Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Το ξωκκλήσι των σκιών

Ρουφώ αχόρταγα τον αβάσταχτο καλπασμό της βροχής. Ρουφώ αχόρταγα το τρανταχτό της γέλιο. Κι ας είναι αδυσώπητο το λιόγερμα. Κι ας έρχεται αδυσώπητα γρήγορα το σκοτάδι. Κι εγώ, τίποτα άλλο δε θέλω ν’ ακούσω. Γιατί όλα τα άλλα, φαίνονται παράταιρα με τη γαλήνη. Νιώθω το τρίξιμο της πόρτας, σκουριασμένη από τον καιρό, που ανοίγει. Σα να ‘ναι το ξύλινο ποδάρι της ψυχής, που με το ένα μάτι καλυμμένο, κρυφοκοιτάζει. Της σιωπής το βρεγμένο δρόμο. Τον σκεπασμένο, με τα χρωματιστά φύλλα των καιρών, που φθινόπωρο έχουν, εδώ και χρόνια.
Προαναγγέλλοντας χειμώνες.
Με τη θαλπωρή και τη ζεστασιά κρυφού καταφυγίου. Που δε τολμάς να μαρτυρήσεις το τόπο που βρίσκεται. Και τον τρόπο που το βρήκες. Και το κρατάς μακριά από τα περίεργα και ξένα βλέμματα. Είναι το ξωκκλήσι των σκιών. Γεμάτο από την ανάσα του σύθαμπου.
Τυλιγμένο με της ομορφιάς, τ’ αραχνοΰφαντα. Που πολλές φορές δε τολμάς, μήτε εσύ ο ίδιος να δρασκελήσεις το κατώφλι του. Από ‘κει μόνο μπορείς ν’ ακούσεις το σιγοψιθύρισμα του μέσα σου. Τυλιγμένο με το ζεστό πανωφόρι της γαλήνης. Που κερδήθηκε μετά από ατέρμονες μάχες. Με ανυπόταχτες θύελλες.
Με αρχαίους δράκους. Που, με ανοιγμένα τα φτερά τους, ακροβατούσαν στην μιάν άκρη από το δάκρυ σου. Με λιθόστρωτα μονοπάτια, που οδηγούσαν σε γκρεμούς. Έτσι έμαθες να πετάς. Κι όχι να πέφτεις. Στης σιωπής το πεντάγραμμο, είναι σημαδεμένα όλα. Κάθε σημάδι και μιά πληγή. Κάθε σημάδι και ένα σκοτάδι. Κάθε σημάδι και ένα φως. Κι η μάχη πάντα διαφορετική. Και πάντα η ίδια. Δεν είναι τόσο αυτά που συμβαίνουν επί τα εκτός που έχουν σημασία. Το μέσα σου είναι αυτό που βρυχάται. Γιατί μέσα σου ουσιαστικά συμβαίνουν όλα. Είναι σα να ξεσκονίζεις με το τραχύ από τις εμπειρίες χέρι, το νιογέννητο χιόνι, που έχει μαζευτεί. Για να αποκαλυφθεί αμέσως από κάτω, πλάκα πέτρινη. Με τους αρχαίους ύμνους της Ίσιδας σκαλισμένους πάνω στα φύλλα της. Και ‘συ με το ίδιο πάντα χαμόγελο να τους βλέπεις για πρώτη φορά.
Προσπαθώντας να τους τραγουδήσεις, σε ρυθμούς για σένα, πρωτόγνωρους. Και δεν είναι τόσο η ανακάλυψη, όσο η παραδοχή, ότι ήταν πάντα δικοί σου. Και ας τους έβλεπες για πρώτη φορά. Είναι περίεργο, αλλά, μετά από μισόν αιώνα και κάτι, καθώς κοιτάζομαι στον καθρέφτη, ανακαλύπτω κάποιο σημάδι που ποτέ άλλοτε δεν είχα δει. Θα μου πάρει μιά ζωή, λες, για να μάθω πως στ’ αλήθεια μοιάζω. Κάποιες φορές, στο σκοτάδι, ψηλαφώ τα χαρακτηριστικά της ψυχής μου. Που μόνο στο σκοτάδι μπορώ να τα δω καθαρά. Εκεί πρώτη φορά είδα τους Δροσουλίτες πάνω στο κάστρο τους. Να ‘ρχονται καβαλάρηδες. Ζητώντας την ουτοπία ατέρμονα. Κατακτώντας την ουτοπία ατέρμονα. Κι η θωρριά τους πάντα μου έκοβε την ανάσα. Από τη πολλή χαρά. Που με επισκέφτηκαν και τους γνώρισα. Και από τότε αυτό γίνεται κάθε στιγμή. Μιά ουτοπία που κατακτιέται κάθε στιγμή, σε κάθε ανάσα. Σε κάθε ανοιγόκλειμα του βλέμματος. Και ‘γω καθισμένος πάντα στο ξωκκλήσι των σκιών, κλείνω τα μάτια. Κι αφουγκράζομαι. Το τρανταχτό γέλιο της βροχής. Που δε σταμάτησε να πέφτει αιώνες τώρα. Κάτω από το φυλλωμα της ψυχής μου. Κάτω από το μέσα σου. Και πιό βαθιά ακόμα. Και κάνω κρυφή επίκληση στις σταγόνες της. Να μη σταματήσουν ποτέ να πέφτουν. Να μη σταματήσουν ποτέ να χορεύουν στο είναι μου. Χα’ι’δεύοντας τα σημάδια των μαχών. Τις ουλές. Που γίνονται ρυάκια για να περάσουν, η βροχή και το δάκρυ μου.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα