Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Το τρατάρισµα της κυρά Ελένης

Τα αδύναµα, ρυτιδιασµένα χέρια της, πού έβρισκαν τη δύναµη αναρωτιόµουν.. 

Και καθάριζε περγαµόντα και κίτρα το φθινόπωρο και γέµιζε βάζα µε γλυκό του κουταλιού! 

Έσπαγε καρύδια κι αµύγδαλα µε ένα µικρό παµπάλαιο σφυράκι! 

Έλιαζε σύκα και τα κρέµαγε στην αποθήκη, ζύµωνε ψωµί µε αναπιασµένο προζύµι σαράντα χρόνων! 

Χώρια τα καλτσούνια στην κατάψυξη, τα κονσερβάκια  ψαριών, τα ζαµπονάκια και τα λουκούµια που κουβάλαγε από το σούπερ µάρκετ. 

Περνούσε αριστοτεχνικά τα χερούλια της πάνινης τσάντας στο Πι και κούτσα κούτσα, έφτανε στο σπίτι της. 

«Που τα πας όλα αυτά κυρά-Ελένη» τη ρωτούσαν οι γείτονες, ξέροντας ότι παιδιά σκυλιά δεν είχε. 

Κι αυτή, πάντα µε το χαµόγελο απαντούσε. 

«Ε… Μην έρθει κανένα ανήψι και δεν έχω τίποτα να το τρατάρω! 

Κι εσείς καλέ, κοπιάστε όποτε θέλετε να αποσπερίσουµε!».

Έτσι έλεγε και γυρνούσε χαρούµενη στο διαµερισµατακι της, κάπου στο πάνω Κουµ Καπί. 

Με τη χαρά του ανθρώπου, που δεν περίµενε τίποτα στη ζωή του, γιατί τα είχε βρει µε τη µοναξιά, τη φθορά, την ιδέα του οριστικού φευγιού. 

Κι ότι κι αν ερχόταν, µια κουβέντα µε την καθαρίστρια της πολυκατοικίας, τα κορναρίσµατα ενός κοµβόι αυτοκινήτων που πήγαιναν σε ένα γάµο, τα παιδιά που παίζανε µπουγέλο στο σχολείο απέναντι από το µπαλκονάκι της στο τέλος της χρονιάς, ήταν αφορµές να πει «∆όξα τω Θεώ και σήµερα».

Μια αθόρυβη, ευγενική ανυπαρξία η κυρά Ελένη! 

Κάτι, που ζούσε δίπλα σε θορυβώδεις, πολυάσχολους ανθρώπους, που είχαν συνηθίσει να βλέπουν απλωµένα στο σχοινάκι της, δυο κοµπινεζόν µπεζ, µερικά κατάλευκα εσώρουχα και µπλουζάκια της λαϊκής. 

Κάποια, που κάθε απόγευµα, ιδίως το χειµώνα, κάτι µαγείρευε.. 

«Ποιο ανήψι περιµένεις πάλι και µας έσπασες τη µύτη» ρωτούσε από το διπλανό µπαλκόνι η χήρα του Στρατηγού. 

Για να πάρει ως απάντηση, ένα κοµµάτι τυρόπιτα κι ένα «όλο και κάποιο θα περάσει, εγώ ότ,ι έχω και δεν έχω, δικά τους είναι! Φάτην τώρα που είναι ζεστή!!». 

Η κυρά Ελένη, έφυγε ένα απόγευµα ξαφνικά, καθισµένη στην πολυθρόνα του µπαλκονιού της, µπροστά σε µία λεκάνη µε µισοκαθαρισµένα χόρτα. 

Οι γείτονες το πήραν χαµπάρι τα ξηµερώµατα που έφευγαν για τις δουλειές τους. 

Μπροστά της στο τραπεζάκι, υπήρχε ένα πολυκαιρισµένο χάρτινο µπλοκάκι µε τηλέφωνα. 

Το µεσηµέρι της ίδιας µέρας, το διαµερισµατακι γέµισε ανθρώπους. 

Τα ανήψια ήρθαν επιτέλους. 

Κι οι ξαδέρφες. 

Κι οι γείτονες. 

Στο ψυγείο της τα βάζα µε τα γλυκά, έγραφαν ονόµατα. 

Για Μαίρη. 

Για Νίκο. 

Για Σταυρούλα. 

Για όλους είχε τρατάρισµα η ψυχή της. 

Μόνο τη µοναξιά της κράτησε, όλη δική της.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα