Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Το µεγάλο ανεξερεύνητο µυστήριο της Σαµαριάς

Το µυστικό του τόπου της Χρυσοµαλλούσσας

 

Είναι περισσότερα από εξήντα χρόνια που, σε µια από τις πολλές ως τότε διαβάσεις µου από τη Σαµάρια, δεν θυµάµαι ποιος µε πληροφορησε για την τοποθεσία Χώρα και µε οδήγησε ως έχει. Από τότε διερωτώµαι για αυτήν και ακόµη γιατί δεν έχει διενεργηθεί έρευνα ιστορική και αρχαιολογική.

Πρώτη εκτεταµένη αναφορά στο θέµα είχα στο περιοδική Κρητικό Πανόραµα (Αθήνα) και στα “Χανιώτικα νέα” πολύ παλαιότερα. Επανέρχοµαι.

Οι Βενετσιάνοι, µετά την κατάκτηση της Κρήτης, για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στο νησί, εκτός από κάστρα στα µεγάλα οικιστικά κέντρα καθώς και σε στρατηγικής σηµασίας ακτές και νησίδες, ανήγειραν σε µερικά σηµεία µικρότερα φρούρια ή πύργους, στα οποία υπηρετούσε ολιγοµελής φρουρά.

Στη Χώρα Σφακίων και κοντά στην ακτή, υπήρχε ερειπωµένος βυζαντινός πύργος και έτσι δεν χρειάστηκε να χτίσουν καινούριο, αλλά αναστήλωσαν τον ήδη υπάρχοντα.

Στην Κρήτη, ως γνωστόν, είχαν εγκατασταθεί δώδεκα µεγάλες βυζαντινές οικογένειες, µέλη των οποίων είχαν καθοριστική συµµετοχή στις εξεγέρσεις των Κρητικών κατά των Βενετσιάνων κατακτητών. Οι εξεγέρσεις είχαν συνήθως τοπικό χαρακτήρα, γιατί οι άρχοντες των µεγάλων οικογενειών ήταν διαιρεµένοι. Μέλη της µεγάλης και αρχοντικής οικογένειας Σκορδύλη είχαν εγκατασταθεί σε διάφορα σηµεία της Κρήτης, ανάµεσα στα οποία ήταν και η Χώρα Σφακίων.
Ο άρχοντας Σκορδύλης των Σφακίων είχε εννέα γιους και µια κόρη 16 χρονών. Η κόρη αυτή, η Χρυσή, ξεχώριζε για τη θεσπέσια οµορφιά της και προπάντων για τα κατάξανθα, σαν χρυσάφι, µαλλιά της, που συνήθιζε να τα κάνει πλεξίδες. Σ’ όλα τα Σφακιά ήταν γνωστή σαν Χρυσοµαλλούσα. Τα παλικάρια των Σφακίων θεωρούσαν µεγάλη τύχη να τη συναντήσουν στο δρόµο τους, ενώ και τα µέλη της ολιγάριθµης βενετσιάνικης φρουράς δεν έκρυβαν το θαυµασµό τους γι’ αυτή.

Στις µεγάλες και αρχοντικές οικογένειες επικρατούσε τότε η συνήθεια να υπάρχουν κοπέλες θεραπαινίδες, οι µετέπειτα ονοµασθείσες υπηρέτριες ή οικιακοί βοηθοί, αλλά φυσικά µε πλέον εξευγενισµένες υποχρεώσεις και αρκετή µόρφωση. Αυτές συνόδευαν πάντα τις αρχοντοπούλες στις εξόδους τους.

Μια ηλιόλουστη µέρα η Χρυσοµαλλούσσα αποφάσισε να περπατήσει ως τη βρύση, στο Μεσοχώρι, συνοδευόµενη φυσικά από τις υπηρέτριες της. Για κακή της τύχη, όµως, συναντήθηκε µε τον βενετσιάνο φρούραρχο, τον Καπουλέτο, που βρέθηκε ξαφνικά µπροστά της είτε από σύµπτωση είτε γιατί το επεδίωξε.

