Ο μεσήλικας ευπατρίδης με το άσπρο πουκάμισο, το καφέ παντελόνι, το λεπτό μαύρο μουστάκι και τα γυαλιά προσκάλεσε για χορό την λεπτοκαμωμένη κυρία με το σκούρο γκρι ταγιέρ, τα μαύρα μάτια και το καρέ γκρίζο μαλλί. Στο πικ-απ το «Δεύτερο βαλς» του Σοστάκοβιτς άρχισε τους μελωδικούς κυματισμούς του και το ζευγάρι άρχισε να στροβιλίζεται στην πίστα, πρώτα αργά μετά πιο γρήγορα, καθώς ο ρυθμός ζωήρευε. Συνεπαρμένοι από το χορό στην αρχή δεν μιλούσαν, αλλά σύντομα μίλησαν οι ψυχές τους. Πρώτος μίλησε ο καβαλιέρος:
«Στα χρόνια των παππούδων μας
οι μύλοι του νησιού μας είχανε φτερά,
αυτά που ο δον Κιχώτης νόμιζε
χέρια γιγάντων. Τώρα είναι ασάλευτα.
Οι γείτονές μας θριαμβολογούν
που επαληθεύτηκαν οι λογικές τους
ερμηνείες. Δεν υποπτεύονται
πόσο μίζερη έγινε η ζωή μας
με τους ανάπηρους ανεμόμυλους».
Η ντάμα απάντησε:
«Ας έχουμε επίγνωση της ανεπάρκειάς μας
Ας μην ταυτίζουμε το γήρας μας μ’ αυτό
του Κόσμου
Μην όλα τα μετράμε με τα μέτρα μας.
Γεγονός πως φεύγουμε αδικαίωτοι
Όμως οι δρόμοι καθόλου δεν τελειώνουν
Τα οράματα θα συνεχίσουν την τροχιά τους
κι οι εξεγέρσεις αλλεπάλληλες
σαν τις εκρήξεις του άστρου της ημέρας
αέναα θα ξεσπούν.
Όλα θα οικοδομούνται και χωρίς εμάς
Όλα θα βαίνουν στην αρχή τους
και στο τέλος τους
Χωρίς εμάς».
«Μικρές Καθημερινές Στιγμές», Βικτωρία, «αναζητώ τον Άνθρωπο και τον Θεό», είπε ο Γιώργης.
«Μειλίγματα», Γιώργη, «Μειλίγματα από την προσωπική μου ζωή στον πόλεμο, στον εμφύλιο και στην εξορία», απάντησε η Βικτωρία. Η ένταση της μουσικής αυξήθηκε μαζί και ο ρυθμός. Το ζευγάρι άρχισε να κάνει γρήγορες στροφές.
«Ξέρεις, οι μύλοι σου είναι καβαφικοί, με στοιχεία καρυωτακικής σάτιρας και σολωμικά μεταφυσικά πετάγματα. Τελικά, είσαι ο δον Κιχώτης της ποίησης με τη μοναξιά των ονείρων σου», είπε η Βικτωρία.
«Κι εσένα ο Μαγιακόφκι και ο Ρίτσος εμπνέουν τους στίχους σου. Μ’ αρέσει το όραμά σου και ο ποιητικός σου αγώνας για έναν καλύτερο κόσμο. Αξίζει, όμως, αφού θα «φεύγουμε αδικαίωτοι; », είπε ο Γιώργης.
«Δες «πόσο μίζερη είναι η ζωή μας με τους ανάπηρους ανεμόμυλους», απάντησε η Βικτωρία…
…Η μουσική σταμάτησε, μαζί και η ονειροπόληση. Δυο φωτογραφίες είχαν ξυπνήσει τη φαντασία του νου, ο ευπατρίδης ποιητής Γιώργης Μανουσάκης και η δαντελένια αγωνίστρια ποιήτρια Βικτωρία Θεοδώρου. Συνοδοιπόροι στον χρόνο και στον τόπο, τα Χανιά, ανήκαν σε διαφορετικές ποιητικές γενιές, ο Μανουσάκης στη δεύτερη μεταπολεμική και η Θεοδώρου στην πρώτη μεταπολεμική. Και οι δυο διακρίνονταν για τη σεμνότητά τους και το λυρισμό τους κι όπως όλοι μεγάλοι ποιητές ήθελαν να φτιάξουν με τη τέχνη καλύτερους ανθρώπους κι έναν καλύτερο κόσμο, ενώ οι ίδιοι έβρισκαν καταφύγιο στην ποίηση, όπως είχε πει και η Βικτωρία Θεοδώρου.
ΥΓ1. Οι «Μικρές Καθημερινές Στιγμές» είναι ποιητική συλλογή του Γιώργη Μανουσάκη και τα «Μειλίγματα» είναι ποιητική συλλογή της Βικτωρίας Θεοδώρου.
ΥΓ2. Αφιέρωμα για την παγκόσμια ημέρα ποίησης.
Ηταν ένας καταξιωμένος ποιητής διεθνούς εμβέλιας. Ως φίλος και γείτονάς μου από τα παιδικά μας χρόνια διακρινόταν για την ευγένιά του και τον προσεινή χαρακτ’ηρα του.