Μια αυγουστιάτικη νύχτα του 2017, έφυγε ξαφνικά, όπως το επιθυμούσε, η θεία Μπέττυ, η Μπέττυ – όπως ήθελε να τη λέμε, το Μπεκιώ μας, η Ελισάβετ Ζαμπέτα Σταυριδάκη, δικηγόρος, νομική σύμβουλος της Εργατικής Εστίας.
Ακόμη και τώρα όσοι τη γνώριζαν δυσκολεύονται να το πιστέψουν. Γιατί το τέλος της ζωής ανθρώπων που υπήρξαν συνώνυμο της ζωντάνιας γίνεται πιο δύσκολα αποδεκτό. Και η Μπέττυ ήταν ένας από αυτούς. Αδιάκοπα ενεργή επαγγελματικά, μόνο η κατάργηση της Εργατικής Εστίας την υποχρέωσε να βγει στη σύνταξη στα 83 της χρόνια. Η συνταξιοδότηση την κατέβαλε σωματικά και ψυχικά και ο χρόνος άρχισε ξαφνικά να τη λυγίζει. Όμως και τότε αρκούσε ένα τίποτα, μια νίκη του Ολυμπιακού, μια παράσταση φλαμένκο, ένα καλό βιβλίο, ένα άρθρο στην εφημερίδα, μια εγκάρδια συζήτηση με τον άγνωστο ταξιτζή, για να νοιώσει 20 χρονών. Μια έξοδος στο αγαπημένο της καφέ δίπλα στη θάλασσα, το τάισμα των πόνυ στο κοντινό άλσος όπως και όλων των περιστεριών που συναντούσε στο δρόμο της, η αρκούδα και ο λύκος της Πίνδου που είχε υιοθετήσει, της έδιναν χαρά όπως σε ένα μικρό παιδί. Γι’ αυτό και οι παρέες της ήταν κατά κανόνα νεότεροι άνθρωποι. Με αυτούς επικοινωνούσε.
Στη ζωή της υπήρξε αντισυμβατική. Δεν παντρεύτηκε από επιλογή, δεν έκανε παιδιά, δεν έγινε κλασσική νοικοκυρά. Ζούσε με τη μουσική, εκδήλωνε με αμεσότητα τα συναισθήματά της, μοίραζε χωρίς φειδώ τρυφερότητα και χάδια, αγαπούσε τα ταξίδια, τη φωτογραφία, τις νέες τεχνολογίες, απήγγειλε ποίηση από στήθους, συζητούσε σε βάθος κοινωνικά και ψυχολογικά θέματα. Πολιτικό ζώο από την κούνια της ενημερωνόταν καθημερινά από 2-3 εφημερίδες και έβριζε ασύστολα τους κυβερνώντες που υποτιμούσαν τη νοημοσύνη των πολιτών. Δεν δίσταζε να προκαλεί με την ελευθεροστομία της , την «αντιδημοσιοϋπαλληλική» συμπεριφορά της που «χαλούσε την πιάτσα», την αντισυμβατική σκέψη της.
Αν και αδικημένη από τη ζωή είχε το χάρισμα να απολαμβάνει τα όσα λιγοστά αυτή τής πρόσφερε.
Σε έναν τέτοιο άνθρωπο δεν ταιριάζουν νεκρολογίες – δεν θα της άρεσαν άλλωστε. Όμως, φαντάζομαι ότι δεν θα είχε αντίρρηση για μια τιμητική αναφορά στα μεγάλα πάθη και τα παθήματά της: Το τσιγάρο, τον Ολυμπιακό και την Αριστερά. Ήταν οι τρεις, φαινομενικά μόνο, ασύνδετες και ασύμβατες σταθερές της ζωής της. Θα αρχίσω από το τέλος:
Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Η Αριστερά ήταν συνυφασμένη με τη ζωή της Μπέττυς. Είχε αγγίξει τον πυρήνα της ύπαρξής της, και όπως έλεγε αστειευόμενη «εάν πεθάνω να ξέρετε ότι πέθανα από οξεία συριζίτιδα».
Μόλις αποκτούσε εμπιστοσύνη και οικειότητα με τον συνομιλητή της η Μπέττυ άρχιζε να του εξιστορεί τις περιπέτειες της ζωής τής μητέρας της Ελευθερίας Σταυριδάκη, από το νομό Ρεθύμνης, την οποία λάτρευε κυριολεκτικά.
