«…Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια, θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους καμιά φορά, σα σταματήσω· (…)» (Γ. Σεφέρης) (1)
Ο ΧΡΟΝΟΣ φέρνει τη φθορά, το θάνατο· κι ο θάνατος φέρνει το σβήσιμο των αναμνήσεων. ΕΞΑΛΛΟΥ, τι άλλο είναι τα κάθε είδους Μουσεία στον κόσμο, αν δεν είναι ένας τρόπος αντίστασης στο θάνατο; Δεν αποτελούν αυτά ένα συνεχή αγώνα για να κρατηθούν στη μνήμη των επόμενων γενεών –έστω και αποσπασματικά- ίχνη του παρελθόντος; ΤΙ είναι τελικά η Ιστορία, αν δεν είναι τα ντοκουμέντα ύπαρξής μας; Και τί άλλο θα μπορούσε να είναι η ποίηση, αν δεν είναι ένας τρόπος, με σπασμένες φράσεις ή μισοσβησμένες εικόνες, να κρατήσουμε στη ζωή πρόσωπα, γεγονότα και αισθήματα περασμένων εποχών; Που, αν δεν τα περισώσουμε, γίνονται βορά στη λήθη, ή θύματα του ανιστόρητου πολιτικαντισμού και των κακόβουλων προθέσεων των άλλων. …ΠΕΡΙ-ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ, λοιπόν, φθινοπωριάτικα στην πόλη της κρίσης, όπως το ίδιο θα συνέβαινε και σε κάθε άλλη ελληνική πόλη, συναντούμε το ένα δίπλα στο άλλο πανέμορφα σπίτια, παλιά ή μοντέρνα. Πολλά από αυτά αρχοντικά του άλλοτε είναι ερείπια του τώρα… Οι τελευταίοι ένοικοι τους πέθαναν κι οι «νέοι» ιδιοκτήτες τους είναι άγνωστοι. Δεν τα πονούν, δεν τ’ αγαπούν, ή δεν αποδέχονται να γίνουν κληρονόμοι τους! Μοιάζουν φαντάσματα που σκιάζουνε τους περαστικούς και, αν και αδειανά από ψυχές, είναι έτοιμα να σου αφηγηθούν χιλιάδες ιστορίες. ΑΝ ΤΥΧΕΙ να περάσεις το κατώφλι ενός τέτοιου ερειπίου και βρεθείς μπροστά σε παλιά αντικείμενά του -σπασμένα έπιπλα, παραπεταμένα σκεύη, μισανοιγμένα παράθυρα, κυματιστές σκισμένες κουρτίνες…, μη παραξενευτείς για τους ενοίκους του. «Έφυγαν»… Δεν λείπουν: αν επιμείνεις λίγο, δεν αποκλείεται να σου «μιλήσουν», αφού φωλιάζουν πίσω από καθρέφτες, γωνιές και υπόγεια! Ζωντανεύουν… Να, όπως «συμβαίνει» με τους «φωτογράφους ποιητές» που πίσω από το ερημικό τώρα βλέπουν κι ακούν το πολύβουο τότε: «Είναι κάτι πράγματα που δε βρίσκονται στο σπίτι κάποια πρόσωπα που δεν τα ’χεις ξαναδεί κι όμως τα βλέπεις άξαφνα τη νύχτα στον καθρέφτη. Μην προσπαθείς να τους μιλήσεις Δεν απαντούν Μη δοκιμάσεις να τ’ αγγίξεις Είν’ άπιαστα. Υπάρχουν τάχα ή είναι μόνο Μια αντανάκλαση συμβόλων ιδεατών; Ίσως γλιστρήσαν στο γυαλί Από μιαν άλλη πραγματικότητα, όπου εσύ Δεν μπορείς να εισχωρήσεις». (2) ΑΥΤΗ «η άλλη πραγματικότητα» που ζωντανεύει «αντανακλάσεις ιδεατών συμβόλων» και ανασταίνει πρόσωπα περασμένων ανθρώπων, εκφράζεται πιο έντονα στους στίχους που ακολουθούν. Τα σπίτια δεν κρύβουν μόνο τις -κατά τον Γ. Σεφέρη- «φυλές» τους, αλλά και πολλά ιστορικά γεγονότα που παίρνει μαζί της η αχλή του χρόνου… Όταν μάλιστα συμβαίνει να αντικρίζεις το «πατρικό» σου, μετά από πολλά χρόνια φυγής και πολλούς θανάτους δικών σου, τότε η μνήμη πονά, φωνάζει: «Το πατρικό το σπίτι μου Δε με χωράει πια. Γιόμισε μουσικές απόκοσμες Ήχους παράξενους, αλλόκοτους… (…) Η πόρτα του ορθάνοιχτη Στα παραθύρια του Οι κεντητές κουρτίνες ανεμίζουν Η μικροθειά μου, η Μέλη Απ’ το θολό το τζάμι γνέφει… Κοντά η μάννα κι ο αδελφός μου Και πίσω ο Κυριακός, ο Στέλιος Και ο Αναστάσης (…) Το σπίτι αυτό δε με χωράει πια Είναι γιομάτο σιωπές (…) Το «πατρικό» μου σπίτι στοίχειωσε Δε με ποθεί, με διώχνει! Αδειάζουν και οι τόποι Κενοί από τα πρόσωπα» (3) …ΚΑΙ τα «εντός» μας; Ο τωρινός μνημονιακός εσωτερικός μας κόσμος; Δεν είναι κι αυτός ένα ερείπιο; Ένα επίφοβο ετοιμόρροπο χάλασμα; Ποιος αποτολμά σήμερα, μετά από έξι χρόνια βαθιάς χρεοκοπίας, να κάνει αυτογνωσία; Ποιος τολμάει να κατεβεί στα υπόγεια της ύπαρξής του, όπου σωριάζονται απατημένες ιδέες, ηχηρές υποσχέσεις, φρούδες ελπίδες, προδομένα πολιτικά πιστεύω και γυάλινοι κόσμοι της απληστίας; Ο έσω κόσμος μας μοιάζει έτσι με έναν αυτοσαρκαζόμενο καθρέφτη στον οποίο όποιος καθρεφτίζεται παγώνει: «…καμιά φορά θέλω να κοιτάξω εντός Βλέπω ένα παράθυρο που χάσκει Και πισωπατώ» (βασιλεύει η ψυχή μου σε έρημη χώρα Αγκάθια είναι το σκήπτρο μου) (4) ΚΙ ΟΜΩΣ, αυτή η απέλπιδα εγκατάβαση, αυτή η «κατ’ οίκον»- όπως τη λέει η Κική Δημουλά- έσω κάθοδος, πιθανόν να είναι το πιο αναγκαίο «ταξίδι» για τη μεταστροφή μας σε υπεύθυνους πια πολίτες και ελεύθερα άτομα: «Θα μένω μέσα μου πιο πολύ. Σκέπτεσαι ελεύθερα Αμαρτάνεις εξομολογείσαι Δύσκολα μετανοείς δεν ξεχνιέται Ότι για λίγο δικό μας παράδεισο Υπέστη τόση κόλαση η αμαρτία (…)» (5) ΨΥΧΡΑΙΜΑ και λογικά σκεπτόμενοι, θεωρούμε ότι στους χρόνους της Μεταπολίτευσης απολαύσαμε έναν αποκλειστικά «δικό μας» επίπλαστο, υπερφίαλο και υπέρμετρα καταναλωτικό «παράδεισο»… Με προπετάσματα το ψεύδος και την δίχως μόχθο καλοπέραση! Η κόλαση των ερειπίων -εξωτερικών και εσωτερικών- που ζούμε σήμερα είναι το θλιβερό αποτέλεσμα της μη αντίστασής μας σ’ εκείνη την εκφυλιστική και ταπεινωτική ζωή. ΤΑ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ του καιρού (και του εαυτού μας), ή τα αφήνεις να καταρρεύσουν με πάταγο μέσα στην αποπνικτική τους σκόνη, ή τα ανακαινίζεις στεριώνοντάς τα με νέα δομικά υλικά. Πιο ανθεκτικά, πιο λειτουργικά… (10-10-14).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
– (1) Γ. Σεφέρης, «Ποιήματα», Κίχλη, Α’ «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα», σ.σ. 219-220, Ίκαρος, Αθήνα, 1976 [σχετικά με τη φθορά στην ποίηση του Γ.Σ. δες και Mario Vitti, «Φθορά και λόγος· εισαγωγή στην ποίηση του Γ. Σεφέρη»] – (2) Γ. Μανουσάκης, «Στ΄Ακρωτήρια της Ύπαρξης», ποιήματα, «Η άλλη πραγματικότητα», σελ. 38, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2003 – (3) Στ. Γ. Κλώρης, «Η Άλλη Χώρα», ποιήματα, σελ. 44, «Το Σπίτι», Χανιά, 2003 – (4) Μέρη Λιόντη, «Θέρος το Χειμαζόμενον», ποιήματα, «Καθρέφτης», σελ. 40, εκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη – (5) Κική Δημουλά, Δημόσιος Καιρός, Κατ’ οίκον, σελ. 26, Ίκαρος, Αθήνα, 2014