Του έρωτα οι αναστεναγμοί που φέρνουν τρικυμία
βαθειά μέσα στα σπλάχνα μας και ρίγος στο κορμί,
αυτοί στολίζουν τη ζωή με χάρη κι αρμονία
και γαληνεύουν τη ψυχή που αβάσταχτα πονεί.
Μύριες ψυχούλες καρτερούν τ’ αγγελικό τους χάδι
που κλαίν’ τις νύχτες έρημες στην κρύα τους φυλακή,
ως σαν το γκιώνη μοιάζουνε που κλαίει κάθε βράδυ
και ψάχνει μες στις ρεματιές τ’ αδέλφι του να βρει.
Όποια καρδούλα, η αύρα τους ανάλαφρα την τυλίγει,
μαγεύεται και σκλάβα τους την κάνουν μπιστικά,
την κλείνουν στα παλάτια τους και δεν μπορεί να φύγει
ώσπου μια μέρα απ’ το κορμί πετάξει μακριά.
Κι όποιον οι πικροστεναγμοί της μοναξιάς τον πνίγουν
και καιν’ τα φυλλοκάρδια του σαν φλόγα από φωτιά,
όταν τον αγκαλιάσουνε δροσούλα του χαρίζουν
και βλέπει την ζωή γλυκά, με χάρη κι ομορφιά.
Ω! πολυπόθητοι, ακριβοί, του έρωτα στεναγμοί,
σ’ αυτούς που δεν το νιώσανε το θεϊκό άγγιγμά σας
και το απαλό που φέρνετε τρέμουλο στο κορμί,
μια νύχτα κλείστε τους σφιχτά μες στην θερμή αγκαλιά σας.
Δίχως τους αναστεναγμούς του έρωτα, η ζωή μας
ανούσια θα διάβαινε και σαν χολή πικρή,
και σαν στο δάσος το χλωρό θα ‘μοιαζε το κορμί μας,
με το ξερό και τ’ άχαρο, δίχως καρπούς δεντρί.