Μια σύνοψη αυτής της ιστορίας σας μεταφέρω:
Οι γονείς της Μπέττυς είχαν χωρίσει κι έτσι μεγάλωσε στην Αθήνα με τη μητέρα της η οποία ήταν υπάλληλος των ΤΤΤ (υπηρεσία Τηλεφωνίας, Ταχυδρομείων, Τηλεγραφίας) από τη δεκαετία του ‘30. Εκεί η Ελευθερία γνωρίστηκε με συνδικαλιστές του χώρου, εντάχθηκε στο συνδικαλιστικό κίνημα και στην αριστερά, και από τον Μάιο του 1941 συνεργάστηκε με συναδέλφους της που είχαν μόλις αποδράσει από τα νησιά, όπου είχαν εκτοπιστεί από τη δικτατορία του Μεταξά, για την οργάνωση της εθνικής αντίστασης κατά των Γερμανών κατακτητών. Για τη δράση της αυτή συνελήφθη τον Οκτώβριο του 1941 (δηλαδή επί Κατοχής) από την Ειδική Ασφάλεια Αθηνών και εξορίστηκε πρώτα στα Καλάβρυτα και μετά στο Κιάτο. Πήρε μαζί το μικρό παιδί της, τη Μπέττυ, γιατί δεν είχε πού να την αφήσει. Βίωσαν την απόλυτη φτώχεια μέχρι τον Οκτώβριο του 1942 που δραπέτευσαν, αφού η Ελευθερία έπεισε τους χωροφύλακες τούς επιφορτισμένους με τη φύλαξή τους να διαφύγουν μαζί τους και να αντισταθούν και αυτοί στον κατακτητή.
Η Μπέττυ λοιπόν βρέθηκε από μικρή στα δύσκολα για υποθέσεις που ίσως ακόμα δεν καταλάβαινε τελείως. Η μητέρα της, αγνή και παθιασμένη ιδεολόγος, από τα πρώτα μέλη της Εθνικής Αλληλεγγύης και του ΕΑΜ και υπεύθυνη διαφώτισης του Εργατικού ΕΑΜ στον Πειραιά, δόθηκε με αυταπάρνηση1 στον αγώνα για την απελευθέρωση, θυσιάζοντας ακόμη και την ασφάλεια ενός φτωχικού σπιτικού για το μονάκριβο παιδί της. Η Ελευθερία μετά την απόδραση ζούσε στην παρανομία ως Έλλη Ελευθερίου, χωρίς δουλειά και χωρίς πόρους. Άλλαζε διαρκώς σπίτια, στον Πειραιά και στην Αθήνα, όπου την έστελνε ο παράνομος μηχανισμός του ΕΑΜ. Η Μπέττυ δούλευε σκληρά από μικρή ηλικία για να επιβιώσει, ακολουθούσε τη μητέρα της στις μετακινήσεις της όταν αυτό ήταν δυνατόν ή έμενε με άλλες οικογένειες αγωνιστών ή μακρινών συγγενών στην Κρήτη. Παρότι η Μπέττυ ήταν καλή μαθήτρια, και η μόρφωση ήταν μια αδιαπραγμάτευτη αξία για τη μητέρα της, δεν είχε το δικαίωμα να πάει στο Πανεπιστήμιο εφόσον δεν είχε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων2.
Η κορύφωση του δράματος ήρθε με τη σύλληψη της Ελευθερίας στην Αθήνα το 1949, τον άγριο βασανισμό της, την απόπειρα αυτοκτονίας της για να γλιτώσει από τα βασανιστήρια, την καταδίκη της σε ισόβια χωρίς να έχει διαπράξει κανένα συγκεκριμένο αδίκημα, την αναθεώρηση της ποινής της και την παραμονή της στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ3 για 8 χρόνια.
Στη φυλακή, οι συγκρατούμενές της τής είχαν δώσει το ψευδώνυμο Πόνος, λόγω της μεγάλης συμπόνιας που ένοιωθε για όλους τους ανθρώπους που υπέφεραν, αδιακρίτως αν ήταν αγαπημένες συντρόφισσές της, δεσμοφύλακες που τις επιτηρούσαν ή συγκρατούμενες «δηλωσίες»4 που βίωναν τον αποκλεισμό και την περιφρόνηση από το κόμμα.
Όταν αποφυλακίστηκε, ξεκίνησε ένα νέο αγώνα γιατί ενώ η πολιτεία ήρε την καταδίκη, δεν πήρε κανένα μέτρο για την άρση των συνεπειών της: τη στέρηση των συντάξεων και τη δήμευση των περιουσιών των διωχθέντων, με συνέπεια οι αποφυλακισθέντες να αντιμετωπίζουν έντονα προβλήματα επιβίωσης. Για χρόνια, ως επικεφαλής μιας Επιτροπής είχε κινητοποιήσει πολιτικούς, δημοσιογράφους και «όλους τους τίμιους ανθρώπους5» για τη δικαίωση του αγώνα τους, που ήρθε μόλις το 1965. Η Μπέττυ στο μεταξύ ενώ δούλευε για να ζήσει τον εαυτό της και τη μητέρα της, σπούδαζε ταυτόχρονα στην Πάντειο, τη μόνη Σχολή που ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου δεν ζητούσε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Την δεκαετία του ’60, με την αλλαγή του νόμου, γράφτηκε στη Νομική. Ο ερχομός της δικτατορίας του 1967 έκανε την Ελευθερία να ετοιμάσει πάλι το βαλιτσάκι της για το «κολλέγιο», αλλά αυτή τη φορά, λόγω ηλικίας φαίνεται, υποχρεώθηκε να δίνει μόνο το «παρόν» δύο φορές την εβδομάδα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής της.
Μετά τη μεταπολίτευση η Μπέττυ μπόρεσε να τελειώσει τη Νομική, και να αρχίσει να εργάζεται ως δικηγόρος σε μεγάλη ήδη ηλικία. Η μητέρα της, ανοιχτό μυαλό ακόμη και στα γηρατειά της, μού έλεγε πως ακόμη και από τον τάφο της θα λέει «συγχώρεσέ με παιδί μου». Κάνοντας τον απολογισμό της ζωής της δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο αδίκησε το μονάκριβο παιδί της, προσφέροντάς του μια δύσκολη ζωή. Ήθελε ένα κόσμο δικαιότερο για όλα τα παιδιά του κόσμου και εξακολουθούσε να τον θέλει – όμως στην προσπάθειά της αυτή έβλαψε το ίδιο το παιδί της. Δεν απεμπόλησε ποτέ τις αριστερές ιδέες της αλλά μετάνιωνε για την άκριτη αποδοχή των αποφάσεων της ηγεσίας, στην οποία καταλόγιζε τεράστια λάθη, που οδήγησαν στο θάνατο και τη δυστυχία τόσους συντρόφους της και τις οικογένειές τους. «Να αμφισβητείτε» μου έλεγε, ως συμβουλή, «να μη δέχεστε να σκέφτονται άλλοι αντί για εσάς».
Είχε επίσης βιώσει μέσα στις φυλακές τις διακρίσεις στις ίδιες τις ομάδες των πολιτικών κρατουμένων: οι γυναίκες των πόλεων υποτιμούσαν τις γυναίκες του χωριού, οι μορφωμένες τις αγράμματες, τα στελέχη του κόμματος τα απλά μέλη. Είχε διαπιστώσει ότι η αδικία δεν είναι μόνο ταξική υπόθεση και ότι οι ανθρώπινες σχέσεις δεν μπορούν να ερμηνευτούν μόνο από τις οικονομικές και πολιτικές θεωρίες, τις οποίες πίστευαν ως ιερά ευαγγέλια. Λίγα χρόνια μετά, η λήθη σκίασε το φωτεινό μυαλό της και αυτή η φλογερή αγωνίστρια έσβησε άδοξα.
Αυτή εν ολίγοις η ιστορία με την οποία συστηνόταν η Μπέττυ, ήταν ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρεφόταν όλη της η ζωή. Ανήκε στη γενιά των παιδιών των αγωνιστών της αντίστασης, που υπέστη τις συνέπειες και βίωσε την ήττα πιο οδυνηρά ακόμη και από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές. Ποτέ δεν «ξεκόλλησε» από αυτά τα βιώματα, παρότι η χαρά της ζωής και η χωρίς ενοχές απόλαυσή της ήταν το ισχυρό αντίδοτο που διέθετε. Εκ των υστέρων διαπίστωσα ότι και άλλων αριστερών φίλων της η ζωή, ανεξάρτητα από την επιτυχημένη ή όχι μετέπειτα πορεία της, περιστρέφεται διαρκώς γύρω από αυτό το φανερό ή βουβό «τραύμα».
Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ έφερε αναγκαστικά πάλι στο προσκήνιο το ερώτημα που βασάνιζε τη Μπέττυ και τους ανθρώπους της γενιάς της: Άξιζε τον κόπο η θυσία τους και η θυσία των γονιών τους;
Ο ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ
Η Μπέττυ μπήκε στη ζωή μας ένα καλοκαίρι των αρχών της δεκαετίας του ‘60, με την όμορφη φυσιογνωμία της, το γάργαρο γέλιο της, τον πληθωρικό χαρακτήρα της και με ένα μεγάλο μαγνητόφωνο Γκρούντιγκ που το έπαιρνε μαζί της όπου και αν πήγαινε. Μαζί με αυτό είχε φέρει μπομπίνες με την μουσική που άκουγε: κλασσική, Θεοδωράκη, όπερες, αμερικάνικη τζάζ, Φρανκ Σινάτρα. Ανάμεσα στα άλλα τραγούδια, είχε και τον ύμνο του Ολυμπιακού: Του Μπούκοβι την ομαδάρα την λένε Ολυμπιακάρα… Βαμμένη Ολυμπιακός, δεν περιοριζόταν μόνο στο να τραγουδάει τον ύμνο: άκουγε τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις των αγώνων, έπαιζε συστηματικά ΠΡΟ-ΠΟ, παρακολουθούσε τις μεταγραφές, τη φυσική κατάσταση των παικτών και …δεν μιλιότανε κυριολεκτικά όταν η ομάδα της έχανε.
Χωρίς πολλά πολλά, έκανε τον αδελφό μου κι εμένα ποδοσφαιρόφιλους και βέβαια, Ολυμπιακούς. Το κόκκινο χρώμα, τα παιδιά του Πειραιά …οι συμβολισμοί και οι ταυτίσεις ήταν προφανείς. Λίγα χρόνια αργότερα στην Αθήνα, φρόντισε να με μυήσει για τα καλά στα μυστικά του ποδοσφαίρου σε έναν αγώνα, με όλα τα ονόματα – θρύλους του Ολυμπιακού εκείνης της περιόδου, στο στάδιο Καραϊσκάκη.
Η αλήθεια είναι ότι προσωπικά δεν με συγκινούσε το ποδόσφαιρο. Ούτε όταν ήμουν παιδί αλλά ούτε και όταν μεγάλωσα. Η Μπέττυ ασχολείτο πάντα με το ίδιο πάθος. Ακόμη και στην οθόνη του υπολογιστή της είχε βάλει το σήμα του Ολυμπιακού. Την αγάπη της για τον Ολυμπιακό, την «δική της ομάδα» μπορούσα να την εξηγήσω, όμως δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί τη σαγήνευε τόσο το ποδόσφαιρο. Το ίδιο είχα αναρωτηθεί και για άλλους πνευματικούς ανθρώπους, λάτρεις του ποδοσφαίρου.
Διάβαζα ό,τι σχετικό έπεφτε στα χέρια μου μήπως βρω κάποια απάντηση πέρα από τις συνήθεις, ώσπου λίγες μέρες πριν το φετινό Μουντιάλ, διάβασα το εξής:
«Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν στιγμές αποκλειστικά ποιητικές: είναι οι στιγμές που μπαίνουν τα γκολ. Κάθε γκολ είναι πάντα δημιουργία, είναι η παράβαση του κώδικα. Όλα τα γκολ είναι αναπόφευκτα, είναι μη αντιστρέψιμα, μας κεραυνοβολούν, μας εκπλήττουν: όπως ακριβώς ο ποιητικός λόγος»6.
Οι σκέψεις αυτές του Πιερ Πάολο Παζολίνι, του ποδοσφαιρόφιλου, αριστερού, Ιταλού σκηνοθέτη, με κεραυνοβόλησαν πραγματικά αποκαλύπτοντας την πολυσημία και τις κρυφές συγκινήσεις που προσφέρει το ποδόσφαιρο. Αυτή η σύλληψη όχι μόνο μού έδωσε την εξήγηση που αναζητούσα για το άσβεστο ποδοσφαιρικό πάθος της Μπέττυς αλλά και με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο αυτό απηχούσε την ίδια την προσωπικότητά της.
(Από την απρόσμενη αυτή ανακάλυψη γεννήθηκε η ιδέα για το παρόν κείμενο).
ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ
Με ένα τσιγάρο στο χέρι τη θυμάμαι πάντα. Από τη δεκαετία του ’60, που ήθελε τόλμη για να καπνίσει δημόσια μια γυναίκα και μάλιστα στην Κρήτη.
Το έκανε φυσικά, χωρίς καμιάν επίδειξη, ήταν χειραφετημένη, ανεξάρτητη, μόνη είχε επιβιώσει στις δύσκολες εποχές και δεν χρειαζόταν το τσιγάρο για επιβεβαίωση. Κανείς ποτέ δεν τόλμησε να της πει οτιδήποτε σχετικά με το τσιγάρο. Μόνο οι γιατροί, προς το τέλος της ζωής της. Της έλεγαν να το μειώσει λίγο, γιατί ήξεραν πως δεν θα το έκοβε ποτέ. Υποκατάστατο όσων στερήθηκε, παρηγοριά στις στενοχώριες, συντροφιά και απασχόληση. Όλα τα παράθυρα του μικρού διαμερίσματος (του πρώτου και τελευταίου κανονικού σπιτιού που νοίκιασε με τη μητέρα της και δεν το εγκατέλειψε ποτέ) έμεναν ορθάνοικτα ακόμη και τις κρύες νύχτες του χειμώνα για να μπορεί να καπνίζει χωρίς να επιβαρύνει την ατμόσφαιρα. Όταν οι γιατροί την έβρισκαν καλά χαιρόταν πολύ γιατί μπορούσε να καπνίζει δίχως ενοχές. Οι καρωτίδες της όμως όλο και στένευαν. Το τελευταίο διάστημα κάθε μέρα έδινε υποσχέσεις ότι θα το κόψει το ρημάδι το τσιγάρο και κάθε μέρα τις καταπατούσε. Έκανε μάσκα για το αναπνευστικό και λίγο αργότερα άναβε τσιγάρο. Φοβόταν προς στιγμή τον θάνατο, μα πάλι όχι. Τον προκαλούσε. Με την αθωότητα του παιδιού που θέλει να νοιώθει ανίκητο. Δυόμισι πακέτα κάπνισε την τελευταία μέρα…
Το τσιγάρο ήταν τελικά το μεγαλύτερο από τα πάθη της: Απτό, σωματικό, αρχαϊκό: έσβηνε και άναβε αδιάκοπα, χωρίς να την εγκαταλείψει ποτέ.
Με ένα πακέτο τσιγάρα και με το σήμα του Ολυμπιακού ταξίδεψε στον άλλο κόσμο.
Έγινε ένα σύννεφο σκόνης που φτερούγισε πάνω από τα μέρη που αγάπησε πολύ: την Αττική, την Κρήτη, το στάδιο Καραϊσκάκη.
1.Ενδεικτική της στάσης της Ελευθερίας είναι η ακόλουθη ιστορία που έλεγε συχνά η Μπέττυ: την ώρα που έβγαζε λόγο η μητέρα της σε μια συγκέντρωση στην πλατεία Ομονοίας για το ΕΑΜ, αντιλήφθηκε μια γυναίκα που κρύωνε πολύ και η Ελευθερία, επί τόπου, έβγαλε και τής έδωσε το μοναδικό παλτό της, μένοντας μετά ή ίδια χωρίς παλτό.
2. Πιστοποιητικό που εξέδιδε η Αστυνομία ή ο Στρατός και βεβαίωνε ότι κάποιος πολίτης δεν ήταν κομμουνιστής και δεν συμπαθούσε την κομμουνιστική ιδεολογία. Ήταν απαραίτητο για σπουδές σε ΑΕΙ, για εργασία στο Δημόσιο τομέα, για την έκδοση άδειας οδήγησης, κλπ.
Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/Πιστοποιητικό_κοινωνικών_φρονημάτων
3. Ολυμπίας Παπαδούκα, Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ, αυτοέκδοση, Αθήνα, Δεκέμβριος 1981, σελ. 113, 114, 131, 175
4. «Δηλωσίας», «Δήλωση»: Με την υπογραφή και δημοσιοποίηση στον τύπο «Δήλωσης μετανοίας και αποκήρυξης του κομμουνισμού» σταματούσε η δίωξη εκ μέρους των κρατικών αρχών όσων είχαν κατηγορηθεί για «κομμουνιστική δράση». Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/Δήλωση_μετανοίας
5. Ανοικτή επιστολή του 1960 προς «όλους τους τίμιους ανθρώπους» των διωχθέντων συνταξιούχων και προστατευομένων μελών του Ν.Δ. 617/48, την οποία υπογράφουν τα μέλη της Επιτροπής Ελευθερία Σταυριδάκη, Τέρψη Αποστολίδου, Βαρβάρα Ρουμελιώτη
6. Πηγή: Ασπασία Δημητριάδη, Ο Παζολίνι και το ποδόσφαιρο, 26.10.2014, https://www.lifo.gr/team/u46465/46854 (ανάκτηση 10.6.2018).