Πόσες γυναίκες γνώρισε… ρώτησε τον πατέρα,
ο γιός του ο μοσκοκούζουλος, ο Θοδωρής, μια μέρα.
– Εμείς μωρέ αμαρτωλέ, τιμούσαμε τη βέρα
και τη δική σου μοναχά γνώρισα τη μητέρα.
Και πες και συ ειλικρινά κι ορκίσου μου στο φως σου
σαν πόσες αγαπητικές, έκαμες στον καιρό σου;
– Σαν μ’ όρκισες στα μάτια μου και μ’ όρκισες στο φως μου,
σαράντα αγαπητικές έκαμα στον καιρό μου.
Σαρανταπέντε γίνονται μαζί με τσι χηράδες,
χωρίς μια γρια που βόλεψα… από τσι Κομιτάδες.
– Στις χήρες και τις κοπελιές, εγώ δεν επεμβαίνω,
μα να βολέψεις… και τη γρα, δεν το καταλαβαίνω.
– Πατέρα μου, δεν άκουσες, γιατ’ είσαι από μετόχι
ότι το πιο καλό ζουμί η γρια η κότα το ’χει.
Την έφτιαχνα… και μου ’λεγε: «Να έχεις την ευχή μου
κι είκοσι χρόνους είχα ’δα, να σιάξει η όρεξή μου
γιατ’ ήτανε ο άντρας μου, ντίπις μυαλοκομένος
κι ετσιδά δε με δρόσισε ούτε «νιοπαντρεμένος».
Κι αυτούς που σε βαφτίσανε, εγώ θα τσοι στραβώσω,
γιατί σε βγάλαν Θοδωρή και δε σε βγάλαν Δρόσο…».
– Άνε τση πήρες και λεφτά γι’ αυτή την εργασία…
– Σταμάτα γέρο παλαβέ. Ήταν ευεργεσία!
Γι’ αυτό και μου ’δωσε χρυσό σταυρό, να ομορφίζω
και να μου δίνει δύναμη πάντα να τη δροσίζω.
Μα δεν βοήθησε ο σταυρός, διότι την καημένη
την παραπάνω αργαδινή τη βρήκαν πεθαμένη.
Κι εγώ ’πα από μέσα μου: «Πήγε ευχαριστημένη».