Του Κίτσου η μάννα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι, ολιγόστεψε, ποτάμι στρέψ’οπίσω,
για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια,
5 όπ’ έχουν κλέφτες σύνοδο, όπ’έχουν τα λημέρια».
Τον Κίτσο τον επιάσανε, πάνε να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι τον πάγουν εμπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
κι ολοξοπίσω πήγαινε η μαύρη του μαννούλα,
μοιριολογούσε κι έλεγε, μοιριολογά και λέγει:
«Κίτσο , που είναι τ΄άρματα, τα έρημα τσαπράζια;
10 – Μάννα λωλή, μάννα τρελλή, μάννα ξεμυαλισμένη,
δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου και την παλληκαριά μου
μον κλαις τα ‘ ρημα τ‘ άρματα, τα έρημα τσαπράζια;»
Το τραγούδι αυτό της μάνας του Κίτσου είναι το πιο ωραίο, ίσως Κλέφτικο τραγούδι. Η ιδιαίτερη τεχνική του, η απόλυτη πλαστική τελειότητά του, η συμμετρία και αρμονία, η υψηλή αισθητική του, η ανάδειξη Μορφής τέλειας, το καθιστούν ασύγκριτο. Το πρόσωπο του Κίτσου δεν έχει προσδιοριστεί ιστορικά και ίσως να μην υπήρξε καν, να είναι δηλαδή δημιούργημα της φαντασίας του ποιητή λαού1. Η βεβαιότητα είναι μόνο για τον τόπο του επεισοδίου του τραγουδιού. Είναι ο Ασπροπόταμος και συγκεκριμένα η όχθη του προς την Άρτα. Απέναντι, τα κλεφτοχώρια των Αγράφων, που πνέει αέρας αμόλευτος λευτεριάς.
Σε αντίθεση με όλα τα άλλα Κλέφτικα τραγούδια, όπου συναντούμε μια μορφή, μια εικόνα, ένα επεισόδιο, στο τραγούδι του Κίτσου έχουμε δυο. Την εικόνα της μάνας που μαλώνει με το ποτάμι, να πισωγυρίσει, για να περάσει απέναντι και να συναντήσει το γιο της, και την εικόνα του ερχομού του αλυσοδεμένου και ξαρμάτωτου γιου και του διαλόγου με τη μάνα του.
Το δέσιμο των δυο ενοτήτων είναι πετυχημένο και αξιοθαύμαστο. Υποστηρίζεται η άποψη, που μάλλον είναι ορθή, ότι πρόκειται για δύο τραγούδια και πως αργότερα έγινε συμφυρμός αυτών. Οι πρώτοι 5 στίχοι αποτελούν το τραγούδι της μάνας του Κίτσου. Τη γνώμη αυτή έχει και ο Άγις Θέρος.2 Επίρρωση της θέσης αυτής είναι και το ότι στην Ήπειρο (που μάλλον έχουμε τη δημιουργία του τραγουδιού) τραγουδιούνται μόνο οι 5 πέντε πρώτοι στίχοι του.
΄Οσοι δεν ασχολούνται με το δημοτικό τραγούδι αγνοούν εντελώς τη συνέχεια του τραγουδιού. Η μάνα δίνει έναν περίεργο αγώνα με το ποτάμι, για να μπορέσει να το πισω-γυρίσει. Ξέρει ότι αυτό μπορεί να γίνει με τη βοήθεια, όχι του φυσικού, αλλά του υπερφυσικού στοιχείου, γι΄αυτό το πετροβολεί. Το πετροβόλημα του ποταμού, εκτός από την ψυχική εκτόνωση που έφερνε στους ανθρώπους, κατά παλαιά λαϊκή δοξασία πετύχαινε και τον κατευνασμό του.3
Η λαχτάρα της μάνας να ιδεί το γιο της είναι μεγάλη και ο ψυχικός της κόσμος ταραγμένος τόσο που την κάνει να τα βάζει με τη φύση, να μαλώνει με το ποτάμι. Και αντικρίζει το γιο της αιχμάλωτο, καθημαγμένο, ηττημένο, ξαρμάτωτο, στο δρόμο για την κρεμάλα. Ο μεγάλος αριθμός των φρουρών του είναι, βέβαια, συμβολικός, υποδηλώνει όμως και τον ηρωϊσμό του Κίτσου, που οι εχθροί του τον φοβούνταν και αιχμάλωτο.
