Είμαστε μια μεγάλη ομάδα εκδρομέων από Χανιά. Η παραμονή της 28ης, μάς βρίσκει στα νερά της Μαύρης Θάλασσας στο πλεούμενό μας “Ελευθέριος Βενιζέλος”. Στο σαλόνι του πλοίου, η παρέα μας κάνει λόγο για το ξημέρωμα της Μεγάλης Γιορτής 28ης. Η αλησμόνητη γιατρός κα Σπίθα – Πιμπλή παίρνει το λόγο: «Φίλοι, να γιορτάσουμε κι εμείς, το γεγονός;».
Περαστικός ο καπετάνιος, ακούει τη συζήτηση. «Χαιρετίζω την καλή ιδέα σας, σας περιμένω».
Η γιατρός στρέφεται σε μένα: Κύριε Βασίλη, τι λες;
– Δέχομαι, θα γράψω λίγα λόγια. Είναι αυτά που τώρα εσείς διαβάζετε. Ώρα 11.00, το πλήθος στο σαλόνι.
Φίλοι, συνταξιδιώτες, Καπετάνιε με το πλήρωμά σου,
εθνικά υπερήφανοι και ελεύθεροι εμείς εδώ γιορτάζουμε σήμερο. Ναι. Θυμούμαστε και γιορτάζουμε. Γιορτάζουμε και χαιρόμαστε. Θυμούμαστε και πονούμε για κείνους που σιωπούν, τους νεκρούς μας.
Ελληνίδες, Ελληνες,
«Από της 3ης πρωινής της σήμερον 28ης Οκτωβρίου 1940 η πατρίδα μας ευρίσκεται εις εμπόλεμον κατάσταση. Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο. Ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Ήταν το πρώτο στρατιωτικό ανακοινωθέν που ακούστηκε από τον Ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών.
Ήταν η αρχή ενός πολέμου, που έφερε αίμα, πόνο, συμφορές μα και μέρες δόξας. Κυβέρνηση και λαός σ’ αυτή την αστραπή της οργής έμεινε ενωμένος. Το Έθνος των Ελλήνων σε συναγερμό. Κείνες τις ώρες κανείς, μα κανείς δεν λιποψύχησε, κανείς δεν λιποτάκτησε. Ορθιοι στη φονική λαίλαπα του φασισμού. Δεν ρώτησαν οι ήρωες του ’40 πόσοι είναι οι εχθροί, οι αντίπαλοι. Δεν λύγισαν, δεν δείλιασαν. Τι κι αν εκείνοι είχαν άρματα κι αρματωσιές. Κείνες τις ώρες μιλούσε της ψυχής το πύρωμα και της καρδιάς η αντοχή.
Εκείνο τον πόλεμο του ’40 τον έκανε πιο βαρύ ο χειμώνας. Ηταν ένας χιονιάς φονιάς, που πάγωνε κορμιά και μάραινε χέρια. Σε κείνη τη σκληρή πάλη, ξέχωρη προβάλει και η μορφή της Ηπειρώτισσας γυναίκας. Γίνονται μεταφορείς πυρομαχικών στις πλαγιές της Πίνδου. Και οι μανάδες κι αδερφές μας πλέκουν κάλτσες και πλεκτά που στέλνονται να ζεστάνουν τους στρατιώτες της πρώτης γραμμής. Κι ο Ελληνικός Στρατός μέσα σ’ αυτό τον χαλασμό, προχωρά, νικά. Η φωνή «Αέρα» γίνεται σύνθημα νίκης. Ακούεται ανάμεσα στων οβίδων τους κρότους, των αεροπλάνων τη βοή, των πολυβόλων το κελάηδισμα και την κλαγγή των όπλων. Ναι, ξεχωρίζει η κραυγή «ΑΕΡΑ». Η φωνή του τσολιά φόβος του Ιταλού στρατιώτη. Και τη φωνή του Ελληνα στρατιώτη «Αέρα», την δυνάμωνε η μελωδική φωνή της Βέμπο – της τραγουδίστριας της Νίκης. Ακούστε την: Παιδιά της Ελλάδος παιδιά/ που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,/ παιδιά στη γλυκιά Παναγιά/ προσευχόμαστε όλες να ‘ρθετε ξανά. Με τη νίκης τα φτερά και της δάφνης τα κλαδιά». Και κείνο το: «Κορόιδο Μουσολίνι/ κανείς σας δεν θα μείνει»…. Τι σας λέει;
Και ο πόλεμος συνεχίζεται με νίκες, απελευθέρωση πόλεων Β. Ηπείρου και εμπρός ένας πόλεμος καταστροφής και πίσω στερήσεις, υπομονή και φρόνημα υψηλό. Ο ελληνικός στρατός νικά κι ο Μουσολίνι γίνεται ο περίγελος του φίλου του Χίτλερ. Ετσι ακολουθεί η γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου 1941 και εδώ αντηχεί το νέο ΟΧΙ. Στα Μακεδονικά μας σύνορα, νέες μάχες και ηρωισμοί.
Στα μέσα και εκατομμύρια στρατού ο Έλληνας κράτησε όρθιος, αλύγιστος, υπερήφανος από τις 28η Οκτωβρίου του ‘40 έως το Μάιο του ‘41.
Αυτά γράφτηκαν για να τιμήσουμε την ημέρα. Εκείνους που χάθηκαν μα και εκείνους που επέζησαν του τρόμου. Εδώ, τώρα κοντά μας βρίσκονται Αλβανομάχοι – Μακεδονομάχοι. Αυτά γράφτηκαν για να θυμούνται οι γέροι την ορμή της νιότης. Οι νεότεροι να παραδειγματίζονται και οι νέοι να γνωρίζουν και να μάθουν.
Σας θυμούμαστε, ναι, και αναφωνούμε. Σας ανήκουν οι τίτλοι των ηρώων και μαρτύρων.
Η ανδρεία σας έστησε εικονοστάσια στα διάσελα βουνών, εκεί θα ’ρχόμαστε κερί και λιβάνι να καίμε. Ελάτε τώρα και εμείς εδώ προσκυνητές να γίνουμε προς τους νεκρούς ήρωές μας, που εκείνοι σιωπούν μα και διδάσκουν και οδηγούν. Αιώνια η μνήμη των.
Ζήτω η 28η Οκτωβρίου – Ζήτω η Ελλάδα μας.