Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά, σωπαίνουν οι καμπάνες σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός, μαζί με τους νεκρούς του” Γιάννης Ρίτσος.
Επίσκεψη σήμερα, παραμονή της εθνικής μας επετείου της 28ης Οκτωβρίου στον χρόνο των 60 δευτερολέπτων της σιωπής. Στον χρόνο εκείνο που εμείς οι ζωντανοί αφιερώνουμε στη μνήμη των πεσόντων. Στον χρόνο εκείνο όπου οι μορφές των αφανών, που εμείς τους ονοματίσαμε όλους μαζί “Αγνώστους Στρατιώτες” επανέρχονται ως υπήρξαν νέοι, ωραίοι, γενναίοι και προπάντων επώνυμοι. Είναι εκείνοι οι απλοί άνθρωποι του λαού, που, έχοντας συνειδητοποιήσει τα τεκμήρια της εθνικής μας ταυτότητας, έδωσαν τα ματωμένα πειστήρια του πάθους τους για λευτεριά κι ανθρώπινη αξιοπρέπεια κι έγιναν οι δημιουργοί του έπους του ’40. Οι καθημερινοί άνθρωποι που, στο κάλεσμα της ιστορίας, άφησαν τις όποιες χαρές και τις όποιες λύπες τους και ξεπερνώντας το “εγώ” τους, έφτασαν στο εμείς του Μακρυγιάννη. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι που ο καθένας ξεχωριστά κι όλοι μαζί είπαν το μεγάλο ΟΧΙ και στάθηκαν με το μπόι τεντωμένο και τα πόδια ανοιχτά στο διάσελο της ιστορίας.
Τα γενναία παιδιά που για να θυμηθούμε τον Οδυσσέα Ελύτη στο “Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας”, παραφράζοντάς τον ελάχιστα “λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν/ τα κορμιά τους, σιωπηλά ναυάγια της αυγής/ Και τα στόματά τους, μικρά πουλιά ακελάηδιστα/ Και τα χέρια τους, ανοιχτές πλατείες στης ερημίας”. “Οι πάντα ευκολόπιστοι και πάντα προδομένοι” κατά τον Διονύσιο Σολωμό, που πάνω στην “τσουρουφλισμένη χλαίνη” τους, πριν ξεραθεί το αίμα, έπαιξαν στα ζάρια οι ισχυροί της γης, τα ιδανικά, τα όνειρα και τις ελπίδες τους. Οι εσαεί ωραίοι, που για χάρη τους ο χρόνος των 60 δευτερολέπτων τεντώνει τις φτερούγες του και σπρώχνοντας το μετά και το πριν μπροστά και πίσω, γίνεται ατελεύτητος για να χωρέσει το μέγεθος της ωραιότητας…
Και είναι τότε ακριβώς η στιγμή που κάνει την εμφάνισή της η πατρίδα. Με το μαύρο τσεμπέρι της, αιώνιο σημάδι και φυλαχτάρι της μνήμης, δεμένο σφιχτά. Και με το αδράχτι της, καμωμένο από δρυγιά, παντοτινό σημάδι επιβίωσης, στο χέρι. Η στιγμή που ακόμα και τα στοιχεία ησυχάζουν για ν’ ακουστεί από τα έγκατα της γης η φωνή των ωραίων, των νέων, των γενναίων και προπάντων των επώνυμων ν’ ανασταίνει εκείνες τις μέρες, όπως τις έχει καταγράψει, εκτός των άλλων και ο Οδυσσέας Ελύτης στο “Αξιον Εστί”. “Τις ημέρες εκείνες έφτασαν επιτέλους ύστερα από τρεις σωστές εβδομάδες οι πρώτοι στα μέρη μας ημιονηγοί. Και έλεγαν πολλά για τις πολιτείες που διάβηκαν, Δέλφινο, Αγιοι Σαράντα, Κορυτσά. Και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχίτερα και να φύγουνε. Οτι δεν ήταν συνηθισμένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη την όψη μας. Και συνέβηκε τότες ένας απ’ αυτούς να ’χει μαζί του κάτι παλιές εφημερίδες.
Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μ’ όλο το ’χαμε κιόλας ακουστά, πως επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα και πως ο κόσμος εσήκωνε, λέει, ψηλά στα χέρια τους φαντάρους που γυρίζανε με άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και της Αρτας. Και σημαίνανε όλη μέρα οι καμπάνες και το βράδυ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και παριστάνανε στη σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης. Βαρειά σιωπή έπεσε ανάμεσά μας, επειδή κι η ψυχή μας είχε μήνες τώρα στις ερημιές αγριέψει και χωρίς να το λέμε, πολυλογαριάζαμε τα χρόνια μας. Μάλιστα μια στιγμή δάκρυσε ο λοχίας ο Ζώης κι έκανε πέρα τα χαρτιά με τις είδησες του κόσμου, ανοίγοντας τα πέντε δάχτυλα καταπάνω τους.
Και οι άλλοι εμείς δε λέγαμε τίποτε, μονάχα με τα μάτια του δείχναμε κάτι σαν ευγνωμοσύνη. Τότε ο Λευτέρης που τύλιγε παρέκει τσιγάρο, καρτερικά, σα να ’χε πάρει απάνω του την ανημποριά ολάκερης της Οικουμένης, γύρισε και “Λοχία” είπε “τι βαρυγκομάς; Αυτοί που ’ναι ταγμένοι για τη ρέγγα και το χαλβά, σ’ αυτά πάντοτε θα ξαναγυρίζουν. Και οι άλλοι στα δεφτέρια τους που δεν έχουνε τελειωμό και οι άλλοι στα κρεβάτια τους τα μαλακά που τα στρώνουν μα δεν τα ορίζουν. Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα ’χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο”. Η φωνή αυτή βραχνή κι αγαπημένη έρχεται κατευθείαν απ’ τα μνήματα. Από εκεί όπου οι οπλές των κυπαρισσιών τρέφονται με μνήμες που παραμένουν στο επίπεδο του χρέους, μην επιτρέποντας το ξεθώριασμα των προσώπων. Είναι η φωνή των παππούδων μας και των γιαγιάδων μας, η φωνή των πατεράδων και των μανάδων μας. Η φωνή των Ελλήνων του 1940, που επανέρχεται μια φορά τον χρόνο, τότε που τα 60 δευτερόλεπτα της σιωπής, τα οποία εμείς οι ζωντανοί αφιερώνουμε στη μνήμη εκείνων, πυκνώνουν πέρα απ’ το κρίσιμο σημείο και γίνονται ένα με την αιωνιότητα!
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Παλαιότερο κείμενο του γράφοντος με κάποιες μικρές αλλαγές. Είχε εκφωνηθεί ως πανηγυρικός της ημέρας στις 28 Οκτωβρίου 1994 στον Μητροπολιτικό Ναό Χανίων.