Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Το τραγούδι του προφήτη

»    Paul Lynch (µτφρ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Gutenberg)

Σπάνια διαβάζω ένα βιβλίο αµέσως µε την κυκλοφορία του, εν µέρει σεβόµενος την επετηρίδα στη στοίβα µε τα προς ανάγνωση, εν µέρει εξαιτίας της εξοικείωσης που χρειάζοµαι µε το νεοεισελθόν χάρτινο µέλος. Ωστόσο, λίγο ο ντόρος, λίγο οι αντικρουόµενες απόψεις, λίγο το βραβείο Booker, λίγο η µεθαυριανή (2 Μαρτίου) παρουσία του συγγραφέα στην Αθήνα, η εξαίρεση έγινε.

Βρισκόµαστε στη, σχεδόν σύγχρονη ή στο άµεσα εγγύς µέλλον, Ιρλανδία. Μια δικτατορική κυβέρνηση, µάλλον εθνικιστικού αν και όχι ιδιαιτέρως ξεκάθαρου προσανατολισµού, έχει καταλάβει την εξουσία. Το µυθιστόρηµα ξεκινά µε ένα χτύπηµα στην πόρτα. Η Άιλις αρχικά δεν θα ακούσει το χτύπηµα. Στο κατώφλι στέκουν δύο άντρες της νεοσύστατης µυστικής αστυνοµίας, γυρεύουν τον σύζυγό της, τους απαντά πως λείπει, µήπως θα µπορούσα να σας φανώ χρήσιµη εγώ, όχι, είναι κάθετοι σε αυτό, πείτε στον σύζυγό σας να µας καλέσει το συντοµότερο δυνατόν. Χάνονται πάλι στη νύχτα, επιβιβάζονται στο σκουρόχρωµα όχηµα και αφήνουν πίσω την Άιλις µε τον νεογέννητο γιο της και τα τρία ακόµα παιδιά της στο σαλόνι του σπιτιού.

Εκείνη µόλις έχει επιστρέψει από άδεια τοκετού στην εταιρεία που εργάζεται, ο σύζυγός της, ο Λάρι, είναι εκπαιδευτικός και ενεργός συνδικαλιστής, τις µέρες εκείνες ετοιµάζεται µια ακόµα απεργία του κλάδου. Ανήσυχη, θα τον πάρει από τα µούτρα µε το που θα γυρίσει στο σπίτι, είπαν να πάρεις αµέσως, εδώ έχω την κάρτα µε το τηλέφωνό τους, µην το καθυστερείς, εκείνος προσπαθεί να δείξει ψύχραιµος, δεν είναι κάτι σοβαρό, της λέει, θα τους καλέσω αύριο ή µεθαύριο, µε την πρώτη ευκαιρία, µην αγχώνεσαι. Ο κλοιός, που ήταν από καιρό ορατός χωρίς να τους επηρεάζει άµεσα, σφίγγει.

Ο άντρας της δεν θα επιστρέψει ποτέ από την επίσκεψή του στο τµήµα, όσο και αν προσπαθήσει εκείνη δεν θα καταφέρει να µάθει λεπτοµέρειες, ούτε καν αν είναι νεκρός ή φυλακισµένος. Θα αποµείνει µόνη της, µε τέσσερα παιδιά και έναν ηλικιωµένο πατέρα που επιµένει να ζει στο σπίτι του, σε µεγάλη απόσταση από εκείνο της Άιλις. Το ερώτηµα που συνοδεύει την πλοκή είναι το εξής απλό εκ των υστέρων αλλά στο παρόν δύσκολο να απαντηθεί: πότε είναι η κατάλληλη στιγµή να φύγει κανείς, να τρέξει µακριά πριν να είναι αργά. Η αδερφή της Άιλις, που από χρόνια ζει στον Καναδά, πιέζει διαρκώς προς αυτή την κατεύθυνση.

