«Πορεύομαι / πίσω μυριάδες Απάτριδες ακολουθούν / πίσω Άνθρωποι Γυμνοί / Άστεγοι στο κορμί και στην ψυχή. / Με μια σταγόνα Δάκρυ / και λίγο Αίμα στο στήθος. /
…Πορεύομαι. / Εξόριστος. / Ενάντιος στους χρησμούς. / Εγώ και το πλήθος το εξόριστο. / Ψάχνουμε. / Γης. / Ψάχνουμε καρδιά / να στεριώσουμε.
Πορευόσουν. Πίσω σου, μαζί σου, πλάι σου, άνθρωποι. Ψυχές ραγισμένες. Άγγελοι με σπασμένα φτερά: Η Μαρία. Κυπαρισσάκι αψηλό, λυγερόκορμο. Ήθελε, λέει, να μάθει γράμματα για να στείλει γράμμα στον πατέρα της να την πάρει από το Ψυχιατρείο και να την παντρέψει μ’ έναν ψηλό κι όμορφο ναύτη. Η Δέσποινα. Τσακισμένο καράβι η ζωή της, κραυγή και λυγμός η φωνή της όταν τραγουδούσε «στο άδειο μου πακέτο απόψε μπήκες…». Η Αγαθούλα. Πουλάκι αφτέρουγο η καρδιά της, λαχταρούσε να πιαστεί στην ξόβεργα του έρωτα κάθε νιοφερμένου παλικαριού. Ο Κωστής. Ο Κωστήκος μου. Σε ρόλους εργοθεραπεύτριας, κοινωνικής λειτουργού ή προϊσταμένης, έτρεχε πάνω – κάτω, φορτωμένος τις έγνοιες μας. Η Ντίνα. Ένας ίσκιος καλόβολος. Έκοβε τη μπουκιά από το στόμα της για να χορταίνει το γατομάνι που την ακολουθούσε. Ο Θοδωρής. Σιωπηλός κοίταζε ότι γίνονταν γύρω του και μόνο κάπου-κάπου αναρωτιόταν αναστενάζοντας, αν ήταν αλάργο το χωριό του. Και γιάντα δεν ερχόταν η αδελφή του η Αγγελικό να τον πάρει! Η Χαρά. Χαρούλα με λένε, μας διόρθωνε. Κι όσο πλησιαίναν τα χρονάκια της, κι όσο σακούλιαζαν τα μάτια της, κι όσο κύρτωνε το κορμί της κι όσο πύκνωνε το χιόνι στα αχτένιστα μαλλιά της, τόσο επέμενε να καυχιέται για την παρθενιά της… Η Μαρία. Τα μεγάλα πανέμορφα μάτια της κοίταζαν με γλύκα τους άλλους, γυρεύοντας να δουν τον… Θεό! Να του παραπονεθούν, λέει, γιατί κρατούσε το Ψυχιατρείο κλειστό και δεν μπορούσε να φύγει… Ο Κωστής. Ο ωραίος Κωστής. Κολλημένος στον καθρέφτη καμάρωνε. Και καμαρώνοντας καμώνονταν πως μάλωνε τον… Θεό που του χάρισε τέτοια αβάσταχτη ομορφιά! Ο Δημήτρης. Ήταν ο… Χριστός. Ο δικός μας Χριστός! Κι είχε για όλους μας, έλεγε, σίγουρη μια θέση στον Παράδεισο… Ο Δημάρατος. Γεμάτος πληγές. Ίδιος ο Ιώβ της Παλαιάς Διαθήκης. Έφεγγε κάτω από τα πρησμένα του ματόκλαδα η πρασινογάλαζη θάλασσα των ματιών του καθώς ρωτούσε: Κοπελιά, αγαπάς με εμένα; Ο κυρ Παναγιώτης. Πολυτάλαντος. Ποιητής, ζωγράφος, γλύπτης. Μ’ ένα γλυκό χαμόγελο κάτω απ’ τα καπνισμένα του μουστάκια. Ο κύριος Ηρακλής. Ο στωικός. Με μια μοναδική ευχή κρεμασμένη στα χείλη του για τον εαυτό του και τους άλλους: «και μη χειρότερα!». Ο Γιώργος. Ένα μικρό παιδί. Ένας μεγάλος, πολύ μεγάλος ποιητής… Κι άλλοι πολλοί. Πού να στους αραδιάζω τώρα.
Πορευόσουν. Ένας ποιητής, μέσα σ’ ένα εξόριστο πλήθος… ποιητών! Γιατί όλοι ήσασταν ποιητές. Ο καθένας με τον τρόπο του. Έτσι νομίζω.
Πορευόσουν. Αναζητώντας πατρίδα… Κι ας είχες «πατρίδα» την ποίησή σου. Μια ποίηση δυνατή και καθάρια, που άγγιζε, συγκινούσε, συνάρπαζε και συγκλόνιζε την ψυχή μου. Μια ποίηση που κόχλαζε αίμα κι αγάπη, που πάσχιζε να ντύσει τους γυμνούς, να ταΐσει τους πεινασμένους που πορεύονταν μαζί σου.
Πορευόσουν κι έψαχνες. «Για μια θέση στον ήλιο, στην κιθάρα, στη γη, στην καρδιά μας…».
Έψαχνες…
Κι ακούς, Γιώργο; Θέλω να σου πω, κι ας ξέρω πως το ήξερες, ότι στην καρδιά μου την είχες αυτή τη θέση. Όπως κι όλοι όσοι πορεύονταν μαζί σου. Την είχες και την έχεις. Κι ας βρίσκεσαι, πάει καιρός, στην αιώνια, την αληθινή σου πατρίδα… Κι ας βρήκες, πάει καιρός, τη θέση σου, ποιητή, πλάι στον νοητό Ήλιο. Πλάι στον μόνο αληθινό Ποιητή και Ποιητή σου…
Υ.Γ.: Σκέφτηκα να σου στείλω το γράμμα στις 21 του Μάρτη, παγκόσμια ημέρα της ποίησης. Μα άλλαξα γνώμη. Η ποίηση κι οι ποιητές είναι πέρα και πάνω από παγκόσμιες μέρες. Όπως η αγάπη, ο έρωτας, η ομορφιά, η μουσική… Δεν συμφωνείς;