Στο μυχό της δαντελωτής ακροθαλασσιάς στην Καινούργια Χώρα, ψηλά στην αμμουδιά, απέναντι από τον ψηλό τοίχο του εβραϊκού νεκροταφείου, στέκονταν αγέρωχη, χρόνια αμέτρητα, η ψηλή λυγερόκορμη χουρμαδιά που κανείς δε ξέρει από πού ήρθε. Λένε, πως ο λίβας έφερε το σπόρο απ’ το Μυσίρι και φύτρωσε σε τούτη την αμμουδερή παραλία. Οι ντόπιοι τη λέγανε, το βαγί.
– Κι έκανε μωρέ παιδιά κάτι γλυκούς χουρμάδες, πεντανόστιμους, έλεγε ο μπάρμπα Σταμάτης στους υπόλοιπους ψαράδες που νετάρανε τα παραγάδια ή μπαλώνανε τα δίχτυα τους, κάτω στο μουράγιο του ψαρολίμανου. Τοτεσάς που είμαστε κοπέλια, πηγαίναμε από κάτω, πετροβολούσαμε τους χουρμάδες κι όσους πέφτανε, τους γλεντούσαμε!.
Με το σκιανιό της δρόσιζε το διπλανό τάφο του εβλιγιά [1] Σεΐτ Μπιλάλ [2] (şehit Bilal). Ανάμεσό τους ένα μικρό ρυάκι κουβαλούσε τα βρόχινα νερά οδηγώντας τα στη θάλασσα. Στο πέρασμα των χρόνων έζησε γεγονότα και περιστατικά των ανθρώπων κι έχει να μαρτυρήσει άπειρες ιστορίες και καμώματα. Εκεί κατέληγε η πρωτομαγιάτικη γιορτινή πορεία των Χαλικούτηδων [3] αφρικανών, που ξεκινούσε από το Κουμ Καπί.
Ένας πολύχρωμος κόσμος όλη μέρα μπροστά σε μια φωτιά, έψηνε τα κουρμπάνια [4] και το πιλάφι που μοιράζονταν στους παρευρισκόμενους, έπινε και κερνούσε ένα γλυκόξινο ποτό που το λέγανε μπουζά [5] , μα δε παρέλειπε να ρίχνει στη θάλασσα μερικά μικρά κλεισμένα αγγεία γεμάτα λάδι με σκοπό να πλεύσουν στη Μέκκα.
Το γλέντι δε σταματούσε ούτε στιγμή με πρωταγωνιστές τον Αλή Γκογκώ [6] να παίζει την τραμπούσκα του κρατώντας τον ρυθμό και την Αμπλά Νουριγιέ Μαρμαράκη με το φιδίσιο κορμί να χορεύει ασταμάτητα συνοδευόμενη από τις υπόλοιπες χαλικούτισσες με γαρύφαλλα στ’ αυτιά και παπαρούνες στα χέρια. Στον αράπικο χορό, τον Σαμπανί, συμμετείχαν και άνδρες φορώντας κόκκινες πετσέτες στα κεφάλια και κρατώντας στο χέρι πολύχρωμες πετσέτες κι ένα ραβδί εξάρτημα του χορού. Μόλις έφτανε το σούρουπο, έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού για το παλάτι του πρίγκηπα, τραγουδώντας ρυθμικά δίστιχα, που κατέληγαν στην επαναλαμβανόμενη λέξη Αρεχά! Αρεχά!
“Πάμε το Μάη”, ξεκινά ο Αλή Γκογκώ.
“Α ρε χά! Α ρε χά!”, απαντά το πλήθος των χαλικούτηδων.
“Πάμε στα μούρνα!”, ξανά ο Αλή Γκογκώ.
“Α ρε χά! Α ρε χά!”, φωνάζουν οι αφρικανοί.
“Πρίντζιπα όμορφο!”, επανέρχεται ο Αλή Γκογκώ.
“Ούμπασα!”, αλαλάζει ο κόσμος.
“Γιάννη καβάζη του. Γιώργη αμαξά του!”, φορτσάρει ο Αλή Γκογκώ.
Και πάλι το πλήθος: “Ούμπασα! Λέμπο, λελέμπο…!”.
Το βαγί κι ο εβλιγιάς είχαν ταυτιστεί στη συνείδηση των ανθρώπων. Οι δοξασίες, οι θρύλοι κι ο βαθιά ριζωμένος από παλιά παγανισμός σε συνδυασμό με την αχαλίνωτη φαντασία, την αγραμματοσύνη και την θρησκοληψία, δημιουργούσαν ένα κλίμα μυστηρίου και τρόμου που μεταφέρονταν σε μικρούς και μεγάλους. Τα παιδιά πηγαίνοντας για το σκολειό ή στο σκόλασμα αλλά και σ’ άλλες ώρες περνούσαν κι έπαιζαν στο χώρο του βαγιού. Οι μανάδες τα ορμήνευαν και τα παίρναν με το καλό, πιο πολύ τα μικρότερα: «Να μη σιμώνετε στον εβλιγιά γιατί ο τόπος σφαντάζει!».
Τα μεσημέρια τα βάζανε για ύπνο, μ’ αυτά είχαν ξεμυαλιστεί με τα παιχνίδια! Κι εκεί έμπαιναν σ’ εφαρμογή τα μεγάλα όπλα.
– Στον εβλιγιά που πάτε σκοτώνουνε…!
Αναστάτωση… Αμέσως, οι διαπεραστικές τσιρίδες που σου τρυπούν τ’ αυτιά. Απτόητες αυτές, το βιολί τους.
– Τα κοπέλια τα σφάζουνε, τα βάνουνε σε μεγάλες κοφίνες και τους ρουφούνε το αίμα.
Σοκ. Απόλυτη σιωπή. Ο φόβος κι ο τρόμος έκαναν τη δουλειά τους και μετά από ένα γοερό κλάμα ο Μορφέας τα ’παιρνε στην αγκαλιά του.
Μα τα μεγαλύτερα δεν πείθονταν από τις νουθεσίες και τις αγριάδες γιατί στόχος τους δεν ήταν ο εβλιγιάς και το βαγί. Να συχνάζουν ήθελαν στο καφενείο του Φραγκιού, κάτι που δεν άρεσε σε αρκετούς γονείς διότι ο Φραγκιός ήτανε, λέει, από τους πρώτους κομμουνιστές – κάτι σαν μίασμα παναπεί – της Καινούργιας Χώρας μέλος του κομμουνιστικού πυρήνα της συνοικίας. Εκεί από τους εργάτες και τους ψαράδες, αφουγκράζονταν αλλιώτικες ανθρώπινες ιστορίες που διηγούνταν χαμηλόφωνα κι απλά, κάτι που τα εντυπωσίαζε, τους άρεσε. Άκουγαν για πρώτη φορά για πλούσιους και φτωχούς, για εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, για δικαιώματα των εργαζόμενων, για πράγματα που τα ζούσαν στα σπίτια τους, τα βλέπαν καθημερινά γύρω στην κοινωνία με τα μάτια τους, δίχως να μπορούν να ερμηνεύσουν το γιατί. Φαίνεται πως μ’ ότι άκουγαν αρχίνησε ν’ ανοίγει το μυαλό τους και να καταλαβαίνουν κάμποσα από τ’ ανεξήγητα.
Όταν άρχιζαν να πέφτουν τα πέπλα της νύχτας απ’ όλα τα σοκάκια άκουγαν τις δυνατές φωνές των μανάδων που τ’ αποπαίρνανε:
– Ώρα είναι να μαζωχτείτε στο σπίτι γιατί ανέ κάτσετε εκειά, σε λιγάκι θα παρουσιαστούνε οι νεράιδες με τα ξωτικά, τ’ αερικά και τα τελώνια [7] και θα σηκωθεί κι ο ευλιγιάς να σας σε κάνουνε κακό και μπορεί να σας σε πάρουνε!
Δεν ήτανε όμως μόνο οι μανάδες που απειλούσαν με το δέος των φαντασμάτων και του εβλιγιά τα κοπέλια και προκαλούσαν το φόβο. Ήτανε κι ο Τρικούπης. Ένας γεροντής κακομούτσουνος, τριπίθαμος, με μάτια μπιρμπίλικα και πόδια σαν κουτάλια, που ’χε φτιάξει ένα φτωχικό σπιτάκι με πλίνθους πάνω στο δημόσιο χωματόδρομο δίπλα από το καφενείο. Μα δεν πρόλαβε ο παντέρμος καλά – καλά να το χαρεί με τη φαμελιά του, καθώς μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα που λυσσομανούσε η τραμουντάνα, τα τεράστια κύματα πήρανε «το κουτούκι του Τρικούπη». Όταν έβλεπε τα παιδιά της γειτονιάς να μαζώνονται κάτι μέσα του τον τσίτωνε. Σαν να τα ζήλευε. Πήγαινε κοντά τους, τάχα μου, να τα πειράξει κι αυτός τα φοβέριζε με τον εβλιγιά, κάτι ανάλογο που έκαναν οι μανάδες κι οι γιαγιάδες τους. Όμως ξετζανισμένα αυτά σε κάτι τέτοια, τόνε ξεφωνίζανε με πολλά «ου»! Το ’χε παρακάνει.
Μια μέρα συσκεφθήκανε να του σκαρώσουνε μια διαολιά που νάχει σχέση με τον εβλιγιά. Να δεις τι κατεργαριά σκαρφιστήκανε τα παμπόνηρα. Πήγανε στ’ αγγειοπλαστείο του Στρατούδη στη νοτιοδυτική γωνιά του εργοστασίου της ΑΒΕΑ και τον παρακάλεσαν να τους δώσει από τα φρέσκα πήλινα μια μικρή λαΐνα που δεν του είχε πετύχει και θα την πετούσε.
– Είστε τυχεροί, τους είπε. Να εκειέ πέρα στη γωνιά είναι μια που την έβαλα οψάργας.
Τα παιδιά έτριψαν τα χέρια τους από ικανοποίηση, ευχαρίστησαν τον αγγειοπλάστη που διευκόλυνε τα σχέδιά τους, πήραν με προσοχή τη μικρή λαΐνα και έφυγαν. Την έκρυψαν σε μια κρυψώνα και την επόμενη μέρα όσο ο πηλός ήταν νωπός έκοψαν το λαιμό της λαΐνας για να στέκει ορθή ανάποδα, κι έκοψαν μάτια, μύτη και στόμα έτσι που να μοιάζει από μακριά με ανθρώπινη νεκροκεφαλή. Παράλληλα παρακολουθούσαν τις κινήσεις του Τρικούπη. Ένα απόγευμα πάει προς τα εντέκια με κατεύθυνση στην Παλιά Πόλη. Όταν σκοτείνιασε πάνε τη λαΐνα στον εβλιγιά κι από μέσα βάνουνε ένα καντηλάκι και το ανάβουνε. Πίσσα σκοτάδι και στην εσωτερικά φωτισμένη λαΐνα, να λαμπυρίζουν τα μάτια, η μύτη, το στόμα. Αληθινά σφάνταζε. Ύστερα κρυφτήκανε στους γύρω βράχους και περιμένανε να φανεί για να δουν την αντίδρασή του. Δεν περνά πολλή ώρα και να τον ο ερίφης καμαρωτός – καμαρωτός να τραγουδάει ένα γνωστό τραγουδάκι της εποχής. Αμέσως οι μικροί δαίμονες, χωρίς καν συνεννόηση, αρχίζουν να πετούν πετραδάκια προς τη μεριά του. Τρώει κάνα δυο κι αλαφιάζεται. Αρχίζουν να τον ζώνουν τα φίδια. Κάνει το πρώτο σταυροκόπημα και ξεκινά τα πατερημά, μπας και γλιτώσει. Έως εκείνη τη στιγμή κοίταζε προς τη μεριά της θάλασσας που νόμιζε πως ήταν ο… εχθρός! Ξάφνου κάνει στροφή 180 μοιρών προς τον εβλιγιά και… αντικρίζει τη λαΐνα. Γουρλώνει τα μπιρμπίλικα μάτια του που κοντεύουν να βγουν έξω από τις κόγχες. Τι ήταν αυτό; Τον λούζει κρύος ιδρώτας. Τρέμει σύγκορμος. Νιώθει τα γόνατά του να λυγίζουν! Μια τεράστια κραυγή βγαίνει απ’ το ορθάνοιχτο στόμα του. «Πα-να-γί-αααα μουουουου…» και σα φοβισμένο αγρίμι αρχίζει να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το σπίτι του για να… σωθεί από τον εβλιγιά! Οι μικροί δαίμονες κυλιούνταν στην άμμο κουτρουβαλιασμένοι, σκασμένοι από τα γέλια. Ο Μίμης γυρίζει στο σπίτι του και τα μολογάει χαρτί και καλαμάρι στον πατέρα του.
