Λένε μερικοί πως για να μιλήσεις για ένα μ-πράμα πρέπει νάσαι κατεχάρης, να τόχεις σπουδαγμένο και άλλα τέθοια, απού για τον απατό μου δε χρειγιάζουνται. Εγώ κάθε αργαδινή στο καφενείο ούλα τα εξήγουνα, για ούλα είχα τη σωστή γνώμη και την έλεγα.
Hτονε κι ένα μ-περίεργο που οι γ-αποδέλοιποι απούχανε λάθος αντισκαρώνανε. Δηλαδής ένα μ-πράμα απούναι στο νου ζαράρι, είχανε λάθος δεν ν-το παραδεχούντανε κιόλας. Εγώ ανε γ-κάμω κιαμιά βολά λάθος θα το παραδεχτώ σκιάς την ίδια ώρα. Εκάνανε πως τα κατέχανε ούλα και δεν εγροικούσανε εμένα απού τα κατέω.
Να σα σε πω κσαρχής για ένα μ-πράμα απου ΄χω ακουσμένο πολλούς να το λένε, πως δηλαδής η γης είναι στρογγυλή σαν το τόπι απού παίζουνε τα κοπέλια γή απού το κυνηγούνε εικοσιδυό ντεγλαράδες με κοντά πατελονάκια σε κάτι σόχωρα απού τα λένε γήπεδα. Και δώστε μου μόνο δυο λεφτά να σα σε πω κάτι ντις απού δε σάσε γνοιάζει, γιάντα εμένα με γνοιάζει και με κόφτει. Ανε μου δίνανε ένα τέθοιο λιβάδι, με τόσηνα βοσκαρέ απούχει, θα ν΄ ξεχειμωνιάζανε τα ωζά και δε θαν΄ εχρειγιάζουντανε ν΄αγοράσω μουδέ μια μπάλα σανό ούλο το χειμώνα. Διάλε κρίμας τη μ-πρασινάδα να τηνέ τσαλοπατούνε και να μην τη τρώνε τα ωζά μου.
Για να γαείρομε στα δικά μας, σάσε ρωτώ. Πρώτα πρώτα γιάντα δηλαδής νάναι στρογγυλή η γης, για να τσι παίζουνε κλωτσιές τα αποδέλοιπα αστέρια; Κι άμα είναι στρογγυλή και σβουρίζει γύρου-γύρου όντε βρίστεται στη κάτω μπάντα και βρέχει, η βροχή μπορεί πάει τα ίσια πάνω; (Δηλαδής με το συμπάθιο ετούτονα που θα πω αλλά θα κατουρείς και δε θα πγαίνει κάτω αλλά θα πρέπει νάεις το νου σου μη μ-πάθεις κιαμιά ζημιά;) Αλλά και τ΄ άλλο, δε θανε εφκερέζανε τα νερά από τσι θάλασσες; Εγώ τόχω ψάξει το πράμα πολλώ λογιώ, γροικάτε κι άλλα. Μια βολά ημουνε παωμένος με τ΄ αερόπλανο στην Αμερική. Άμα η γης ήτονε στρογγυλή θα ν΄ έπρεπε τ΄ αερόπλανο να κάμει ένα μ-πράμα σαν την ζέβλα απού εβάναμε στσ΄ αγελάδες όντεν εζευγαρίζαμε. Δεν τόκαμε παρά έπγαινε ολόισα. Αν ήτονε στρογγυλή έτσα απού επγαινε ίσια, θα ν΄ εχανούμαστανε και δεν θα ν΄ φαινούντανε μουδ΄ η φανιά τση φανιάς μας. Ε, το λοιπός σάσε λέω ολόισια επήγαινε ωσπού ΄φταξε στην Αμερική. Μη μου λένε εμένα πως η γης είναι τόπι.
Ύστερα μου λένε κι άλλα περίεργα πως ο άθρωπος επήγε λέει στο φεγγάρι. Ήντανε τούτανα τα κουζουλίστηκα. Πως ξεκινούνε κι αποσώσουνε εκειά πάνω, δε χάνουνε τη στράτα, προπάντος όντε νυχτώσει. Πως επήγανε και δεν κουτουλίσανε ποθές, ετσά θεοσκότεινα απούνε τη νύχτα δίχως τα φώτα τση ΔΕΗΣ. Εγώ ΄χω θωρεμένα πως στσι αεροκαθίστρες έχουνε φώτα από κάνουνε τη νύχτα, μέρα. Και ποιος έθιαξε εκειά πάνω αεροκαθίστρα αφού τ΄αερόπλανο θέλει ένα χωράφι απού μόνο στα καμπίτικα χωριά μπορείς να βρεις ετόσηνα μεγάλη σιάδα. Εμείς στο χωριό ένα μόνο σόχωρο σιαδερό ΄χουμε και το λέμε κάμπο.
Και δεν ήμουνε αμοναχός μου, ήμαστονε κι άλλοι καμπόσοι απού χούμε τόσηνα εξυπνάδα και δεν τα χάφτουμε ετούτανα.
Τούτονα κι όσα άλλα δεν τάχα θωρεμένα με τα μάθια μου τα νόγουνα με τη μια, πράμα απού τό χω από μιτσός. Σαν κι οψές νάτονε στο σκολειό, απού μούλεγε ο δάσκαλος εσύ τζάμπα έρχεσαι στο σκολιό. Άμε να μαζώξεις κιαμιά αβρωνιά γή κιανένα χοχλιό να τόχετε διάφορο στο σπίτι. Εδά κατέω πως είχε θωρεμένα, τα κάτεχα ούλα και για τούτονα τόλεγε.
Μού βανε πενταράκια και μού λεγε πως το κάνει για να μη μ΄ αφήκει στην ίδια τάξη. Ο απατός μου εκαταλάβαινα από τότεσας πως τόκανε για να μη μ-πάρει ο νους μου αέρα με τσι μεγάλους βαθμούς και για τούτονα μούβανε σαφής τα πενταράκια.
Κιαμιά βολά δε με παραίτα εκειά απού άρνεβα παρά ήθελε να μ΄ αρωτήξει για κάτιντις πράματα απού τάλεγε γεωμετρία κι άλλα παράξενα. Ήντα μ΄ έγνοιαζε μένα για κάτι γραμμές απούκανε στο μ-πίνακα και τάλεγα τρίγωνα και τετράγωνα. Άλλη έγνοια δεν είχα παρά να κάθουμαι να σκοτίζω τη γ-κεφαλή μου με τούτανα στο σκολειό και να μου φάνε οι γι-άλλοι τσ΄ αβρωνιές.
Η γι-αλήθεια ’ναι πως δεν επήγα τελείως τζάμπα στο σκολειό. Εκιά ΄μαθα να γράφω κολλυβογράμματα και σασε γράφω ετούτανε απού αναγνώθετε. Κιαμιά βολά απού με θωρεί η γυναίκα να γράφω και τα μαρτάρικα έχνη νάναι ατάιστα λέει αμοναχή τζη, ξιου μύγα ξιου μη γ-κάτσεις στου γραμματικού τη μ-πένα. Εγώ λέω από μέσα μου καλιά σου μη κσαγλείς για θα γενεί κιανείς καυγάς και θα πάεις ύστερα στο σόι σου να λέεις πως σε κακολαλώ.
Εγώ ακόμης το λέω, χαλάλι του δασκάλου οι γ-αβρωνιές και το ροδίκιο απού του πήγα κι ας μη μου ζήτηξε ποτές του κι ας εκάτεχα πως δεν ήθελε πεσκέσια. Απίς εμεγάλωσα επήγα και στο στρατό απού μούτυχε ένας καλός λοχίας και μούμαθε πολλά καινούρια πράματα. Ήτανε σα κάτι ντις απού άκουσα από ένα γραμματιζούμενο και τόλεγε μεταπτυχιακό.
Και εκειά απού ήτονε σε μια σειρά τα πράματα και τον έλεγα τα σωστά τσ΄ αργαδινές στο γ-καφενέ αρχίξανε να φωνιάζουνε στσι τελεοράσεις, οι πιο πολλοί γιατροί για μια καινούρια αρρώσια απού ΄πιασε από την μιαν άκρα τση γης ως την άλλη. Και δε λέω ούλοι οι γιατροί γιάντα μερικοί ελέγανε πως δεν είναι και τόσονα σπουδαίο.
Εβγάλανε το λοιπός φιρμάνια να κλείσουνε λέει τα καφενεία. Σα γ-και ΄δα ανιστορούμαι τη τελευταία αργαδινή πριχού τα σφαλίξουνε. Έχω αποθυμίσει τον καφενέ κι ας μούθιαζε ο καφετζής νερομπούρμπουλο για καφέ.
Άλλα φιρμάνια ελέγανε να βάνουμε στη μούρη πανιά, τα λένε μάσκες, σα τσι φερετζέδες απού βάνουνε οθεν΄ τ΄ Ανατολικά οι γυναίκες.
Ήντα ΄ναι τούτανα τα πράματα, ο απατός μου δε βάνω μάσκα μουδέ οντέ ψεκάζω, οη για κατιντίς απού δεν υπάρχει. Μούδε ΄γω μούδε χωριανός μουδέ κιανείς στσι μπάντες μας είχε παθωμένη ετούτηνα την αρρώσια.
Οπέρυσις απού μαζωχτήκανε στην Αγορά καμπόσοι γνωστικοί σαν γ-και μένα και λέγανε να μη βάνομε μάσκες, θα ν΄ ήμουνε παωμένος, παρά μ΄ είχανε χτυπημένο τα στιβάνια στσι κάλους και ήμουνε ντίπις κουτσός.
Μουδέ να πορπατήξω δεν εμπόρουνα, όη να πάω χοροπηδώ απάνω στσι μάσκες.
