Άγριο νέφελο, άγρια τραγουδάς. Του Αρχάγγελου το νανούρισμα. Και ‘γω, στρίβω ένα σύμπαν και χάνομαι στο καπνό του. Και η σιωπή, μέλισσα, που τρυγά θυμάρι στα γκρέμνα του νου μου. Μαύρος κύκνος γύρω από το βλέμμα σου. Με ανοιγμένες, ολόγιομες από το λυκόφως, τις σκοτεινές φτερούγες του. Χέρι απλωμένο, ως ικέτιδα ιέρεια, της σκέψης το πέταγμα. Κι είναι όλα, ένα ξέφωτο, στο φέγγος από τα ξεχασμένα άστρη.
Και ‘γω, μοναχικός διαβάτης μέσα σε μιά φλύαρη γαλήνη. Γεμάτη από ξεθωριασμένες, ασπρόμαυρες εικόνες.
Ντυμένες με τη σκουριά παλιών Ερώντων. Και νιώθω τη μυρωδιά από φρεσκογυαλισμένα μπακίρια και μοσκοκάρφι. Με μιά ιδέα από γλυκό περγαμόντο. Αφημένο πάνω σε ασβεστωμένες αυλόπορτες. Στη νύχτα. Με το άρωμα των γιασεμιών να ίπταται, ως Μαινάδα, χτυπόντας αλύπητα το νου. Μέχρη να τρέξει αίμα. Oμοιο με το πολύτιμο πορφυρό υφάδι, που κάλυπταν οι παλιοί αγιογράφοι, τις εικόνες που μόλις τέλειωσαν. Σα να ήθελαν να τις προστατεύσουν. Από το αμαρτωλό ηδύ, του κόσμου τούτου. Πάντα το τσιγάρο της αγρύπνιας είναι το πιο απολαυστικό. Καθώς η σκέψη περιπλανάται και πλανεύεται. Από τους νυσταγμένους ήχους του σκοταδιού. Άγριο νέφελο. Άγρια χάνεσαι. Στου Αρχάγγελου το νανούρισμα.