Τσαλακωμένο χαρτί η στιγμή, πεταμένο σε μιαν άκρη του λυκόφωτος. Από τις ρωγμές της σκέψης αναδύονται Μαινάδες και Σειληνοί, ακόλουθοι ενός βακχικού φωτός που σιγοκαίει στο απέραντο. Και ο ερχομός του Ωρίωνα προμηνύει το κυνήγι του πόθου. Υστερα μία ομιχλώδης σιωπή. Και ένα αδέκαστο φως που γδύνει το εντός.
Κατάλευκο άτι με φτερούγες αρχάγγελου. Και στο μέτωπό του ανάγλυφη, γυμνή θεά, η Αυγή, στο πρώτο της σκίρτημα. Πέρα μακριά στην αρχή του ορίζοντα, η κραυγή. Αρχαίος πολεμιστής, με σώμα από σταφύλι, στεφανωμένος με τα φύλλα της υποχθόνιας θεάς, που ήρθε η ώρα να συναντήσει τη Γαία – Μητέρα. Στο πρώτο άγγιγμά της ο Ερωντας που ρίχνει τα τείχη. Τα δώδεκα τείχη της σιωπής, σε ένα ατελεύτητο Έαρ. Ατίθασο λευκό κύμα τα μαλλιά της πηγής που φυλά καλά τα μυστικά της ατέρμονης εναιώρησης του “ευ”. Το σπάσιμο του κύκλου σε χιλιάδες αστερισμούς – ήρωες των μύθων της πεθυμιάς.
Αργησαν να ’ρθουν φέτος τα χελιδόνια. Ο εσωτερικός χρόνος τρέχει γρηγορότερα από την εναλλαγή στο άρμα του Ηλιου. Φαέθοντας που δεν στάθηκε άξιος της εμπιστοσύνης του άπιαστου. Το χαμόγελο της Κυπρίδας στο φωτεινό Εαρ. Μερικέ φορές η ευχή είναι ένα τσαλακωμένο λυκόφως.