— Ας ήταν Θε μου μπορετό
στο μέρος π’ άναψε φωτιά
κι͗ άφησε πίσω της, δάκρυα κ’ ορφάνια,
εκεί, ξανά να’ ρθεί ζωής χαρά
και η παλιά ζωντάνια…
— Στα γκρεμισμένα σπίτια, τα χαλάσματα,
π’ άφησε πίσω η πυρκαγιά
και της φωτιάς η δίνη,
θαύμα του Πλάστη να φανεί
κι’ όλ’ η μεγαλοσύνη!
— Ασπρόμαυρα σύννεφα, μαβιά,
θάρρητα φέραν στην καρδιά.
Γιατί το δάκρυ τους κάποια στιγμή,
γίνει θεόσταλτη βροχή,
και με τη γκρίζα Γη θ’ ανταμωθεί…
— Κι η μάνα Γη
στα σπλάχνα της θα τη δεχτεί,
θα ξαναγεννηθεί…
Ζωή πάλι θα νιώσει,
θα πάρει και θα δώσει!
— Στον πονεμένο άνθρωπο
ταχιά που ξημερώνει,
να ρθεί ξανά η ελπίδα του
μεσ’ το δικό του αλώνι…
— Ελπίδα σ’ αυτή μέσα τη φρίκη,
απ’ τα θεμέλια να χτιστεί
το πέτρινο το σπίτι.
Να ’βρει απάγκι ο άρρωστος
και το φτωχό σπουργίτι!..