Οψιμότερα εβγάλανε άλλα φιρμάνια, να εβολιαστούμε για την αρρώσια. Εμένα μούπε μια συμπεθέρα τση γειτόνισσάς μου πως μια ξαδέρφη τση κουμπάρας τση, τσ΄ είπε για μιαν άλλη απούχε ακουστά, πως ένας απού ΄καμε το εβόλιο, έβγαλε ορά. Βεβαιωμένα πράματα δηλαδής. Σκέφτουμαι αμοναχός μου, ούλα τα ΄χω, η ορά μου λείπει.
Ακούστε όμως εδά να σάσε πω τα καινούρια. Ετούτανα είχα ν-τα γραμμένα οπέρυσις κι οφέτος εβρεθήκανε τα χαρθιά τυχαία πάλι στα χέρια μου και τα ξαναστραφαίνω. Λέω το λοιπός πως μπορεί ακόμης κι εγώ νάχω καμωμένο κιανένα λαθάκι αλλά, πριχού σας το πω, θα σασε πω ίντα σύβηκε. Ένας αξάδερφος μου αντράρα ως έκαι πάνω κι ολόγερος, τον έφαε ετούτηνα η γι-αρώσια. Αλλά κι ένας γ-καρδιακός φίλος εκόντεψε να χαθεί. Τούτανα, δε μου τα ΄πε η κουμπάρα τση συμπεθέρας μου, παρά τα ΄ζησα και μάθαινα τα μαντάτα μέρα με τη μέρα. Κι απόης γροικώ πόσοι αθρώποι εχαθήκανε. Γιαυτό το λοιπός, μπάρε μου ένα μ-πράμα πρέπει να τ΄ αλλάξω.
Κοπέλια, να βάνομε ετούτανα τα πανιά στο στόμα και στ΄ αρθούνια κιανέ μ-πούνε διπλά, να τα βάνομε διπλά. Κι αλάργω από τσι βεγγέρες με πολλούς νοματαίους.
Θα σασε πω και κατιντίς απού δε θα τόλεγα, αλλά κατέω πως βαστάτε μυστικό κιανε το πείτε, δε θα πείτε πως σας τόπα εγώ. Να πάρετε τελέφωνο για τον εβολιασμό να κανονίσετε να πάτε. Ετσά καμα κι εγώ, ετελεφώνησα και τόχω κανονισμένο. Δεν το λέω όμως φανερά γιατί με ίντα μούτρα θα πάω στο καφενείο, όντε θα ξανανοίξουνε, από το κάζο απού θα μου κάμουνε αφού προ καιρού έλεγα άλλα πράματα.
Μιας και τα λέμε ούλα, θα σασε πω και το συλλοϊσμό μου ολάκερο.
Ετούτανα με κάνουνε να σκέφτομαι, μήμπανα ΄ναι κι γης στρογγυλή.
Δεν είμαι όφκαιρος να το ξεπαραλίσω εδά για δε μ’ αφήνει νου ετούτηνα η γι-αρρώσια. Είναι και τα χόρτα ένα μπόι στα χωράφια, έχω και τ΄ αρνιά απούλητα. Να κατέτε πως θα ξεκαμπανίσω τα πράματα και θα σε μολοήσω την απόκριση απού θα βρω. Ο απατός μου μυστικά δε βαστά.
Να σαι καλά σύντεκνε μας έκανες να γελάσουμε πάλι.. Χαλάλι οι αβρωνιες και το ραδίκιο του δασκάλου, κατάφερε να σε βάλει στην ισιαδα. Μου ρχετε και μια μαντιναδα:, ” Βιβλία δεν υπάρχουνε μουδε σχολεία στα όρη, μα που σπούδασαν οι βοσκοι κι ειν’ουλοι δικηγόροι..” Περιμένουμε κι άλλα..
Αγαπητε κ Αντωνη Μπομπολακη, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ με υγεια. Σε ευχαριστουμε θερμα για το καινουργιο λαογραφικο σου χρονογραφημα, τοσο ομορφα, λιτα και με πλουσιο χιουμορ οδηγεις τον αφηγηματικο σου λογο, με επιδεξια και πανεμορφη παλια Κρητικη ντοπιολαλια. Μ αυτην την διαλεκτο ειμαι παθιασμενος και την λατρευω κυριολεκτικα. Ωστοσο, δεν μορεσα να κρατησω τα γελια και τη χαρα μου απο το απιστευτο χιουμορ, οταν αναφερθηκες στον δασκαλο σου που σε απογοητεψε λεγοντας σου: Τζαμπα ερχεσαι στο σκολειο!!!… Τι να σας πω και γραψω, που αυτες τις καταστασεις τις βιωσα στο δημοτικο σχολειο του Ημαθιωτικου χωριου μου, με πρωταγωνιστη τον μεγαλυτερο μας αδελφο. Τι να σας λεω τωρα!!… Τα θερμα μας συγχαρητηρια και αναμενουμε με λαχταρα τα πανεμορφα κειμενα σας: και δεν ειναι ευκολο εγχειρημα να γραφεις τοσο ομορφα την παλια μας Κρητικη διαλεκτο. Τις καλυτερες ευχες μας. Φιλικα Γιωργος Καραγεωργιου, συντχος νομικος, κοινωνιολογος Χανια.