Εχω ξεκινήσει απ’ τα χαράματα. Χωρίς να βάλω μπουκιά στο στόμα, με την ψυχή στα δόντια, τρέχω να ‘ρθω κοντά σου, μοναχογιέ μου. Κόντευε μεσημέρι κι έκατσα μια στιγμή να ξαποστάσω. Ο φόβος έχει κάμει κατοχή στην καρδιά μου. Φοβούμαι μήπως δεν σε προλάβω ζωντανό. Θα περάσω καταμεσής τη Σαμάρεια. Θα σκαρφαλώσω απ’ το Γαριζίν, για να φτάσω μια ώρα αρχύτερα κοντά σου. Δεν έχω ξαναπεράσει απ’ αυτόν τον δρόμο, μα δε με νοιάζει. Κι οι Σαμαρείτισσες, μανάδες είναι, δεν θ’ αρνηθούν να μου τον δείξουν.
Εμαθα πως τα έβαλες για τα καλά με τους Φαρισαίους. Πως αυτή τη φορά τους τα ‘πες καθαρά και ξάστερα. Τους ονόμασες υποκριτές, κλέφτες, όχεντρες φαρμακερές και τους παρομοίασες με τάφους, που ενώ απ’ έξω είναι ασβεστωμένοι, μέσα είναι γεμάτοι κόκαλα και ακαθαρσίες. Τους φοβέρισες κιόλας στο τέλος πως θα ‘ρθει ώρα να πληρώσουν για τις αμαρτίες τις δικές τους και των προγόνων τους. Εμαθα ακόμα πως ύστερα απ’ αυτά πήγες στη Βηθανία στο σπίτι του φίλου σου του Λαζάρου, εκείνου που ανάστησες απ’ τους νεκρούς. Πρέπει να σου το πω καθαρά, αγόρι μου! Μπορεί να νίκησες τον θάνατο, μα δεν μπορείς να νικήσεις τους Φαρισαίους. Δεν λέω πως ήταν λάθος σου να τα βάλεις μαζί τους. Δεν μετανιώνω που σου έμαθα να φωνάζεις το άδικο. Κάποιος έπρεπε να τους τα πει κατάμουτρα. Και είμαι περήφανη που αυτός είσαι εσύ, λεβέντη μου! Περήφανη μα πάνω απ’ όλα φοβισμένη, γιατί μπήκες μόνος σου στο στόμα του θηρίου.
Τους ξέρω καλά τους Φαρισαίους, παιδί μου. Είναι οι άνθρωποι με τις μεγάλες κοιλιές και τα διπλά προγούλια που μιλούν στους πεινασμένους για ισότητα. Είναι οι άνθρωποι που καταπατούν τον νόμο και ύστερα μιλούν στους αδικημένους για δικαιοσύνη. Είναι οι άνθρωποι που κλέβουν τον ιδρώτα του λαού, χτίζουν μέγαρα και ύστερα δίνουν επιδεικτικά ελεημοσύνη, το ένα δέκατο απ’ τον άνιθο και τα μάραθα. Είναι οι άνθρωποι που ατιμάζουν τα όσια και τα ιερά κι ύστερα μιλούν στους ατιμασμένους για την αρετή. Είναι οι άνθρωποι που έκοψαν και έραψαν με βάση τα συμφέροντά τους τον ίδιο τον Θεό, άγριο, αλλήθωρο, εκδικητή και λένε πως αυτοί είναι οι αντιπρόσωποί του. Τους ξέρω καλά τους Φαρισαίους, γιε μου! Οσο δεν σηκώνεις το κεφάλι σου, σε ονομάζουν ελεύθερο πολίτη. Οσο ανέχεσαι τις αδικίες τους, σε ονομάζουν τίμιο οικογενειάρχη. Οσο τους κολακεύεις, σε χαϊδεύουν προστατευτικά στον ώμο. Αλίμονο, όμως, σ’ εκείνον που θ’ αμφισβητήσει την αγιότητά τους. Τίμημα, θάνατος. Αλίμονο σ’ εσένα, γιε μου!
Μην περιμένεις προστασία απ’ τον λαό, που για λογαριασμό του τα έβαλες μαζί τους. Μπορεί να σε υποδέχτηκε πριν από λίγες μέρες με βάγια και ζητωκραυγές. Μα ο λαός, παιδί μου, είναι άγνωμος. Παρασύρεται εύκολα κι ακολουθεί τους ισχυρούς. Μπορεί για μια στιγμή να δει το δίκιο και το σωστό, να ενθουσιαστεί, να ξεσπάσει σε ζητωκραυγές. Μα γρήγορα θα κάνει “δήλωση μετανοίας” και θα φωνάξει “γιούχα” σ’ αυτόν που πριν λίγο ζητωκραύγαζε. Δε φταίει ο λαός. Ετσι τον θέλουν. Ετσι τον δίδαξαν. Ετσι τον έμαθαν. Τι Φαρισαίοι θα ‘ναι, όταν δεν μπορούν να κοροϊδεύουν τους πολλούς; Θα ‘ρθει, βέβαια, καιρός που ο λαός θα καταλάβει τη δύναμή του. Μ’ ακόμα είναι μακριά αυτή η ώρα…
Τώρα, όμως, μην περιμένεις τίποτα απ’ το λαό. Ενα να ξέρεις. Μόλις είπες την αλήθεια, έμεινες μόνος. Ολομόναχος. Πρέπει να κρυφτείς. Να κρυφτείς μέχρι να περάσει η μπόρα. Να κρυφτείς, όσο πιο γρήγορα μπορείς. Μα πού; Τα Ιεροσόλυμα έχουν γεμίσει Φαρισαίους. Τα χωριά έχουν γεμίσει με χαφιέδες. Πρέπει να κρυφτείς, μακριά απ’ τα Ιεροσόλυμα, μακριά απ’ τα χωριά, μακριά απ’ τους ανθρώπους, μακριά… Σε ποια κρυψώνα να σε κρύψω, γιε μου, για να μη σε βρούνε οι κακοί; Να σχίσω το κορμί μου και να σε ξαναβάλω στα σπλάχνα μου; Πες μου, ακριβέ μου! Για κάθε κυνηγημένο πρέπει πάντα να υπάρχει μια κρυψώνα.
(Από το βιβλίο του γράφοντος “Τα γράμματα της Παναγίας”, έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου, Κίσαμος, 2013).
Σημείωση: Στον Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου Χανίων η παρουσίαση εφέτος (ένατη!) του έργου μου “Τα γράμματα της Παναγίας”, το Σάββατο του Λαζάρου, 20 Απριλίου με διοργανωτές την Ενορία, το 11ο Δημ. Σχολείο και την Ομάδα Λόγου και Τέχνης “ΕΥ-πλους”.
Κατάπολλα τα ευχαριστώ μου σ’ όλους όσοι λειτούργησαν και λειτουργήθηκαν σ’ αυτήν. Υπόχρεος στην αγάπη των διοργανωτών και των άλλων συντελεστών.
Ονομαστική η αναφορά κατά την αντιφώνησή μου, στην οποία έκανα λόγο, εκτός των άλλων, και για μια επαναλαμβανόμενη ευλογία…