Αφορμή για το κείμενό μου αυτό στάθηκε το εκτεταμένο και αναλυτικό ρεπορτάζ του δημοσιογράφου κ. Δημήτρη Μαριδάκη στα “Χ.Ν.” προ ημερών, πλαισιωμένο με όμορφες έγχρωμες φωτογραφίες, για του Λίτσα το σπήλιο που βρίσκεται στο Κόκκινο Χωριό.
Αξίζουν συγχαρητήρια στο Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Κεφαλά και τους σκοπούς του, που, όπως σημειώνει ο κ. Δημήτρης Μιχελάκης, είναι το άνοιγμα του μαγικού κόσμου των σπηλαίων σε μαθητές και εκπαιδευτικούς, αλλά προπαντός η προστασία τους. Μάλιστα, όπως αναφέρει, από το έτος 2009 έως σήμερα το έχουν επισκεφτεί δεκάδες σχολεία από όλη την Ελλάδα… Το σπήλαιο του Λίτσα στο Κόκκινο Χωριό υπήρξε καταφύγιο στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Γι’ αυτό λοιπόν το σπήλιο του χωριού μου θα σας εξιστορήσω όπως το έζησα λίγες μέρες κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών από τους Γερμανούς για την κατάληψη της Κρήτης. Μέσα σε αυτό είχαν μαζευτεί όχι μόνον οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού, αλλά και όσοι είχαν μετοικήσει στα Χανιά. Σιδεράδες, τεχνίτες χαλκού και άλλοι και οι περισσότερο ταμπάκηδες (βυρσοδέψες). Στην τέχνη αυτή που ανθούσε εκείνη την εποχή ήταν από όλα τα χωριά του Αποκόρωνα και όχι μόνο από τον Κεφαλά -που ίσως να ήταν οι περισσότεροι- αγαπητέ μου Γιάννη Χατζηδάκη. Θαυμάζω τα συχνά γραφτά σου· είσαι ένας πράγματι ενεργός πολίτης! Το τι γινόταν μέσα στον μικρό αναλογικά χώρο, δεν περιγράφεται. Ορισμένοι κοιμόταν σε κανονικά στρώματα κι οι περισσότεροι σε “καλοκοιμητές”, ένας είδος θάμνου. Κλάματα μικρών παιδιών και φασαρίες με ηχηρές φωνές συνέθεταν ένα απίθανο αλαλούμ. Μα πάνω απ’ όλα ενοχλητικό ήταν οι αμέτρητοι ψύλλοι και οι καλοθρεμμένες από το αίμα μας ψείρες! Κατάσταση κωμικοτραγική. Παρά ταύτα όμως όλοι ήταν ευχαριστημένοι για την ασφάλεια που ένοιωθαν στου Λίτσα το σπήλιο. Τη νύχτα άναβαν κεριά και καντήλια αν και οι περισσότεροι ξαγρυπνούσαν με κουβεντολόι. Η παράδοση λέει ότι ονομάστηκε έτσι γιατί το χωράφι που ήταν από πάνω άνηκε σε έναν Τούρκο ονόματι Λίτσα.
Εγώ τότε ήμουν τεσσάρων χρόνων και έμεινα μαζί με τις δύο αδελφές μου και τη συγχωρεμένη μάνα μας τρεις μέρες. Αργά την τρίτη μέρα έφθασε ο μακαριστός πατέρας μας παπα-Ζαχάρης με τα πόδια από τη Σούδα. Κατάφερε να χωθεί ανάμεσα στις γυναίκες που έφευγαν και να γλυτώσει. Ηταν καταζητούμενος γιατί οι Γερμανοί είχαν πληροφορίες ότι βοηθούσε ανδρικό πληθυσμό να φύγει προς τα βουνά για να μην συλληφθούν. Όταν έφθασε λοιπόν μας πήρε κι ανηφορίσαμε προς τη Δραπανοκεφάλα ή Κεφάλα -το βουνό που είναι πάνω από το Κόκκινο Χωριό. Σταματήσαμε στο αλώνι του παππού μας του Γιώργη Τζομπανάκη ή “Κουρετζή” στην καθομιλουμένη της περιοχής. Εκεί έκαμε μια καλύβα με ξύλα και κλαδιά από ελιές για σκεπή. Τι όμορφα που ήταν, καθαρός αέρας κι ανεμπόδιστη θέα. Η γαλάζια θάλασσα ως πέρα, το Ακρωτήρι απέναντι και τα ελλιμενισμένα καράβια στον κόλπο της Σούδας. Ζήσαμε μοναδικές εικόνες βλέποντας τα γερμανικά “Στούκας” να εφορμούν αγγίζοντας σχεδόν τη θάλασσα αφήνοντας το φονικό φορτίο τους. Μαύρος καπνός ν’ ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό. Ενα απ’ αυτά είχε τόνους ρύζι που αργότερα, αφού είχε αλλοιωθεί και το ανέσυραν από τον βυθό, ήταν το περίφημο βρωμόρυζο, που το μαγείρευαν κι άλλοι το έκαναν ψωμί… Η φύση λουλουδιασμένη κι ήταν μαγιάτικη χαρά Θεού. Μουσικές μελωδίες από το κελάηδημα των πουλιών της δημιουργούσαν υπέροχη αίσθηση. Δυστυχώς δεν μείναμε πολύ στο χωριό γιατί ο πατέρας μας είχε μετατεθεί στον Άη Γιάννη και έπρεπε να έρθουμε στα Χανιά.
Βέβαια δεν είναι μόνον ο σπήλιος αυτός στην περιοχή του χωριού μας. Είναι 15 με σπουδαιότερους: του Μεταξάρη στον Καραβότοπο και ο σπήλιος των Κουρούπηδων.
Στου Μεταξάρη επί Τουρκοκρατίας ρίξανε αναμμένο θειάφι από την είσοδο κι ανάγκασαν να βγουν οι 125 Κοκκινοχωριανοί που ήταν κρυμμένοι και τους έσφαξαν. Τον δε παπα-Μανώλη τον έσυραν μέχρι τις Καλύβες και τον κρέμασαν στον Πλάτανο των Καλυβών.
Στον σπήλιο των Κουρούπηδων εισέρχεσαι υποβρυχίως, αφού καταδυθείς 9.5 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Προχωρείς σε ένα τούνελ 35 – 40 μ. ανηφορικά και μπαίνεις σε έναν χώρο περίπου ενός στρέμματος με πολύ ωραίο διάκοσμο από σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Εκεί σήμερα γεννούν οι φώκιες Μονάχους – Μονάχους. Μα το πιο σπουδαίο είναι ότι υπάρχουν απολιθώματα Κρητικού ελέφαντα -είδος νάνου- και ζώα της προϊστορικής εκείνης εποχής, όπως αντιλόπες κ.ά. Η ανακάλυψή του έγινε πριν από 12 περίπου χρόνια από το Μανώλη Ευθυμάκη που δυστυχώς πέθανε πρόσφατα, νέος κάτοικος Πλάκας.
Τελειώνοντας το κείμενό μου αυτό χαίρομαι που του Λίτσα ο σπήλιος μου ανέσυρε τόσες και τόσες αναμνήσεις που ήταν καταχωνιασμένες στο μυαλό μου. Βέβαια και άλλες πολλές, αλλά πού να γραφτούν…
Νομίζω πως πρέπει να δοξάζουμε το Θεό που δεν ξαναζήσαμε τη φρίκη του πολέμου.