Ερχεται η Ανοιξη. Διαδέχεται την γκρίζα εποχή. Αδιαφορεί, πώς την καταντήσαμε. Δεν τη νοιάζει που μας βλέπει να γκρινιάζουμε συνέχεια. Ακολουθεί τον δρόμο, που της χάραξε η φύση, προσαρμόζεται στις περιπτώσεις, όταν την παραβιάζουμε και μπαίνει αθόρυβα απ’ τα παράθυρα ή τις χαραμάδες να μας δείξει το χαμόγελό της, να μας πει, ότι όπως η φύση αναγεννάται, έτσι και η υπόστασή μας πρέπει να αναζωογονείται.
Ο,τι να σας πω για την Ανοιξη των περασμένων, θα με πείτε ρομαντικό, που ζει με τις αναμνήσεις του παρελθόντος και καλά κάνετε. Ηταν τότε μια άλλη εποχή, που τη χαιρόμαστε μικροί και μεγάλοι. Απ’ τον Μάρτη μέχρι τον Μάιο θεωρούσαμε αυτή την περίοδο του χρόνου σαν μια σεμνή τελετή. Είχαν κοπάσει οι αστραπές να σκίζουν τους ουρανούς για πολλές ημέρες και οι βροντές να μας ξαφνιάζουν μεσημεριάτικα με τις “ρουμπελιές” να τρέχουν απ’ τις βουνοπλαγιές στα κατηφορικά ρέματα.
Η Ανοιξη, μας αναγγέλλει το καλοκαίρι, όπου τα χελιδόνια γυρίζουν και σαν τρελά ψάχνουν να βρουν το σπίτι που άφησαν τη φωλιά τους φεύγοντας το φθινόπωρο. Τότε, που οι αμυγδαλιές ασπρίζουν τη φύση, τότε που μας έδιναν στο χέρι το βραχιολάκι με ασπροκόκκινες κλωστές να μην μας κάψει ο ήλιος με τις βλαβερές αχτίδες του. Τότε, που παίζαμε στα άδεια από αυτοκίνητα και καθαρά δρομάκια, στις γειτονιές κλωτσώντας ένα τόπι από κουρέλια. Τότε, με τις απόκριες, που τρέχαμε πάνω από τις “μπούλες”, να τους ρίξουμε “φούμο” και να “λακίσουμε”, μην μας πιάσει ο παιδονόμος. Είχαμε τον “Ψαρρή” που μας κυνηγούσε με την “βέργα”. Τότε, που “μπουγιώναμε” τους “αετούς”, τα “φεγγάρια”, οι Αγιοχαραλαμπίτες από ανατολάς και οι Αγιονικολαΐτες δυτικά. Συναγωνιζόμαστε τίνος ο αετός θα πήγαινε πιο ψηλά, που αν του ενός ή του άλλου πέρναγε το νοητό σύνορο, οι αντίζηλοί του τον έριχναν. Τότε, που μετρούσαμε τ’ αστέρια στον πεντακάθαρο ουρανό τα βράδια στις αυλόπορτες, όταν μαζευόμαστε “μπαϊλντισμένοι” απ’ το παιχνίδι “ξυλίκι” και “μπαλίτσες” τ’ αγόρια, “τζίβι” και “κουτσό” τα κορίτσια. Τότε, που είμαστε παιδιά και δεν ξέραμε ότι μετράμε ένα κόκκο της άμμου στο σύμπαν. Τότε που…
Τα ρημαγμένα συναισθήματα κλειστήκανε στο είναι μας, όχι γιατί το θέλαμε, αλλά γιατί έτσι τα ‘φερε το κοινωνικό σύστημα, ν’ απομακρυνθούμε απ’ τις παραδόσεις του τόπου μας και να χαθεί ό,τι ωραίο και αγνό υπήρχε.
Θυμάσαι τους αετούς που μπουγιωναμε ?