα καλό στιχάκι για να μπορεί να σταθεί, είναι να έχει γραφτεί από κάποιον που αφενός έχει το ταλέντο να γράψει στίχους και αφετέρου έχει επίγνωση, πότε κάτι που έγραψε είναι δημοσιεύσιμο και πότε όχι»
Ο Πάνος Κατσιμίχας δεν χρειάζεται συστάσεις. Αν και χωρίς τη σκηνική συντροφιά του Χάρη, τώρα και πολλά χρόνια, συνεχίζει κάθε καλοκαίρι να είναι πιστός στο ραντεβού του με το κοινό, περιοδεύοντας σε όλη την Ελλάδα και χαρίζοντάς μας στιγμές μουσικής μαγείας… Λίγες ημέρες πριν εμφανιστεί στα Χανιά, την Τετάρτη 26 Ιουνίου στο θέατρο της Ανατολικής Τάφρου, όπου θα μοιραστεί τη σκηνή μαζί με τους Βασίλη Καζούλη και Δημήτρη Καρρά, οι «Διαδρομές» μίλησαν με τον Πάνο Κατσιμίχα για το ελληνικό τραγούδι, τον στίχο, τη διαχρονική «αλλεργία» των δίδυμων αδερφών απέναντι στο life – style αλλά και το φιλότιμο που είναι ζητούμενο στην ελληνική πολιτική σκηνή…
Στα Χανιά θα σας δούμε μαζί με τον Βασίλη Καζούλη και τον Δημήτρη Καρρά. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Κάποιο βράδυ πριν δυο χρόνια, πήγα κατά τύχη σε ένα μαγαζί, όπου τραγουδούσε ο Βασίλης ο Καζούλης. Λέω «κατά τύχη» γιατί βρέθηκα εκεί σχεδόν αναγκαστικά, προσκεκλημένος στα γενέθλια ενός παλιού αγαπημένου μου φίλου …που επέμενε. Κατά περίεργο τρόπο, ενώ πήγα κακόκεφος, στο τέλος της βραδιάς, διαπίστωσα ότι είχα περάσει υπέροχα και η διάθεσή μου είχε εντελώς αλλάξει, ακούγοντας όλο το βράδυ τα φωτεινά, αθώα, ειλικρινή τραγούδια του «Μπίλη». Σκέφτηκα λοιπόν: «τι ωραία! “χειμωνιάτικος” εγώ, “καλοκαιρινός” ο Βασίλης, γιατί να μην τραγουδήσω μαζί του το καλοκαίρι που έρχεται;». Του το πρότεινα επί τόπου και κάναμε πέρσι το καλοκαίρι μια μικρή περιοδεία, όπου περάσαμε όχι μόνο εμείς πολύ καλά, αλλά και ο κόσμος που μας άκουσε. Φέτος, λοιπόν, με δική μου πρωτοβουλία, συνεχίζουμε μαζί το καλοκαίρι, αυτό που άρχισε πέρσι. Ο Δημήτρης ο Καρράς, είναι ένας νέος τραγουδοποιός και ερμηνευτής, που τον γνώρισα πηγαίνοντας να γράψω κάτι στο στούντιό του, το «Παζλ», στα Πατήσια και είναι μαζί μας, γιατί κατ’ αρχάς είναι ταλαντούχους και ακόμα περισσότερο, γιατί ταιριάζουν τα χνώτα μας και τον γουστάρω.
Μαζί με τον αδερφό σας Χάρη δημιουργώντας τον θρυλικό πια δίσκο «Ζεστά Ποτά» ανοίξατε τη δεκαετία του ’80 έναν καινούριο δρόμο στο ελληνικό τραγούδι. Ακολούθησαν τον δρόμο αυτό αρκετοί, καλοί τραγουδοποιοί. Σε αντίθεση με εκείνες τις εποχές σήμερα αισθάνομαι ότι επικρατεί μια «αμηχανία» στην ελληνική μουσική δημιουργία. Είναι έτσι; Κι αν ναι, τι λείπει;
Το τραγούδι, ήταν και θα είναι πάντα ο καθρέφτης της εποχής του. Αισθητικά, καλλιτεχνικά, κοινωνικά, πολιτικά, όπως και να το πάρεις, οι κοινωνίες κάθε εποχής, αναγνωρίζουν μέσα σε αυτόν τον καθρέφτη, τον εαυτό τους. Ομως μοιραία, οι εποχές και οι κοινωνίες αλλάζουν και έρχεται κάποια στιγμή, που ο καθρέφτης θαμπώνει, ξεθωριάζει και η κοινωνία δε μπορεί πια να δει μέσα του τον εαυτό της. Κάτι λείπει…
Τότε ακριβώς, είναι η στιγμή που πρέπει να εμφανιστεί η καλλιτεχνική προσωπικότητα, που αγνοώντας τα τετριμμένα και την πεπατημένη, θα εκφράσει με θάρρος και ευκρίνεια την εποχή της και θα φέρει την καινούρια γλώσσα, τις καινούριες φόρμες και την καινούρια αισθητική.
Ακούστε κάποια ονόματα. Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Θεοδωράκης Χατζιδάκις, η γενιά των Μικρούτσικου, Λοϊζου, Μαρκόπουλου, ο Μ. Ρασούλης και όσοι ακολούθησαν, είναι μια βαριά, αδιάρρηκτη αλυσίδα, που οι κρίκοι της, είναι αυτές οι μοναδικές καλλιτεχνικές προσωπικότητες. Καθένας από αυτούς, βοήθησε με τον τρόπο του, να αλλάξουν τα πράγματα, και μέσα από το έργο του, βοήθησε τις εποχές να προσδιορίσουν ξανά και ξανά τον καινούριο τους εαυτό.
Τέλος -και μόνον επειδή εσείς το αναφέρατε- αν η ιστορία αποφασίσει κάποτε, ότι τα «Ζεστά Ποτά» αποτελούν μέρος αυτής της «ιερής αλυσίδας», τότε σας ορκίζομαι, ότι εγώ κι ο Χάρης, θα μπορούσαμε να πεθάνουμε αύριο, ευτυχισμένοι.
Ακούγοντας τα τραγούδια σας παρατηρεί κανείς τη σημασία που δίνετε στον στίχο. Είναι φανερό ότι αποφεύγετε τις ευκολίες, αποφεύγετε στίχους «θολούς» και «δήθεν» που έχουν πολύ ταλαιπωρήσει το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Τι πρέπει να έχει κατά τη γνώμη σας ένα καλό στιχάκι για να μπορεί να σταθεί;
Εχω μέσα στα χρόνια διαβάσει εκατοντάδες άρθρα και έχουν γραφτεί δεκάδες αναλύσεις και πραγματείες, πάνω σε αυτό το ερώτημα. Δε σκοπεύω να φιλοσοφήσω άσκοπα, οπότε θα απαντήσω όσο γίνεται πιο απλά, με κίνδυνο ακόμα και να παρεξηγηθώ. Αυτό που πρέπει να έχει ένα καλό στιχάκι για να μπορεί να σταθεί, είναι να έχει γραφτεί από κάποιον που αφενός έχει το ταλέντο να γράψει στίχους και αφετέρου έχει επίγνωση, πότε κάτι που έγραψε είναι δημοσιεύσιμο και πότε όχι. Κι εδώ πιθανότατα μπορεί να προκύψει το ερώτημα: Mα …αυτό που λες περί ταλέντου, δεν είναι ρατσιστικό; Φυσικά και είναι, απαντώ, όμως κι εγώ θα ήθελα να μπορούσα να παίζω τη μπάλα που παίζει ο Μέσι, αλλά δεν έχω το ταλέντο του. Είμαι ρατσιστής εναντίον του εαυτού μου;
Σε όλη την καλλιτεχνική σας διαδρομή μείνατε μακριά από το παιχνίδι των δημοσίων σχέσεων. Σπάνια βγαίνατε στο «γυαλί» και πάντα μακριά από όλο αυτό το life – style που θέλει τους καλλιτέχνες να πουλάνε κουτσομπολιά από την προσωπική τους ζωή. Την «πληρώσατε» αυτή τη στάση σας ή σας βοήθησε να έχετε μια πιο ειλικρινή και ουσιαστική σχέση με το κοινό;
Τελικά, τόσα χρόνια μετά, αποδεικνύεται, ότι δικαίως ήμασταν υπερήφανοι για το είδος του κοινού που μας άκουγε και μας αγαπούσε. Υπήρξε μια ευτυχής συγκυρία. Από τη μία εμείς, που δε θέλαμε να παίξουμε το παιχνίδι των δημοσίων σχέσεων και της διαρκούς παρουσίας μας στο «γυαλί» και από την άλλη, οι άνθρωποι που άκουγαν και εκτιμούσαν τα τραγούδια μας. Το δικό μας κοινό, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την προσωπική μας ζωή, το life style και τα κουτσομπολιά. Μας αγαπούσαν και μας αγαπάνε ακόμα, παρότι μας έβλεπαν σπάνια στην τηλεόραση. Ηταν μια σχέση ειλικρινής, ουσιαστική και τίμια και είμαστε πάντα υπερήφανοι και ευτυχείς γι’ αυτό.
Από τις δουλειές σας δεν έλειψαν ποτέ οι πολιτικές αναφορές. Πώς θα περιγράφατε την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα και σε τι ελπίζετε;
Αυτό που δυστυχώς βιώνουμε στη σημερινή Ελλάδα, αποδίδεται μόνο με μία λέξη. Αδιέξοδο. Είμαστε κυριολεκτικά στη θέση της χώρας, που έχασε πόλεμο και παραδόθηκε άνευ όρων. Με ανύπαρκτη εθνική κυριαρχία, ανύπαρκτη οικονομία, άθλια δημόσια παιδεία, άθλια δημόσια υγεία, διχασμένοι, καταχρεωμένοι, χωρίς ηθικό και αξιοπρέπεια και ένα τεράστιο κύμα μετανάστευσης. Θα μπορούσα να λέω μέχρι μεθαύριο, αλλά δεν έχει νόημα. Τα ξέρουμε όλοι αυτά. Με δυο λόγια, είμαστε (τηρουμένων των αναλογιών) στην κατάσταση της μεταπολεμικής-μετεμφυλιακής Ελλάδας του 1950. Τόσο χάλια. Οπότε σε τι να ελπίζω; Εύχομαι μόνο τα απολύτως εφικτά, το απολύτως minimum. Εύχομαι αυτοί που θα προκύψουν από την ψήφο μας τον Ιούλιο, έστω κι αν δεν είναι οι υπερ-ήρωες, οι υπεράνθρωποι που θα μας σώσουν, εύχομαι τουλάχιστον… δύο δράμια … ειλικρίνεια και φιλότιμο. Ζητάω πολλά;
Η συναυλία
Η συναυλία των Πάνο Κατσιμίχα, Βασίλη Καζούλη και Δημήτρη Καρρά, θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 26 Ιουνίου στο θέατρο της Ανατολικής Τάφρου στις 9.30 το βράδυ. Τη συναυλία διοργανώνει το «Δίκτυο Fm». Γενική είσοδος 14 ευρώ, προπώληση 12 ευρώ. Σημεία προπώλησης: Γραφεία Τουρισμού Γελασάκης (πλατεία 1866 και Σούδα), Βιβλιοπωλείο «Μικρό Καράβι» και στο κιόσκι του Δήμου.