Θαµπωµένος από την οµορφιά της δεν µπόρεσε να αντισταθεί στον πόθο του γι’ αυτήν. Την έσυρε απότοµα κοντά του και τη φίλησε. Η Χρυσή, µε θαυµαστή ψυχραιµία σήκωσε το χέρι της και µε όση δύναµη διέθετε το κατέβασε στο µάγουλο του Καπουλέτου, ενώ οι συνοδοί της άρχισαν να τον πετροβολούν.
Ο φρούραρχος, όµως, δεν έχασε καιρό, τράβηξε µαχαίρι και µεµιάς έκοψε τις ολόξανθες πλεξίδες της, παίρνοντας τες για λάφυρο. Όταν η Χρυσή γύρισε στο αρχοντικό κλαίγοντας και διηγήθηκε τι είχε συµβεί, ο πατέρας της έγινε θεριό ανήµερο.

Χωρίς να χάσει καιρό συγκέντρωσε µερικούς από τους ανθρώπους του και ανηφόρησαν στο κάστρο, όπου κατακρεούργησαν τον φταίχτη και το µεγαλύτερο µέρος της φρουράς.

Μόλις τα µαντάτα για τη η σφαγή έφτασαν στο Χάνδακα, –ο δούκας της Κρήτης έστειλε στρατό στη Χώρα για να συλλάβει τους Σκορδύληδες. Καταλαβαίνοντας, όµως, τι θα επακολουθήσει, ολόκληρη η οικογένεια Σκορδύλη, µαζί µε δεκαεπτά παλικάρια από τις συγγενικές οικογένειες των Ψαροµιλλήγγων και των Πάτερων, είχαν ξεκινήσει για το φαράγγι της Σαµαριάς, το καταφύγιο των επαναστατών και των κυνηγηµένων. Εδώ στα φοβερά γκρεµνά και τις λέσκες των αγριµιών, τα γενναία παλικάρια απέκρουαν τις επιθέσεις των Βενετσιάνων, που δεν ήταν συνηθισµένοι σε τέτοιους κακοτράχαλους τόπους και δεν µπορούσαν να καταβάλουν τους Σφακιανούς.

Οι πολιορκηµένοι υπέφεραν τα πάνδεινα και ίσως να µην είχαν αντέξει, αν όλο αυτό το διάστηµα άλλοι Σφακιανοί δεν τους εφοδίαζαν, κινδυνεύοντας να γκρεµιστούν ή να φονευθούν από τους πολιορκητές. Νύχτα, ή όταν λυσσοµανούσαν οι καταιγίδες ή έπεφτε χιόνι, κατέβαιναν σαν τα αγρίµια από τους θεόρατους γκρεµούς, από τα παραφάραγγα Μιτατούλι, Σιδερόπουλο ή τον Καλόκαµπο και τους προµήθευαν µε εφόδια. Τις ώρες αυτές, οι Βενετσιάνοι δεν ήταν δυνατόν να φανταστούν πως µπορούσε να κυκλοφορήσει εκεί άνθρωπος, αλλά δεν γνώριζαν πως υπήρχαν και υπεράνθρωποι.

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟΥΣΑΣ

Ποὺ αµύνονταν, όµως, οι πολιορκηµένοι τόσους µήνες; Μέσα στο σηµερινό χωριό της Σαµαριάς ή στα γύρω γκρεµνά;

Όταν είσαι κατεχάρης και κατεβαίνεις από τον Άι Νικόλα, όπου έχει εντοπιστεί προχριστιανικό µαντείο, προς τον οικισµό της Σαµαριάς, λίγο πριν τα σκαλιά της τελευταίας στροφής, µπορείς να αφήσεις το κεντρικό µονοπάτι και να αρχίσεις το σκαρφάλωµα δεξιά (νοτιοδυτικά) ανάµεσα σε τεράστια πεύκα. Το παχύ στρώµα από πευκοβελόνες κάνει την ανάβαση επικίνδυνη.

Μετά από µια ώρα ανηφόρα συναντάµε ένα σχετικά χαµηλό, µικρού µήκους, τείχος από πελεκητές πέτρες και πιο πάνω δυο µεγάλα συνεχόµενα δωµάτια και πιο ψηλά άλλο ένα, καθώς και ένα λαξευµένο στη γη πηγάδι. Στην ίδια περιοχή υπάρχει άλλο ένα µεγάλο δωµάτιο µε κονίαµα στους τοίχους.
Το εσωτερικό του είναι γεµάτο από τεράστια βράχια που έχουν κυλήσει από ψηλότερα. Σε διάφορα σηµεία βρίσκονται βιγλίστρες, απ’ όπου εποπτεύονται τα πάντα. Το υψόµετρο εδώ είναι 1.450 µέτρα. Στο πλάι ανοίγονται τα φοβερά γκρεµνά του Σιδερόπουλου, ενώ πιο µέσα, µετά από µια φοβερά επικίνδυνη διαδροµή, βρίσκεται ένα χαµηλό σπήλαιο, όπου κατέφευγαν οι κάτοικοι της Σαµαριάς σε δύσκολες ώρες.

Ετούτος ο τόπος είναι γνωστός σαν η Χώρα της Σαµαριάς και, κατά τη γνώµη µου, είναι ο τόπος καταφυγής των Σκορδύληδων, ο τόπος της Χρυσοµαλλούσας. Στα νησιά του Αιγαίου, αλλά και σε ηπειρωτικούς τόπους, η επωνυµία Χώρα υποδηλώνει το κέντρο της περιοχής, την πρωτεύουσα του νησιού, το χώρο διαµονής των προυχόντων. Έτσι, εδώ φαίνεται πως ζούσε και αµυνόταν επί δεκαεπτά µήνες ο άρχοντας Σκορδύλης.

∆υστυχώς κανείς δεν ενδιαφέρθηκε σοβαρά µέχρι τώρα να ερευνήσει και να αποκαλύψει το µυστικό της Χώρας. Λίγα κεραµικά που συνέλεξα από τη Χώρα πριν πολλά χρόνια, είναι, σύµφωνα µε τους ειδικούς, µεσαιωνικά, ενισχύοντας τη θεωρία που διατυπώνω.

Ο Άγγλος περιηγητής Robert Pashley, που περιόδευσε στο νησί µας το 1833, στο βιβλίο του «Ταξίδια στην Κρήτη» αναφέρει ότι κατά τη διέλευσή του από το φαράγγι της Σαµαριάς, ένας από τους οδηγούς τού υπέδειξε να ανέβει ως την τοποθεσία της Χώρας, πληροφορώντας τον ότι οι κάτοικοι της Σαµαριάς πίστευαν πως εδώ βρισκόταν το τελευταίο καταφύγιο των Ελλήνων. Ο Pashley περιγράφει µε λεπτοµέρειες τον χώρο αυτό.

Στη Χώρα κρυβόταν για ένα χρόνο (το 1938) ο στρατηγός Εµµανουήλ Μάντακας και άλλοι κυνηγηµένοι από τη δικτατορία του Μεταξά.

Αλλά ας γυρίσουµε στη Χρυσή, που για να διώξει τη µελαγχολία της, την πρώτη περίοδο της φυγής, ύφαινε στον αργαλειό της, όπως λέει ο θρύλος, πολεµικές σκηνές και προπάντων τα κατορθώµατα του αδελφού της Ρούσσου και του µνηστήρα της Πώλου. Ο Παύλος Ψαροµήλιγκος ήταν ένα γεροδεµένο εικοσάχρονο παλικάρι, που ακολούθησε την οικογένεια της µνηστής του στη Χώρα. Η Χρυσή είχε υποστεί ψυχικό κλονισµό και διαρκώς είχε το φόβο µήπως καταφέρει να φτάσει ως αυτήν κάποιος Βενετσιάνος για να την εκδικηθεί. Υπέφερε στη σκέψη πως όλος αυτός ο χαλασµός, η ταλαιπωρία και οι σκοτωµοί είχαν προκληθεί εξαιτίας της. Κάποτε οι Βενετσιάνοι βαρέθηκαν την ανώφελη πολιορκία και τους σκοτωµούς και µε κάποιο πρόσχηµα αποχώρησαν, άγνωστο µε ποια συµφωνία, και οι πολιορκούµενοι ξαναγύρισαν στη Χώρα Σφακίων. Η Χρυσή, όµως, δεν ήθελε ν’ ακούσει για γυρισµό στον τόπο της προσβολής και ήταν σχεδόν βέβαιη ότι η ιστορία θα είχε συνέχεια. Έγινε καλόγρια και έµεινε στη Σαµαριά. Ίσως τότε να χτίστηκε και το εκκλησάκι της Οσίας Μαρίας, ως τάµα λυτρωµού.

Λίγο πιο ψηλά από τον οικισµό της Σαµαριάς και το εκκλησάκι της Οσίας Μαρίας βρίσκεται ένα σπηλιάρι, που οι Σαµαριανοί το γνώριζαν σαν «τση Καλογρές ο Σπήλιος» και πιο δίπλα η τοποθεσία «τση Καλογρές το Αρµί». Ίσως εκεί µόναζε η Χρυσή και εκεί ήταν ο τόπος προσευχής της. Τ’ αδέλφια της, σύµφωνα µε το θρύλο, µην µπορώντας να την πείσουν να γυρίσει κοντά τους, θέλησαν κάτι να της προσφέρουν. Έτσι της έφτιαξαν έναν ολόχρυσο αργαλειό. Τίποτα, όµως, δεν µπορούσε να της ξαναδώσει ζωή. Είχε κυριευτεί από µελαγχολία και δεν ήθελε να θυµίζει σε τίποτα την όµορφη κοπέλα, που έγινε αφορµή γι’ αυτόν τον χαλασµό. Φορούσε πάντοτε στο κεφάλι της µαύρο µαντήλι, άλειφε το πρόσωπό της µε αλεύρι ή ζύµη και δεν άφηνε τα µαλλιά της να µεγαλώσουν.

Στο τέλος πέθανε από µαρασµό και ασιτία και οι δικοί της την έθαψαν δίπλα στο εκκλησάκι της Οσίας Μαρίας. Ο θρύλος αναφέρει πως µαζί έβαλαν και τα χρυσαφικά της καθώς και τον χρυσό αργαλειό. Μέχρι πριν πολλά χρόνια η τοποθεσία ήταν γνωστή σαν «τση Χρυσής το Μνήµα». Όταν η καλή του πέθανε, ο Πώλος, ο µνηστήρας της, διάλεξε µια ασφεντηλιά, ακριβώς απέναντι από τον τάφο της, όπου µέρα – νύχτα καθόταν µόνος και θρηνούσε την αγάπη του. Αυτό δεν κράτησε για πολύ, καθώς πολύ σύντοµα την ακολούθησε…

«Του Πώλου η Ασφεντηλέ» έµεινε εκεί πολλά χρόνια και το τοπωνύµιο ήταν γνωστό στους παλιούς. Οι γερόντοι που έφταξαν πριν από πενήντα χρόνια στην Αγία Ρουµέλη, είχαν πολλά να διηγηθούν για τη Χρυσοµαλλούσσα. ∆ιηγούνταν ότι για µεγάλο χρονικό διάστηµα πολλοί γύρευαν τον τάφο της για να πάρουν τα χρυσαφικά της και τον χρυσό αργαλειό.

ΑΥΤΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΤΑΦΟΣ

ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟΥΣΣΑΣ

Λίγο µετά τη δηµιουργία του Εθνικού ∆ρυµού στη Σαµαριά, πραγµατοποιήθηκαν «έργα προστασίας» (ή καταστροφής) στην Οσία Μαρία από τη ∆ασική Υπηρεσία. Ανασκάφηκε βάναυσα ένας τάφος µέσα στο εκκλησάκι, που περιείχε τέσσερις ταφές και ένας άλλος δίπλα και έξω από την εκκλησία. Τα οστά σ’ αυτόν ήταν αποσαθρωµένα από τον χρόνο, αλλά το κεφάλι βρισκόταν σε άριστη κατάσταση και ανήκε σε γυναίκα. Όλως παραδόξως διατηρούνταν πάνω σ’ αυτό θαυµάσια τα καφετιά µαλλιά της κοπελιάς, κοµµένα και γυρισµένα στο πλάι. Είµαι σίγουρος πως ήταν της Χρυσοµαλλούσσας. Σ’ αυτό συνηγορούν τα παρακάτω.

Οι γυναίκες των Σφακίων, ιδίως εκείνα τα χρόνιαδεν έκοβαν έτσι τα µαλλιά τους, πόσο µάλλον στον αποµονωµένο οικισµό της Σαµαριάς. Τα έκοψε η Χρυσή για τους λόγους που ανέφερα, όπως για τους ίδιους λόγους δεν επιθυµούσε να είναι πλέον ξανθιά και τα έβαψε. Συνθετικές βαφές φυσικά δεν υπήρχαν τότε και αυτό γινόταν µε φυτικά παρασκευάσµατα, µε τη βοήθεια των οποίων συντηρήθηκαν τα µαλλιά ώστε να είναι έτσι που τα αντικρίσαµε.

Βέβαια δεν βρέθηκαν τα χρυσά της Χρυσής, αλλά, παρά τις φήµες των παλαιών Σφακιανών πως κανείς δεν τα ΄χε ανακαλύψει, είναι πολύ πιθανόν να είχαν αφαιρεθεί κάποτε. Το µοναδικό πράγµα που διασώθηκε ήταν µια χάντρα, ίσως είδος µενταγιόν, που όµως δεν γνωρίζω ποιος την πήρε.

Κρίµα, γιατί θα ήταν καθοριστικό αυτό το εύρηµα για την ταυτοποίηση της νεκρής. Το κρανίο µε τα οστά είχε τοποθετήσει ο φίλος, νεαρός τότε, ιερέας ∆ιοµήδης Τζάτζιµος σε ξύλινο κουτί και τα είχε µεταφέρει στο ιερό της εκκλησίας του Χριστού, στον οικισµό της Σαµαριάς.

Μετά από δηµοσίευµά µου τότε, στο οποίο ανέφερα την πιθανότητα να ανήκουν στη Χρυσοµαλλούσσα, δυστυχώς εξαφανίστηκαν. Φαίνεται κάποιος νόµιζε ότι θα αποκτήσει χρήµατα απ’ αυτά και όταν αντιλήφθηκε ότι αυτό δεν ήταν δυνατόν, τα απέρριψε κάπου….
Αν είχαν διασωθεί θα µπορούσαµε να βεβαιωθούµε, µε τα σηµερινά µέσα, για την ταυτότητα της νεκρής.
Τα τόσο παλαιά τοπωνύµια όπως Καλογρές το αρµι το, τση Καλογρές ο σπήλιος, πάνω από την Οσία Μαρία, τση Χρυσής το µνήµα, του Πώλου η ασφεντιλέ αποτελούν µια επιβεβαίωση των γεγονότων που δεν είναι πλέον θρύλος αλλά ιστορία.

Και µυστήριο δεν είναι µόνο η ύπαρξη και ονοµασία της τοποθεσίας αλλά ποιοι, πότε, για ποιο λόγο και για πόσο χρονικό διάστηµα διέµειναν εδώ. Και ακόµη µεγαλύτερο. Πώς ανέβασαν ως το σηµείο αυτό, από µια απότοµη πλαγιά µιας ώρας δρόµο, τα αγκώναρια τοίχους και κτηρίων, το αµµοκονίαµα, τα υλικά οροφής, τα σκεύη για τη διαµονη κλπ κλπ. Γιατί µε τη σηµερινή όψη δεν ανεβαίνει σίγουρα ζώο µεταφορικό. Ίσως τότε είχαν δηµιουργήσει κάποιο δροµάκι. Επίσης τους χειµώνες διέµεναν έξω στα 1450 µέτρα µε χιόνι, ίσως και πέρα του ενός µέτρου και πώς εφοδιάζονταν τότε;

Ο γυµνασιάρχης Αντωνιάδης στην 223 σελίδων έµµετρη ιστορική του αφήγηση «Η Χρυσοµαλλούσσα των Σφακίων» (εκδ. 1883) περιγράφει µε λεπτοµέρειες όλο το χρονικό αυτής της εξέγερσης καθώς και την τραγωδία της Χρυσής και του Πώλου. Εξιστορεί επίσης τη ζωή στο φαράγγι της Σαµαριάς, όπως του τη διηγήθηκαν οι γεροντότεροι ή όπως τη διέσωσε ως τις µέρες του η παράδοση.

Τη χρονική περίοδο στην οποία αναφέρονται τα γεγονότα που περιέγραψα, σίγουρο είναι πως ούτε ο οικισµός ούτε το φαράγγι είχαν τη σηµερινή ονοµασία της Αιγύπτιας Οσίας. Αναφερόταν ως «φαράγγι της Αγίας Ρουµέλης», όπως µας αποκαλύπτουν οι βενετσιάνικοι χάρτες. Για πρώτη φορά συναντούµε το τοπωνύµιο Σαµαριά στον χάρτη της Γερµανικής Χαρτογραφικής Σχολής, χαλκογραφηµένο το 1702.

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ Η ΛΥΡΑ ΠΟΥ ΑΝΤΗΧΕΙ ΑΚΟΜΗ…

Ακόµη κι αν δεν διασώθηκαν τα οστά της Χρυσοµαλλούσσας, η Χρυσή Σκορδύλη σίγουρα προσεύχεται για τον Πώλο και τους δικούς της εκεί «στση Καλογρές το Αρµί» και αγνατεύει προς τη Χώρα. Κι ο Πώλος τις δύσκολες νύχτες που λυσσοµανάνε οι καταιγίδες και ανοίγουν οι καταρράκτες τριγύρω τση Σαµαριάς, σιγοντάρει µε τη λύρα την απόκοσµη µελωδία των κεραυνών και της βοής του νερού που κατεβαίνει από τον Καλόκαµπο.

Μια νύχτα του Φλεβάρη, πριν από πενηντα χρόνια, που η ξαφνική καταιγίδα µ’ είχε αποκλείσει µ’ ένα φίλο, στη Σαµαριά, και οι κεραυνοί που χτυπούσαν στα γκρεµνά του Πρινιά αντιλαλούσαν ανατριχιαστικά πεντέξι φορές και τα νερά του χειµάρρου κατέβαζαν βράχους και κορµούς δέντρων, άκουσα την προσευχή της Χρυσής και τη λύρα του Πώλου. Πιστέψτε µε!

Πριν από µερικά χρόνια φίλοι ορειβάτες θέλησαν να περάσουν από το φαράγγι ∆ώµατα – Κλάδου σε αυτό της Σαµαριάς, κάπου στα µισά, εκεί που θα κατέβαιναν στο χωριό της Σαµαριάς. Μη γνωρίζοντας ακριβώς τις τοποθεσίες, «έπεσαν» σχεδόν στον καταρράκτη, απέναντι από της Πέρδικας το Νερό (νότια του χωριού Σαµαριάς) και αναγκάσθηκαν να κατέβουν από τα φοβερά γκρεµνά µε καταρριχήσεις και τη βοήθεια σχοινιών. Στη διαδροµή ως την αρχή της κατάβασης µου διηγήθηκαν ότι συνάντησαν, µέσα στο υπάρχον πευκόδασος, κάποια ίχνη από ερείπια. Ήταν, ως µου είπαν, από πέντε ως επτά κτήρια, που µάλιστα µέσα σε ένα από αυτά ήταν φυτρωµένο ένα τεράστιο πεύκο, και κάπου εκεί υπήρχε και ένα µικρό αλώνι. Είναι για εµένα µυστήριο ποιοι είχαν καταφύγει σ’ αυτό το υψηλό και πολύ κακοτράχαλο σηµείο και πότε; Ήταν κυνηγηµένοι κατά την εποχή των Βενετσιάνων ή των Τούρκων;

Είχαν σχέση µε Σαρακηνούς; Εκεί βρισκόταν η µυστηριώδης Πάνω Χώρα; Ίσως κάποτε ξεδιαλυθεί αυτό το µυστήριο.

Είναι ευκαιρία τώρα που έχει αναλάβει τη διαχείριση ο Ο.ΦΥ.ΠΕ.ΚΑ. να µπορέσει να διαθέσει ένα µικρό πόσον για την έρευνα µε τη συµπαράσταση του δήµου Σφακίων ή άλλων χρηµατοδοτών. Άποψη: Μια αρχαιολόγος µε δύο εργάτες ανασκαφών µε κατασκήνωση έκει για λίγες ηµέρες και δύο άνδρες από τους υπηρετούντες στο φυλάκιο κάτω, θα µπορούσε να εφοδιάζουν καθηµερινά τους ανασκαφείς µε φαγητό και νερό.

Υ.Γ. Και στο παραφάραγγο του Ξενιου υπήρχαν ερείπια άγνωστα. Τι είναι;


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα