Ήτανε ένας ασκητής ο Κλήδονας Αη Γιάννης
κι ο τόπος όπου δίδασκε ,ήταν ο Ιορδάνης
Για του Χριστού τον ερχομό στον κόσμο εμιλούσε
και καυτηρίαζε σκληρά, αυτόν π’ άνομα ζούσε(Ηρώδη, Ηρωδιάδα, Σαλώμη)
Την εορτή του έχουμε πολλές φορές το χρόνο
και εις τις 24 τ’ Ιούνη των κληδόνω(ν)
Στις πόλεις και εις τα χωριά τα έθιμα τηρούνε,
«ανοίγουνε τον κλήδονα» και τις φωτιές πηδούνε
Από τα χρόνια τα παλιά, πήγαιν’ ένα κορίτσι
κι έφερνε το «αμίλητο νερό» από τη βρύση,
παραμονή τ’ Άη Γιαννιού ο κλήδονας να γίνει
και το νερό αδειάζανε σε πήλινο λαγήνι,
οι κοπελιές της γειτονιάς, αλλά και οι μεγάλοι,
ρίχνοντας μέσα στο σταμνί καθείς το «ριζικάρι»
Με κατακόκκινο πανί το ’χανε σκεπασμένο,
κάτω απ’ τ’ άστρα οληνυχτίς ,να μείνει” κλειδωμένο”
Ανήμερα τ’ Αη Γιαννιού, προς τ’ απογευματάκι,
η γειτονιά γινότανε όμορφο παρεάκι
Μικροί, μεγάλοι, κοπελιές, άντρες, γυναίκες, γέροι,
«ανοίγανε τον κλήδονα», μ’ ενός παιδιού το χέρι,
π’ έβγαζε μέσ’ απ’ το σταμνί, το «ριζικό» καθένα,
ενώ στιχάκια ακούγονταν, με τέχνη καμωμένα
Για τρεις φορές γινότανε με δίστιχα «σταράτα»,
μα η τρίτη και καλύτερη ,είχε τα «πιπεράτα»
{Κλήδονας είναι μάντεμα, είν’ οιωνός, σημάδι
κι απ’ το νερό τ’ αμίλητο σαν πιούν οι νιές το βράδυ,
προσμένουν, να ακούσουνε μάντεμα του κληδόνου,
ποιος θα γενεί το ταίρι τους, στον ερχομό του χρόνου
Μία γουλιά «αμίλητου» στο στόμα τους θα βάλουν
κι όποιο όνομα ακούσουνε, τ’ όνομα θα πάρουν
«Αμίλητο» ’ναι το νερό, γιατ’ όποια πάει στη βρύση,
αμίλητη τη στάμνα της θα πάει και θα γυρίσει }