Στο πρώτο λάλημα του πετεινού, είδα το φεγγάρι πλαγιασμένο. Ξαφνικά σηκώθηκε μελτέμι. Και μου χτύπησε τα πορτοπαράθυρα της λήθης. Και ξέχασα να θυμηθώ. Της αυγής το αίμα. Δε κοιμήθηκα απόψε. Καρτέρι έστησα στους λογισμούς. Ευτυχώς δεν φάνηκαν. Κι έμεινα ν’ ακούω ριζίτικα και κοντυλιές. Πάνω στο ζύγι σέρτικου καπνού είμαι. Κι αναρωτιέμαι, αν βγει σωστό το ζύγισμα. Και το φεγγάρι, πλαγιασμένο με θωρρεί. Ξαπλωτό φεγγάρι, όρθιος ο καπετάνιος. Έλεγαν οι παλιοί. Θα ‘ρθει καταχνιά. Και ‘γω, στο ζύγι των ανέμων θα ‘μαι. Κρυφοκοιτάνε τα μελτέμια απ’ τις χαραμάδες παλιών ξαστεριών. Είναι σκοτάδι ακόμα. Μεγαλώνει η νύχτα σιγα- σιγά. Και ‘γω, ζυγιάζω τις ώρες. Παράξενο πως μπορώ να δω τον γαλαξία να κρέμεται από τη σιωπή. Παράξενο πως κι αυτή, τον κρατά στους ώμους της. Κι όλο με κλέβει στο ζύγι ο Βοριάς. Κι όλο με κλέβει στο ζύγι ο Νοτιάς. Σπαταλήθηκα στων Ερώντων το μειδίαμα. Ευτυχώς. Κι ας μην άξιζαν. Άξιζε όμως η σπατάλη. Κάποτε μου είπες, θα το πληρώσεις. Και ‘γω σου είπα, έχω και πληρώνω. Ξόδεψα όλη μου τη καρδιά. Ξόδεψα όλα μου τα λάθη. Και τώρα δεν έχω άλλα πιά. Ευτυχώς θα πεις. Το μελτέμι σταμάτησε. Έτσι ξαφνικά όπως άρχισε. Κι έμεινα με τη ζακετούλα να με ιδρώνει. Οι δρόμοι είναι πολλοί. Μα λίγα τα μονοπάτια σου. Ίσως γι’ αυτό, πάντα διάλεγα τις ερήμους. Ίσως επειδή δεν έχουν μονοπάτια. Και πρέπει να φτιάξω τα δικό μου. Και μετά ο πρώτος άνεμος να τα κρύψει. Κάτω από την αστρόσκονη των πεπραγμένων. Ότι έγινε έγινε θα πεις. Ότι θα ‘ρθει, θα ‘ρθει. Μα εγώ με τη καρδιά πορεύτηκα. Για αυτό ήταν πάντα με τρύπια παπούτσια. Από τους μακρινούς δρόμους. Οι δρόμοι της καρδιάς είναι πάντα μακρινοί. Στο δευτερο λάλημα του πετεινού, άναψα τσιγάρο. Κι αν με ρωτήσεις τι κάνω άγρυπνος. Θα σου πω. Περιμένω το τρίτο λάλημα του πετεινού. Να δω αν προδώσω τις ερήμους μου. Και βγω λίγος. Στο ζύγι των ανέμων.