Μια πολιτική δυστοπία µέσα από την ιστορία της Άιλις και της οικογένειάς της, Το τραγούδι του προφήτη αρπάζει τον αναγνώστη από την πρώτη πρόταση και δεν τον αφήνει να ησυχάσει µέχρι την τελευταία τελεία. ∆εν είναι µόνο το σασπένς που στέρεα οικοδοµείται και διαρκώς κορυφώνεται, το τι θα συµβεί στη συνέχεια, αλλά και η γλώσσα, η εκπληκτική αφηγηµατική φωνή, η αντίστιξη της οµορφιάς των λέξεων και της κατασκευής των φράσεων µε το ζοφερό περιεχόµενο των όσων διαδραµατίζονται, φωνή θαυµαστή για τη συνέχειά της στο πέρασµα των σελίδων, ευδιάκριτη και δουλεµένη σκληρά σαν να βγήκε µε µια εκπνοή, χωρίς να παρασιτεί εις βάρος της πλοκής. Επίσης, η τριτοπρόσωπη αφήγηση πετυχαίνει να αυτονοµηθεί, η ποιητικότητα δεν υπηρετεί έναν φτηνό και εύκολο συναισθηµατικό εκβιασµό, αλλά αντίθετα διατηρεί την απαιτούµενη απόσταση από τα πεπραγµένα, γεγονός που επιτρέπει στην ιστορία να αναπνέει, όσο και όπως µπορεί.

Από το κεντρικό εύρηµα, την ύπαρξη του δικτατορικού καθεστώτος δηλαδή, λείπει το αιτιοκρατικό και ιδεολογικό υπόβαθρο, κυρίως το πώς ήρθε στην εξουσία το καθεστώς, ποιοι υπήρξαν οι κοινωνικοπολιτικοί µετασχηµατισµοί που οδήγησαν τα πράγµατα εκεί. ∆εν είναι σπάνια αυτή η απουσία, η συγγενής θεµατικά λογοτεχνία συνηθίζει να φέρνει τα πρόσωπα της πλοκής αλλά και τον αναγνώστη ενώπιον ενός τετελεσµένου γεγονότος, µια κατά κάποια τρόπο εργαστηριακή λογοτεχνία που επιχειρεί να εξετάσει τα πράγµατα µέσα από ένα συγκεκριµένο πρίσµα, όπως, στην περίπτωσή µας, η άνοδος µιας δικτατορίας σε µια χώρα της ∆ύσης. Η συγγραφική αυτή επιλογή είναι ξεκάθαρη, ο Λιντς δεν επιθυµεί να στρέψει το βλέµµα του προς το πρόσφατο παρελθόν, ούτε να επιχειρήσει να εντοπίσει στο ιρλανδικό παρόν το σπέρµα µιας τέτοιας τερατογένεσης, αλλά να διασχίσει το τροµακτικό αφηγηµατικό παρόν, όταν κάθε βεβαιότητα καταρρέει µε πάταγο, όταν κάθε µέρα αποδεικνύει πως το µαύρο δεν έχει αποκτήσει ακόµα την ύστατη πύκνωση.

Αντιλαµβάνοµαι την ένσταση γύρω από την απουσία του πολιτικού, αντιλαµβάνοµαι ωστόσο πως αυτό δεν µοιάζει να αποτελεί µέρος των συγγραφικών επιδιώξεων, µια άλλη ιστορία ήταν αυτή που ο γεννηµένος το 1977 συγγραφέας θέλησε να αφηγηθεί. Και για να το κάνει αυτό, εκτός από τα επιµέρους κοµµάτια της πλοκής, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις, την πίστη και τον τρόµο, τις ανατροπές και το διαρκές σκάψιµο του πάτου του πηγαδιού, δούλεψε πολύ και επένδυσε πολλά στη γλώσσα.

Αρκεί ωστόσο το ύφος και η γλώσσα για να σταθεί ένα µυθιστόρηµα, ακούω την ερώτηση να γίνεται. Γενικά και αόριστα θα ήταν δύσκολο και επικίνδυνο να δεχτεί κάποιος αυτή την πιθανότητα, ωστόσο, έχοντας διαβάσει Το τραγούδι του προφήτη, τότε ναι, µπορεί να απαντήσει πως καµιά φορά αρκεί, πως όλα τα υπόλοιπα συστατικά αναδύονται µαζί τους στην επιφάνεια, τα πρόσωπα και οι καταστάσεις, η κοινωνικοπολιτική συνθήκη, επίσης, και όλα µαζί συνθέτουν ένα άρτιο, όχι µόνο στυλιστικά, κατασκεύασµα, ένα υπέροχο µυθιστόρηµα, που δεν υποχωρεί κάτω από το βάρος της εγκεφαλικότητας. Αντίστοιχο αναγνωστικό συναίσθηµα, υπό την επιρροή του ύφους και τη γλώσσας, µε διακατείχε όταν διάβαζα ένα ακόµα βιβλίο βραβευµένο µε Booker, τον Γαλατά της Βορειοϊρλανδής Άννα Μπερνς.

Η κοινωνικοπολιτική συνθήκη που περιγράφεται, ακόµα και η ατοµική ιστορία των προσώπων της πλοκής, παρά τις επιµέρους διαφορές και ιδιαιτερότητες, δεν διακρίνεται από πρωτοτυπία, δυστυχώς. Για πόσες χώρες, που µέχρι πρότινος ελάχιστα γι’ αυτές γνωρίζαµε, δεν ξυπνήσαµε ένα πρωί και διαβάσαµε για ένα πραξικόπηµα ή για έναν εµφύλιο, για ένα ακόµα πραξικόπηµα και για έναν ακόµα εµφύλιο, µια αιµατηρή αναταραχή που ώθησε σε φυγή κατά κύµατα µέρη του πληθυσµού, προσφυγικές ροές υπό το φόβο του φόβου, µε κυρίαρχο το αίσθηµα της επιβίωσης και την αναζήτηση ενός καλύτερου αύριο. Εδώ, στη ∆ύση, δεν συµβαίνουν τέτοια πράγµατα, λένε πολλοί, επιλέγοντας επιλεκτικά τα τελευταία σχετικά ήρεµα χρόνια, παίρνοντας ως δεδοµένο τη δηµοκρατική σταθερότητα, ένα εκ γενετής προνόµιο που ωστόσο στηρίζεται στα πήλινα ποδάρια της τυχαιότητας και της συγκυρίας.

Από την πλευρά αυτή, το µυθιστόρηµα του Λιντς φέρνει τον αναγνώστη απέναντι σε µια τέτοια ανωµαλία, σε ένα σφάλµα του συστήµατος, στο ράγισµα και την υποχώρηση των ποδαριών, στην ανατροπή όλων όσων θεωρεί δεδοµένα και βέβαια, τα δικαιώµατα και τις κοινωνικές κατακτήσεις, για παράδειγµα, την ψευδαίσθηση της µεσαίας τάξης πως έχει αφήσει τον κίνδυνο οριστικά και αµετάκλητα πίσω της. Και το κάνει αυτό χωρίς να παρεκκλίνει της πορείας του, χωρίς να εγκαταλείπει την ιστορία του, χωρίς να την αφήνει κενή µε µόνο ένδυµα την παραβολή, µην κάνοντας άλλο από το να χτυπά το κουδούνι της ενσυναίσθησης για τον πόνο και τη δυστυχία, τώρα των άλλων, στο µέλλον όµως µήπως και δικά µας, αλλά παράγοντας λογοτεχνία και µάλιστα υψηλής στάθµης.
Όλα εκείνα τα λίγο το ένα και λίγο το άλλο, από τη µια µε οδήγησαν σε µια άµεση ανάγνωση, ταυτόχρονα, όµως, έφεραν µαζί τους και έντονες επιφυλάξεις, το καλάθι ήταν µικρό µα σύντοµα ξεχείλισε, δεν ήταν αρκετό να αντέξει το βάρος του µυθιστορήµατος αυτού, η καθήλωση υπήρξε άνευ όρων. Αυτό είναι ένα σπουδαίο µυθιστόρηµα.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα