Τρίτη, 24 Δεκεμβρίου, 2024

Τωνε μαχών η μάχη

Θαμάξτε τούτο το θεριό
Κρήτης το μοσκονήσι,
που έχει για τη λευτεριά
τόνους το αίμα χύσει

Θώραγε πίσω, θωρούσε ομπρός, γκρεμνά, χαράκια, οροκορφές απρόσιτες, άσπρες και ’ματοκοκκινισμένες, φαράγγια και σπήλια απάτητα, αξερεύνητα, γιομάτα κόκαλα που βογκούσανε την καλούσαν. Χορτασμένη αγώνες, γκάρδιωνε ατσαλένιες ψυχές να ξετρυπώνουν από ασπαλάθους, κεδρόδεντρα και χαρουπιές, να βάνουνε το δαχτύλι στο σιδερένιο τσατάλι για να βαστάξουνε της μάνας ετούτης το χιλιοτρυπημένο κορμί, ολόρθο. Και πικρογέλασε.
Έβλεπε τα σιδερόφραχτα ασκέρια, πολυπλούμιστα, πολυδύναμα, πολυδαίδαλα και κούφια, να κινούνε από άλλους τόπους, να διασχίζουν αγέρα, γιαλό και στεριά και να σκορπούνε φωτιά και θάνατο για να καρπωθούνε των παιδιών της τον τίμιο ιδρώτα.
Κι ο νιος, ξεσκούφωτος, με αγριεμένα, ψιχάλες ρουμπινένιες απ’ την αϋπνιά και το μπαρούτι μάτια, μεγάλωνε άξαφνα, γιγαντώνονταν κι ολόμονος έβανε στο κατόπι οχτρούς και προδότες να τους πετά στ’ απύθμενα βαλτοτόπια.
– Θάνατο στους βάρβαρους καταχτητές, φωτιά στους αλλόθρησκους και μισερούς προδότες, φώναζε κι ας τον τρυπούσανε τα βόλια.
Κι ως έπεφτε άψυχος, μια λάμψη τύφλωνε τους φονιάδες κι από τούτη τη φλόγα, γιατί φλόγα κι όχι λάμψη ήντονε, ξεφύτρωναν μικρά βλαστάρια, μικρούτσικα, που αυτοστιγμεί πληθιαίνανε, τρανεύανε, κεφαλομάντηλα κατάμαυρα σφίγγανε στους κροτάφους μη πεταχτούν οι μυαλοί ντωνε απ’ το πολύ το ζόρι, κι όρκο βαρύ δίνανε στου σκοτωμένου απάνω το ιερό το πτώμα που άθαφτο απόμενε, να καλεί και να προσκαλεί κι άλλα αντρειωμένα παλικάρια στσ’ ελευτερίας το υπέρτατο βωμό να θυσιαστούνε.
Κι έβλεπε τα παιδιά της να κολυμπούν στο χοχλαστό το αίμα που δεν έτρεχε στη γης μα ξεροβόρι γινότανε και πάγαινε από χωριό σε χωριό, από πολιτεία σε πολιτεία και χώρες μακρινές σαν ένα κρυερό θανάτου φύσημα που τρύπωνε σε πόρτες και παναθύρια. Μια θανατίλα πλημμύριζε τουρκομαχαλάδες και πασάδων τα πολυτυλιγμένα σαρίκια.
Ένας θρήνος σκόρπαγε παντού κι ένας θανατερός ύμνος πολεμικής ιαχής γιόμιζε τον τόπο.  Ρίγη διαπερνούσαν τότε τους καταχτητές, τον ύπνο τους χάνανε κι ανήμποροι να στηθούνε ομπρός τα αναμαλλιασμένα αετόπουλα, δίχως να ξεχωρίζουν ηθικό και τίμιο, τρεμάμενοι, σφάζανε γυναίκες και παιδιά. Αυτό μπορούσαν, αυτό κάμανε.  Πυρωμένο κάρβουνο στα σπλάχνα όμως γινότανε και τορπίλη πεισματικιά στ’ αντρειωμένα χέρια. Γιατί ετούτη η σκελετωμένη μάνα, από τα ριζά των προγόνων έπαιρνε δύναμη κι άμα έβλεπε τα παιδιά της στον άνισο αγώνα, δεν τα μπόδιζε.
– Ορμάτε μωρέ λεβέντες, έκραζε, κι ας πονώ. Αντέχω. Τα χιλιέγγονά μου να σώσετε απ’ τον όλεθρο, θέλω. Η ζωή, μωρέ, θυμούστε το, αξίζει, μόναχα σαν είναι σόβαρη με τη λευτερία. Αλλιώτικα δε σας θέλω κιοτήδες και δουλωμένους.
Κι άκουγε βαριές πατημασιές, κι αχνιστά χλιμιντρίσματα αλόγων να σιμώνουν να καταδιώκουν τους βάρβαρους ώσπου κουρνιαχτός έφερνε τα βδελυρά ασκέρια πέρα απ’ τα χώματά μας τα ιερά.
Έδωκε ο Θεός, γίνηκε μάνας και ματωμένης κόρης η ένωση, καινούργιος αγώνας ξεκίνησε να γιατρέψουν τις πληγές τους, με δυνάμεις μικρές και φιλοεθνών την αζημίωτη υποστήριξη, ώσπου αρχίνεψε, λαβωμένος μα γελαστός να ανατέλλει ο ηλιάτορας στα Κρητικά τα όρη και λιβάδια κι η μάνα έθεσε την κεφαλή να ξαποστάσει, να περιμαζώψει δυνάμεις να ρεμήσει, σα μαύρισε πάλι ο ουρανός κι εύρηκε ανέτοιμα τα παιδιά της. Στα γιδοπρόβατα, στα χωράφια και στο γιαλό να δρωκοπούνε.
Βρωμερά κοράκια και γύπες, ψοφίμια να κατασπαράξουν τότε φάνηκαν να πέφτουν σα μαύρη βροχή στα περήφανα τα όρη. Δεν κάτεχαν όμως οι αλαζόνες πως αντί για πτωμαΐνη στα Κρητικά βουνά του έρωντα και θυμαριού το άρωμα σκορπίζει και πως απ’ την τέφρα τους αναγεννιούνται μωρέ τα παλικάρια.
Είκοσι τέσσερες ώρες είπε ο μισερός ο Χίτλερ τον αρκούνε να υποτάξει το θεριό που κείτεται ανάμεσα δυο πελάγη, και περίπατο το λογάριαζε.
Μ’ ευτύς σαν φτάσανε ετούτα τα σιδεροπούλια, τση Κρήτης πετάχτηκε σύσωμο γυναικοπαιδομάνι μαζί με λεβεντόπαιδα, με δίχως όπλα, μ’ αξίνες, δρεπάνια, μαχαίρια κι ατσαλένια μπράτσα, και τους πετσοκόψανε. Και βάσταξαν τα λιοντάρια χρόνο πολύ τη λευτεριά τους, ξεγιβεντήσανε τον αιμοσταγή δικτάτορα κι απόμεινε ο κόσμος όλος με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα ομπρός τη μάχη των μαχών που γράφτηκε με χρυσά γράμματα στην παγκόσμια ιστορία.
Δεν ξανάγινε μηδέ και θα ξαναγίνει τέτοιο, παλικαριάς ξεφάντωμα.
Γιορτάστε κόσμε!

*gkamvysellis@yahoo.gr


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα