Ο ζεϊμπέκικος χορός, ταξιδεμένος στον κυρίως Ελλαδικό χώρο απ’ τα παράλια της Μικράς Ασίας έχει διαδοθεί πολύ. Αρέσει σε άνδρες κυρίως, αλλά και σε γυναίκες αδιακρίτως ηλικίας.
Ωστόσο, ήταν και παραμένει ανδρικός χορός. Συνήθως στις διασκεδάσεις αφήνεται τελευταίος, σε χρόνο δηλαδή που η κατανάλωση του ποτού και το κέφι της παρέας απελευθερώνουν τα συμπιεσμένα συναισθήματα των συνδαιτυμόνων.
Τον χορό αυτό διεκδικούν σαν δικό τους οι γείτονές μας Τούρκοι, στην προσπάθειά τους να καλύψουν τη μηδενική ιστορική τους κληρονομιά, με σφετερισμό και νόσφιση του λαμπρού ιστορικού μας παρελθόντος.
Ο ζεϊμπέκικος χορός είναι ελληνικότατος, τον βρήκαν βέβαια οι Τούρκοι αργότερα και τον αφομοίωσαν. Αρχικά οι ελληνικοί χοροί ήταν πολυπρόσωποι. Ετσι τους περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα και πολύ αργότερα ο Ξενοφών, ο πρώτος τον χορό των Μινωιτών και ο δεύτερος «τον πύριχο». Ας θυμηθούμε μερικούς στίχους από τον Θείο ποιητή:«……Κι ανάμεσά τους την ψιλόφωνη κιθάρα κάποιο αγόρι/ γλυκά βαρώντας όμορφα έψελνε του Λίνου το τραγούδι/ με γάργαρη φωνή κι οι επίλοιποι στη γη τα πόδια εκρούγαν/ ξοπίσω του, πηδούσαν, φώναζαν και τραγουδούσαν όλοι…./ Ξόμπλιαζε ακόμα ο κουτσοπόδαρος θεός και χοροστάσι,/ όμοιο μ’ εκείνο που ’χε ο Δαίδαλος της ομορφομαλλούσας/ της Αριάδνης στην απλόχωρη Κνωσό παλιά φτιαγμένο./ Αγουροι εκεί κι ακριβαγόραστες παρθένες είχαν στήσει/ χορό, κι ο ένας του άλλου εκρατούσανε πα στον αρμό τα χέρια./ Λινό αγανό εφορούσαν όλες τους, καλόφαντους εκείνοι/ χιτώνες, απαλά που εγυάλιζαν με λάδι ποτισμένοι./ Φορούσαν όλες ανθοστέφανα στην κεφαλή, κι εκείνοι/χρυσά μαχαίρια που ανακρέμουνταν από λουριά ασημένια./ Κι όλοι τους πότε αντάμα εχόρευαν με πόδια μαθημένα,/ τόσο αλαφριά, σαν όντας κάθεται και τον τροχό του βάζει/ ο κανατάς, μπροστά, κοιτάζοντας αν εύκολα γυρίζει,/ και πότε πάλε αράδες έτρεχαν η μια στην άλλη αντίκρα./ Γύρω εστεκόταν και καμάρωνε τον όμορφο χορό τους/ κόσμος πολύς και πλάι τους κάθουνταν βαρώντας την κιθάρα/ ο θείος τραγουδιστής και ως άνοιγε το στόμα του να ψάλει,/ εκεί στη μέση τούμπες άρχιζαν να κάνουν δυο ακροβάτες….».
Στη συνέχεια αρχαίοι Θράκες αποίκησαν τις Τράλλεις και επινόησαν το χορό του ενός χορευτή, ο οποίος έκανε κινήσεις και φιγούρες με όπλο που κρατούσε. Απόγονοι αυτών ήταν “οι ζεϊμπέκες”, κάτοικοι δηλαδή της περιοχής του Αϊδινίου και της Προύσσας εξισλαμισθέντες, που διατήρησαν το χορό αυτό και τον διέδωσαν ευρύτερα. Δεν επιτρέπει ο χώρος για παράθεση στοιχείων και άλλων για την πλήρη και στερρά απόδειξη της ελληνικότητας του ζεϊμπέκικου χορού κι έτσι περιορίζομαι να θυμίσω τον ζωγραφικό πίνακα του Λύτρα, που παριστά έναν ζεϊμπέκη και το γεγονός ότι οι στρατιώτες του Μ. Αλεξάνδρου αυτό τον χορό χόρευαν στη μακρινή Βαβυλώνα, όταν πέθανε ο μεγάλος βασιλιάς, για να τον θρηνήσουν. Ο ζεϊμπέκικος δεν είναι χορός των πολλών, αλλά του ενός. Ο χορευτής συνήθως αυτοσχεδιάζει στις κινήσεις του και δεν μιμείται, χορεύει ρυθμικά, αλλά άναρχα, εκφράζοντας τα συναισθήματά του και εξωτερικεύοντας τους πόνους και τους καημούς του, φανερούς και κρυφούς. Τις κινήσεις της οπλοτεχνικής υποκαθιστούν τώρα των χεριών οι κινήσεις.
Ο χορός αυτός δεν είναι της χαράς μήτε της νίκης. Ορχείται ο χορευτής, βρίσκει την αυτολησμονιά και ανταμώνει την αυτολύτρωση, ισορροπεί την ύπαρξή του, μαζεύει τα πιεσμένα αισθήματά του και τα εκτοξεύει, προσωρινά έστω, στο σύμπαν, ξαλαφρώνει, διώχνει το βάρος, εκστασιάζεται, εξαϋλώνεται και η ψυχή του φτερουγίζει προς το απέραντο άπειρο, τείνει στο Θείο. Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, γιατί θέλει ο κόσμος να γυρίζει γύρω απ’ αυτόν, η στιγμή είναι μόνο δική του, όλοι και όλα υπακούν σ’ αυτόν: Η μουσική, η παρέα, ο χώρος, η φύση. Το τάνυμα της ψυχής μεγαλώνει. Δεν έχει βήματα ο χορός αυτός ομοιάζει με ιερατικό χορό, είναι ένας μοναχικός χορός. Μπορεί να θεωρηθεί η έκφραση της ήττας. Είναι η φυσική εξέλιξη του ιερού χορού των αρχαίων Ελλήνων.
Ο σωστός χορευτής χορεύει μόνο ένα τραγούδι και μάλιστα σε προχωρημένη ώρα του γλεντιού. Δεν μονοπωλεί την πίστα, αλλά δεν δέχεται και την παρέμβαση ή συμμετοχή τρίτων στον χορό (ας θυμηθούμε το πολύνεκρο έγκλημα με δράστη τον Νίκο Κοεμτζή για το τραγούδι “βεργούλες”). Ο χορευτής του ζεϊμπέκικου βρίσκει για λίγο το απάνεμο της ψυχής του λιμάνι και στην άκρα του τον ακατάλυτο βράχο, πάνω στον οποίο συντρίβονται όλα τα δεινά: Η φτώχεια, η μιζέρια, τα βάσανα, ο κοινωνικός απομονωτισμός, οι ξέρες της ζωής, ο φόβος του σήμερα και ο τρόμος του αύριο και του τέλους. Ο χορευτής, λοιπόν, “ιερούργησε”, προέβαλε τον εαυτό του σε μια μετουσίωση ανάμεσα στο χρόνο και το χώρο και ύστερα ήσυχα και ταπεινά αποσύρεται στην καρέκλα του, έχοντας νικήσει (προσωρινά) την κατάθλιψη και ό,τι άλλο αρνητικό της ζωής.