Το υψηλότερο ποσοστό παμφάγων μεταξύ 11 ευρωπαϊκών χωρών εμφανίζει η Ελλάδα, καθώς πάνω από επτά στους δέκα καταναλωτές (ποσοστό 73%) δηλώνουν πως ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, καταναλώνοντας μέχρι και 3,3 κιλά κρέατος μηνιαίως. Πάντως, σχεδόν ένας στους δύο Έλληνες και Ελληνίδες (49%) επιθυμεί να μειώσει την κατανάλωση κρέατος, ενώ οι καταναλωτές εμφανίζονται επίσης ανοιχτοί στο ενδεχόμενο να δοκιμάσουν κρέας κυτταροκαλλιέργειας (σε ποσοστό 49%), αλλά και τρόφιμα που αξιοποιούν πρωτεΐνη από έντομα (ένας στους τέσσερις ή ποσοστό 26%). Επιπλέον, πάνω από οκτώ στους δέκα παμφάγους (82%) συμφωνούν, παρότι οι ίδιοι καταναλώνουν κρέας, ότι υπάρχουν λόγοι να γίνει κάποιος χορτοφάγος, με σημαντικότερο κίνητρο τη βελτίωση της μεταχείρισης των ζώων και επόμενους δύο την υγεία και το περιβάλλον. Στο σκηνικό αυτό, ως «μπροστάρισσα» στον χώρο των φυτικών τροφίμων και της στροφής που σταδιακά παρατηρείται προς αυτόν, εμφανίζεται η «φυλή» των flexitarians (καταναλωτές που ακολουθούν ευέλικτη διατροφή, με μειωμένη κατανάλωση κρέατος), τα μέλη της οποίας παρατηρούνται συνηθέστερα στις ηλικίες άνω των 45 ετών (ποσοστό 55,7%).
Τα παραπάνω προκύπτουν από μελέτη σε δείγμα 700 ερωτώμενων, ηλικίας άνω των 18 και κάτω των 70 ετών, η οποία διενεργήθηκε τον Ιούνιο και συγχρηματοδοτήθηκε από την Ελληνική Ένωση Χορτοφάγων (HellasVeg) και την αντίστοιχη ευρωπαϊκή (European Vegetarian Union- EVU). Η πρωτογενής έρευνα διενεργήθηκε από την Καντάρ ΑΕ και η στατιστική ανάλυση έγινε από τη HellasVeg.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Χορτοφάγων, Σουζάνα Ισαακίδου, επισημαίνει ότι η χορτοφαγία αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά και στην Ελλάδα τα αμέσως επόμενα χρόνια, «χτίζοντας» πάνω σε μια τάση που ενδυναμώθηκε και κατά τη διάρκεια της πανδημίας: «Την τελευταία διετία, με την πανδημία -που οδήγησε περισσότερους ανθρώπους στην υγιεινή διατροφή- και την κλιματική κρίση, που ανέδειξε την εντατική κτηνοτροφία ως έναν από τους σημαντικούς λόγους περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, δημιουργήθηκε δυναμική τάση ανάπτυξης της χορτοφαγίας και στην Ελλάδα. Επιπλέον, η επιθυμία και απαίτηση των νεότερων γενεών για δικαιότερη μεταχείριση των ζώων συνεισφέρει προς αυτή την κατεύθυνση. Η μελέτη δείχνει δε, ότι ακόμα και οι παμφάγοι θεωρούν ότι υπάρχουν λόγοι να είναι κάποιος χορτοφάγος. Όταν λοιπόν δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις, ώστε τα προϊόντα φυτικής προέλευσης να γίνουν πιο δελεαστικά στους καταναλωτές, τότε θα δούμε την τάση της χορτοφαγίας να αναπτύσσεται ταχύτατα» λέει η κ. Ισαακίδου.
Πώς μπορούν τα προϊόντα αυτά να γίνουν πιο δελεαστικά και τι πρέπει να πράξει η βιομηχανία για να πετύχει θετικές εξελίξεις; Όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Θωμάς Βασσάρας, εκπρόσωπος της εταιρείας V-Label, που μέχρι σήμερα έχει πιστοποιήσει -ως κατάλληλα για χορτοφάγους και βίγκαν- πάνω από 600 προϊόντα περίπου 100 επιχειρήσεων στην Ελλάδα, η βιομηχανία χρειάζεται να κινηθεί σε τρεις κατευθύνσεις: πρώτον, να βελτιώσει τα προϊόντα φυτικής προέλευσης, ώστε να είναι αρεστά σε μεγαλύτερο μέρος των καταναλωτών, κάτι που ήδη πολλές εταιρείες πετυχαίνουν: «οι ελληνικές επιχειρήσεις πραγματοποιούν έρευνα και ανάπτυξη, έχουν το δυνατό όπλο των μεσογειακών γεύσεων, ενώ λόγω μικρού μεγέθους και νοοτροπίας, διαθέτουν και την ευελιξία να παράγουν γρήγορα διαφοροποιημένα προϊόντα για λογαριασμό των ξένων πελατών τους. Πραγματοποιούν δε και εξαγωγές. Ενδεικτικό είναι ότι ελληνική εταιρεία περιλαμβάνεται σήμερα στην πρώτη δεκάδα επιχειρήσεων με τα μεγαλύτερα μερίδια αγοράς στις ΗΠΑ ως προς το φυτικό τυρί» εξηγεί ο κ. Βασσάρας.
Δεύτερον, προσθέτει, χρειάζεται να εξασφαλιστεί ευρύτερη διαθεσιμότητα αυτών των προϊόντων, μέσω του «ξεκλειδώματος» περισσότερων από τα δίκτυα διανομής τροφίμων, τα οποία είναι κατά κύριο λόγο τα σούπερ μάρκετ (84%) και οι λαϊκές αγορές (7%). Σήμερα, μικρό ποσοστό των πιστοποιημένων προϊόντων φυτικής προέλευσης έχει πρόσβαση σε αυτά τα δίκτυα. Τρίτον, λέει, η βιομηχανία πρέπει να μεριμνήσει για πιο ελκυστικές τιμές. Οι τιμές μπορούν να πέσουν μέσω της επίτευξης οικονομικών κλίμακας, κάτι που με τη σειρά του απαιτεί μεγαλύτερη πρόσβαση στα δίκτυα διανομής, καθώς οι υψηλοί τζίροι διαμορφώνουν προϋποθέσεις για χαμηλότερο κόστος παραγωγής -και άρα και δυνατότητα μείωσης των τιμών. Η ευκαιρία είναι πάντως εμφανής και για εταιρείες που παραδοσιακά δραστηριοποιούνται στον χώρο του κρέατος, οι οποίες πλέον «ρίχνουν» στην αγορά και plant-based προϊόντα.
Πόσο κρέας τρώμε στην Ελλάδα και πόσο δελεαστικά είναι για τους Έλληνες τα plant-based τρόφιμα;
Οι Έλληνες καταναλώνουν κρέας και γαλακτοκομικά συχνότερα από τον μέσο Ευρωπαίο, αλλά τρώνε περίπου το ίδιο συχνά αβγά και ψάρια/θαλασσινά. Οι flexitarians καταναλώνουν 900-1500 γραμμάρια κρέατος μηνιαίως ενώ οι παμφάγοι υπερδιπλάσια ποσότητα (2250- 3350 γραμμάρια). Επικεντρώνοντας την ανάλυσή τους στις απαντήσεις που δείχνουν μικρή και σποραδική κατανάλωση κρέατος (από μηδέν έως τρεις φορές τον μήνα), οι μελετητές διαπίστωσαν ότι μόλις το 7% καταναλώνει κρέας λιγότερο από μια φορά εβδομαδιαίως και μόνο το 5% γαλακτοκομικά με αντίστοιχη συχνότητα (τα αντίστοιχα ποσοστά για τους Ευρωπαίους είναι 29% και 18%).
Οι δε flexitarians ρωτήθηκαν για την κατανάλωση εναλλακτικών φυτικών τροφίμων (plant- based). Οι απαντήσεις τους δείχνουν δυσπιστία απέναντι στα προϊόντα αυτά, αλλά και διστακτικότητα να τα δοκιμάσουν. Οι βασικοί λόγοι που δεν τα προτιμούν είναι, όπως δηλώνουν, η υψηλή τιμή (35%), η όχι και τόσο καλή γεύση (21%), η έλλειψη ικανού εύρους επιλογών (21%), αλλά και ο προβληματισμός για το πόσο υγιεινά είναι (14%).
Στο μεταξύ, επιβεβαιώνεται και στην Ελλάδα ότι η υιοθέτηση βιωσιμότερων διατροφικών συνθηκών είναι ευκολότερη από τις γυναίκες συγκριτικά με τους άντρες. Οι γυναίκες είναι σε μικρότερο ποσοστό παμφάγες (67% έναντι 78% των ανδρών) και σε μεγαλύτερο ποσοστό flexitarians (29% έναντι 20%).
Ποσοστιαία, το μεγαλύτερο μέρος των flexitarians καταναλωτών εντοπίζεται στην Αθήνα και το μικρότερο στα νησιά. Στην Αθήνα και την ηπειρωτική Ελλάδα υπάρχει ακόμα ένα 3% που δηλώνει vegan ή vegetarian, με το ποσοστό να είναι σχεδόν μηδενικό στα νησιά. Η κατανομή αυτή μπορεί να εξηγηθεί και από την πρόσβαση σε περισσότερες επιλογές φυτικών τροφίμων και εναλλακτικών προϊόντων που μπορεί να έχουν οι κάτοικοι στην Αθήνα, ενώ στα νησιά η πρόσβαση σε τέτοια προϊόντα είναι πιο δύσκολη. Από την άλλη πλευρά, ένα αξιοσημείωτο ποσοστό παμφάγων καταναλωτών εντοπίζεται στα νησιά της χώρας.