Όταν σε χτυπήσει η μεγάλη συμφορά του να χάσεις παιδί, χάνεις και τον εαυτό σου. Κολυμπάς αδιάκοπα σε πελάγη θλίψης κι απόγνωσης, μάταια προσπαθείς να βρεις μια σανίδα να πιαστείς…
Ο άνδρας δεν τον άντεχε τον χαμό του παιδιού του, με το τίποτα!
Κι όλα όσα λέγανε ή κάνανε με χαρά, οι δυο του -κουβέντες για ποδόσφαιρο κι ανδρικά πράγματα όπως το κυνήγι και το ψάρεμα- έγιναν κακή, πικρή ανάμνηση…
Χωρίς το γιο, τίποτα δεν άξιζε…
Άρχισε να περνά τις ανούσιες ώρες του, πάνω σε βιβλία.
Κυρίως Γαλλικά, που από πάντα του αγαπούσε ιδιαίτερα.
Με το λεξικό στο χέρι πάλευε να διεισδύσει στα μυστικά της δύσκολης λογοτεχνίας, της ξένης χώρας.
Ένοιωθες, καθώς τον κοίταζες να κάθεται αφοσιωμένος και με πείσμα να ψάχνει κάθε άγνωστη λέξη, να γράφει την αντίστοιχη Ελληνική στο περιθώριο, να τη σβήνει όταν σιγουρευόταν πως την έμαθε -ένοιωθες πως όλ’ αυτά γινόταν, μόνο και μόνο για να κυλήσουν οι άσκοπες ώρες!
Για να γεμίσει το μυαλό λέξεις και πάλι λέξεις και τίποτ’ άλλο…
Σιγουρευόσουν, όταν εύρισκες σε κάποιο κομμάτι χαρτί, γραμμένο βιαστικά στα Γαλλικά, τον επίλογο του αγαπημένου του βιβλίου -των «Αθλίων» του Βίκτωρος Ουγκώ- που το ’γραφε τακτικά όπου εύρισκε λίγο χώρο: «Κοιμάται! Αν και η μοίρα του φέρθηκε πολύ παράξενα. Ζούσε! Πέθανε όταν δεν είχε πια τον άγγελό του! Το πράγμα απλά, ήλθε από μόνο του, όπως η νύχτα έρχεται, όταν η μέρα φεύγει…».
Μικρή παρηγοριά και βάλσαμο οι λέξεις, βγήκαν αληθινές και για τον ίδιο!
Λες κι το ήξερε πως θα έφευγε κι εκείνος απλά κι ήσυχα, ένα δειλινό, όταν δεν θα είχε πια τον άγγελό του…