Τώρα στα λιομαζώματα θα βγω στον κάμπο πέρα,
που χάρες έχει αμέτρητες η φύση κι ομορφιές
για να ρουφήξω αχόρταγα τον καθαρόν αγέρα,
να καμαρώσω νιους και νιες και τις νοικοκυρές
που με τραγούδια ολημερίς μαζεύουν τις ελιές.
Να δω τον γέρο κλαδευτή τα δέντρα να κλαδεύει,
με την περίσσια τέχνη του και χέρι σταθερό
να λέει στον ακάτεχο νιο να τον συμβουλεύει
πώς να φροντίζει το δεντρί για να ‘ναι καρπερό,
να παίξω σαν μικρό παιδί σ’ ελιών τρανό σωρό.
Να δω πως λάμπει από χαρά η χρυσοχέρα κόρη
που ακούραστη σαν μέλισσα δουλεύει ολημερίς
με ροδαλό το πρόσωπο από το ξεροβόρι,
να κυλιστώ στα χώματα της νοτισμένης γης
κι απ’ το νερό να δροσιστώ μιας γάργαρης πηγής.
Και ν’ ανέβω τ’ απόβραδο στη ράχη στο εκκλησάκι
με ευλάβεια στον άγιο του να πω μια προσευχή,
ν’ ανάψω το καντήλι του κι ένα μικρό κεράκι,
να μου αναδέψει τα μαλλιά τ’ ανάλαφρο αεράκι,
να γαληνέψει η ανήσυχη στα στήθη μου ψυχή.