Προχουντικά τα Εξάρχεια αποτελούσαν μια ανθρώπινη γειτονιά της Αθήνας. Χωρίς την μαγκιά ή την έπαρση που χαρακτήριζαν άλλες. Οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους ευγενικοί, καλοσυνάτοι, οι κοπέλες ήμερες, καλαναθρεμμένες, πολιτισμένες.
Έπειτα βούλιαξαν. Πλημμύρισαν κάθε λογής περιθωριακούς. Φοβάσαι να σιμώσεις. Μαντράχαλοι ζητιανεύουν. Έτσι και βγάλεις πορτοφόλι στο φάγανε.
Πολλοί φοιτητές του Πολυτεχνείου, της Ανώτατης Εμπορικής αλλά και Πανεπιστημιακών Σχολών έμεναν εκεί. Το πρώτο βρισκόταν πολύ κοντά. Ούτε η Εμπορική απείχε πολύ.
Ο Γιάννης, τριτοετής της Φιλοσοφικής, νοίκιαζε δωμάτιο στην οδό Τσαμαδού. Σε ισόγειο σπίτι Αθηναϊκής οικογένειας.
Στην Πρωτεύουσα και το Μεγάλο Λιμάνι υπήρχε τότε έλλειψη στέγης. Αργότερα ξεπεράστηκε με τις πολυκατοικίες. Δυστυχώς ήρθαν άλλα κακά.
Από την Επαρχία κατέφθανε πλήθος ανθρώπων. Συχνά αποδιωγμένων από τις τοπικές κοινωνίες, για βάσιμους λόγους. Απατεώνες ξάφριζαν τα θύματά τους. Έπειτα τόσκαγαν. Κρύβονταν μέσα στα εκατομμύρια. Η εγκληματικότητα αυξήθηκε εφιαλτικά. Το αίσθημα ασφαλείας των πολιτών, άρχισε να κλονίζεται.
Μόλις είχε περάσει τα είκοσι. Από το Ηράκλειο της Κρήτης, μέσου αναστήματος, καστανός, λεπτοκαμωμένος, καλόκαρδος, υστερούσε σε αυτοπεποίθηση.
Στο Πανεπιστήμιο περνούσε τα έτη αγκομαχώντας. Αντίθετα με σήμερα, κείνα τα χρόνια οι φοιτητές καταπιέζονταν όχι μόνο από το διδακτικό προσωπικό αλλά και από τους υπαλλήλους της γραμματείας και τους κλητήρες. Σε κάθε διαδήλωση που έκαναν, ακόμα και για την Κύπρο, η Αστυνομία του κράτους της Δεξιάς τους ξυλοκοπούσε άγρια. Ίσχυε το δόγμα, η Κυβέρνηση αποφασίζει. Ο Λαός δεν επιτρέπεται να εκφράζει άποψη. Όποιος τολμούσε φακελωνόταν ως κομμουνιστής. Με όλα τα επακόλουθα.
Ο πατέρας του ήταν τραπεζιτικός υπάλληλος, οι δυο μικρότεροι αδελφοί του μαθητές Γυμνασίου.
Η μάνα έκανε κουμάντο στο σπίτι. Ηθικά άμεμπτη, αλλά αυταρχική. Ανίκανη να δείξει κατανόηση, όπου έπρεπε.
Ζεστό απόγευμα του Ιούνη. Σε καμία εβδομάδα θα άρχιζαν οι τμηματικές εξετάσεις. Περπατούσε στην οδό Σπυρίδωνος Τρικούπη. Αισθανόταν μόνος. Δεν είχε αναπτύξει φιλίες με τους συμφοιτητές του.
Ένοιωθε έντονη την ανάγκη του θηλυκού. Οι φοιτήτριες απρόσιτες. Επιδίωκαν να τυλίξουν κανένα πετυχημένο τριανταπεντάρη.
Προσπάθησε να προσεγγίσει κορίτσια της γειτονιάς. Χωρίς επιτυχία.
Τον προσπέρασε μια πανέμορφη γυναίκα. Το τολμηρό της φόρεμα απεκάλυπτε ένα θαυμάσιο σώμα. Κοσμήματα λαμπύριζαν στα χέρια, τον λαιμό, τα αυτιά της. Αύξαναν την διέγερση.
Του ξέφυγε επιφώνημα πόθου. Κάτι του είπε. Δεν το κατάλαβε. Ξαναμμένος, ανίκανος να ελέγξει τον εαυτό του, την πήρε από πίσω.
Σε λίγο εκείνη έστριψε σε πάροδο. Προχώρησε κάμποσο. Έπειτα κατέβηκε στο υπόγειο με τα κόκκινα φανάρια. Οίκος ανοχής.
Αισθάνθηκε σαν να τον έλουσαν με παγωμένο νερό. Έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε σχεδόν τρέχοντας.