– Να δεις, μπαμπά, τον Τρικούπη πως χοροπηδούσε χεσμένος από το φόβο του, που μας έκανε ο κακομοίρης τον παλληκαρά!
Την άλλη μέρα απ’ τα χαράματα ο Τρικούπης, ολομόναχος στο γυρογιάλι, έκοβε βόλτες πέρα δώθε, σιγομουρμουρίζοντας. Σε λιγάκι βγαίνει απ’ το καφενείο ο Φραγκιός, που είχε μάθει τα καθέκαστα απ’ το γιό του, και μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο τον ρωτά:
– Ηντά παθες κι είσαι συννεφιασμένος;
– Πράμα δεν έχω, του απαντά ο Τρικούπης.
– Μη μπα να και σε πάταξε ο εβλιγιάς; επέμενε το πειραχτήρι ο Φραγκιός.
Τινάχτηκε.
– Να μη τονε πιάνεις τον εβλιγιά στο στόμα σου αναθεματισμένε! Άφησ’ τονε στην ησυχία του, ανταπάντησε ο Τρικούπης και κάνει μια μανισμένος και φεύγει οθέ ντο Κλαδισό…!
Μετά το 1924 και την αποχώρηση των μουσουλμανικών πληθυσμών με την υποχρεωτική ανταλλαγή βάσει της συνθήκης της Λωζάννης, ο εβλιγιάς εγκαταλείπεται, ερειπώνει και σύντομα εξαφανίζεται.
Το βαγί συνέχισε να στέκει ατρόμητο ώσπου τον ηρωικό Μάη του ’41, οι ορδές των βάρβαρων ναζιστών όρμησαν με τα μεταλλικά όρνια τους κι άρχισαν να ξερνούν πυρωμένο ατσάλι σκορπώντας την καταστροφή και το θάνατο αδιακρίτως. Τα κοπέλια άνοιξαν τρύπες στον τοίχο του οβραίικου νεκροταφείου για να μπορούν να έχουν περισσότερες οδούς διαφυγής κι έσκαψαν δίπλα στο βαγί ένα μεγάλο λάκκο να προφυλάσσονται και παρατηρούσαν τα σμήνη των τεράτων να εμφανίζονται από το βάθος του ορίζοντα και νάρχονται καταπάνω τους για να ξεράσουν το φονικό φορτίο τους. Μια απ’ αυτές τις βόμβες δολοφόνους έπεσε λίγο πιο πέρα κι ο λάκκος έγινε ο τάφος τριών νέων που θάφτηκαν κάτω από τόνους άμμου. Το βαγί κλονίστηκε συθέμελα και λίγο αργότερα μια δυνατή κακοκαιρία που συνοδεύονταν από μεγάλη φουρτούνα, του ’δωσε τη χαριστική βολή και το σώριασε κάτω.
Άνοιξη του 1945. Ο Φραγκιός, αδύναμος κάθεται έξω από το καφενείο του στη σκιά της καλαμωτής πίνοντας το βραστάρι του. Μόλις είχε καταφέρει να γυρίσει μ’ ένα καΐκι από την Αθήνα και την αντάρα του εμφύλιου. Τον Απρίλη του 1944, οι Ναζί που τον είχαν συλλάβει τον κόλλησαν σε μια αποστολή 30 κρατουμένων, με προορισμό τη Γερμανία. Όμως δεν κατάφεραν να τους προωθήσουν, εξαιτίας της προέλασης του κόκκινου στρατού. Φεύγοντας οι Γερμανοί, τους άφησαν ελεύθερους και τους βρήκαν οι επιχειρήσεις του Δεκέμβρη, με την αγγλική επέμβαση. Συνελήφθη ξανά από τους Εγγλέζους προσπαθώντας να βοηθήσει τον ΕΛΑΣ και αφού τους είπε ότι ήταν όμηρος των Γερμανών, σε δύο μέρες τον απόλυσαν μαζί με άλλους δέκα.
Κοιτάζει απέναντι το γνώριμο σ’ αυτόν τοπίο. Κάτι λείπει. Που πήγε το βαγί; Ανεπαίσθητα ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του…!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο εβλιγιάς είναι ο αντίστοιχος όσιος στο αγιολόγιο της μουσουλμανικής θρησκείας.
[2] Ο Σεΐτ Μπιλάλ ήταν μουσουλμάνος αξιωματούχος, πιθανόν από την Αιθιοπία, του τουρκικού στρατού του Γιουσούφ πασά που πολιόρκησε τα Χανιά το 1645 και σκοτώθηκε εκεί. Σεΐτ θα πει μάρτυρας από την τουρκική λέξη şehit που σημαίνει ο πεσών για την πατρίδα ή για την θρησκεία.
[3] Χαλικούτηδες, ήταν Αφρικανοί σκλάβοι και οικονομικοί μετανάστες στην Κρήτη. Η πρώ-τη άφιξη Αφρικανών στην Κρήτη γίνεται το 1669 με την πτώση του Ηρακλείου απ’ τους Ενετούς. Η δεύτερη μαζική μεταφορά θα γίνει κατά την περίοδο 1830-40 με την Αιγυπτιοκρατία. Οι Αφρικανοί “Χαλικούτες” ήταν φτωχοί μεροκαματιάρηδες, εργάτες κυρίως στο λιμάνι, αχθοφόροι, ιχθυοπώλες, βοηθοί στα σφαγεία και αλλού. Μιλούσαν αραβικά και ήταν Μου-σουλμάνοι. Κυκλοφορούσαν ατημέλητοι, ντυμένοι φτωχικά, συχνά ξυπόλητοι και ζούσαν σε ταπεινά δωμάτια και παράγκες. Το «χαλικούτης» προέρχεται από το αφρικανικό Χαλ Ιλ Κούτι, δηλαδή «Άφησε κάτω το κιβώτιο», φράση συνηθισμένη ανάμεσα στους Αφρικανούς αχθοφόρους.
[4] Κουρμπάνι θα πει σφαχτό. Οποιοδήποτε προορίζεται για θυσία σε προσφορά. Οι μουσουλμάνοι χρησιμοποιούν για κουρμπάνια αρνιά και μοσχάρια. Ετυμολογικά το πήραμε από τα Τούρκικα: kurban. Η ρίζα του είναι Αραβική : ḳurbān = θυσία. Τα σφαχτά των Χαλικούτηδων τους τα δώριζαν πλούσιοι μουσουλμάνοι, αγάδες και μπέηδες.
[5] Μπουζά, είναι ένα παχύρρευστο ρόφημα με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ. Παράγεται από δημητριακά (καλαμπόκι, πλιγούρι, κεχρί) ή και ρύζι, νερό και ζάχαρη. Με τη μαγιά γίνεται η ζύμωση και μετατρέπεται σε αλκοόλ και της προσδίδει την ιδιαίτερα χαρακτηριστική γλυκόξινη γεύση της. Είναι ένα φυσικό γιατρικό για τα νεύρα πλούσιο σε βιταμίνες, που ανεβάζει τη διάθεση και αυξάνει τη θερμοκρασία του σώματος.
[6] Αλή Γκογκώ: Αφρικανός, Ιβάβης Αληγκογκός ή Γκογκώ ή Κογκό ή Κιον Γκου του Χατζηιμβραήμ. Γεννήθηκε το 1882. Καταγωγή από το Κογκό της Αφρικής. Κάτοικος πάνω Κουμ Καπί. Είχε έναν αδερφό τον Χασάν.
[7] Τελώνια, κατά τις δοξασίες των ανατολικών λαών, είναι δαιμονικά όντα προικισμένα με πολύ μεταμορφωτική δύναμη, όχι πάντα επιβλαβή για τους ανθρώπους, αλλά κυρίως με διάθεση να πειράζουν, να ενοχλούν και να φοβίζουν.
*Ο Γιώργος Πιτσιτάκης είναι Δάσκαλος – Ιστορικός Ερευνητής
Υπέροχο ακόμα κ για μας που δεν γνωρίσαμε τίποτα από όλα αυτά που περιγράφετε!!!