Ο διάλογος της μάνας με τον γιο της ξαφνιάζει τον αναγνώστη, κατ΄αρχήν. Πού πήγε η λαχτάρα και η αγάπη γι΄αυτόν; Τα μοιρολόγια της δεν έπρεπε να ήταν για τη θλιβερή κατάντια του παιδιού της και τον επερχόμενο θάνατό του; Αυτή φαίνεται να θρηνεί όχι για τον Κίτσο, αλλά για τ΄ άρματά του. Έτσι συλλογάται η μάνα του Κίτσου, που συνέλαβε στο νου και την ψυχή της Ιδέες υψηλές και Μορφή, σε αντίθεση με άλλες μανάδες της ίδιας εποχής που έννοια είχαν να ζήσει ο γιος τους τη μικροζωή με τα αγαθά της, έστω και κάτω από τη σκλαβιά. Μια τέτοια μάνα ήταν αυτή που συναντάμε στο περίφημο τραγούδι του Βασίλη (δημοσιευμένο σε όλες τις συλλογές σχεδόν): «Βασίλη, κάτσε φρόνιμα , να γίνεις νοικοκύρης, για ν’ αποχτήσεις πρόβατα , ζευγάρια και αγελάδες…».Πώς να συγκριθούν οι δύο μανάδες; H μια μίζερη , ταπεινό λιθαράκι και η άλλη υψηλόφρων , πυραμίδα, πύργος και μετεωρίτης! 4 Η ορθή απάντηση στο ερώτημα αυτό καθώς και στην αδυναμία του Κίτσου να συλλάβει το βαθύτερο νόημα όσων η μάνα του λέει, έχει δοθεί, νομίζω, από τον Γιάννη Αποστολάκη, που μελέτησε όσο κανείς άλλος το Κλέφτικο τραγούδι.
«…. Συφοριασμένη η μάννα από την κατάντια του γιου της κλαίει το όνειρό της, τους πόθους της, κλαίει ότι ακριβώτερο υπάρχει γι΄αυτήν, ακριβώτερο κι από την ίδια της τη ζωή . Κλαίει το γέννημα της ψυχής της, τη Μορφή του γιου της, κλαίει το Παλληκάρι κι όχι το παιδί της. Αν οι άλλοι άνθρωποι μια στιγμή αντικρύζουν Μορφή, γιατί και μια στιγμή της ζωής τους τυχαίνει ν΄ αγαπήσουν και να δοκιμάσουν λαχτάρα ψυχής, είναι μοίρα της μάννας αδιάκοπα να μπουμπουκιάζη σ’ όνειρα και σε πόθους. Ολοπόρφυρη λάμψη σκεπάζει το παιδί στα μάτια της μάννας και η Μόρφη εμποδίζει τη θέα του πραγματικού. Τα λόγια πάλι Μάννα λωλή, μάννα τρελλή κτλ. είναι βέβαια η απόκριση του γιου στο ερώτημα της μάννας. Μέσα όμως απ΄αυτά ακούεται ωμά το παράπονο του ανθρώπου, σαν νοιώθη την αγάπη του γύρω κόσμου να γίνεται το μεγάλο εμπόδιο να ξεπεταχτη λεύτερο το είναι του και να βρη τη σωστή αναγνώριση. Όμως αυτή είναι η μοίρα του ανθρώπου. Το ανώτερο,που φθάνει ο άνθρωπος στην τάση του, στη λαχτάρα του για τον διπλανό, ναι η δημιουργία και η σύλληψη της Μορφής. Όμως αν δεν βαστάει ίσο βήμα ο πόθος με τη ζωή, συχνά συμβαίνει το πλάσμα της ψυχής, η Μορφή, να μας είναι πιο αγαπημένο από το πλάσμα της ζωής και να κυριεύει πέρα και πέρα νου και καρδιά, έτσι που στο τέλος καταντάει ίσα ίσα ο άνθρωπος, που αγαπάει, να γίνεται τυφλός και αναίσθητος απέναντι στο πραγματικό….»
( Το κλέφτικο τραγούδι: Το πνεύμα και η τέχνη του. Εκδ. Εστία,
Αθήνα 1950, σελ. 137-139).
Πρέπει να σημειωθεί ότι τα άρματα ήταν η τιμή και η ταυτότητα, όχι μόνο του κατόχου τους, αλλά και ολόκληρης της οικογένειας. Η σχέση του κλέφτη και της οικογένειάς του με αυτά, ήταν σχεδόν ερωτική και λατρευτική. Ο σκοπός τους ήταν ιερός, η διατήρηση δηλαδή της εθνικής ταυτότητας και η απελευθέρωση του Γένους.5 Το τραγούδι βρίσκεται δημοσιευμένο, σε διάφορες παραλλαγές του, σχεδόν σε όλες τις συλλογές δημοτικών τραγουδιών (Fauriel I, 98, Passow 26, N. Πολίτης, Εκλογές, αρ.47, Μανούσος, Τραγούδια Εθνικά, σελ.145 κ.α).
Από τις πολλές ερμηνευτικές προσεγγίσεις του τραγουδιού, εκτός εκείνης του Γιάννη Αποστολάκη, πρέπει να μνημονευτούν αυτές του Αλ. Πολίτη (Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, «Το δημοτικό τραγούδι», Αθήνα 1986) και του Ευαγγέλου Στάθη (Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ,Αθήνα 2004, σελ. 379 επ). Τέλος, το τραγούδι τραγουδιέται σε αργό ρυθμό (της τάβλας) και επιχωριάζει κυρίως στην Ήπειρο, Ρούμελη και Θεσσαλία.