Τσι προηγουμενους καιρούς, απίς ετειλειώνανε τα τρυγοπατήματα αρχινούσανε τα καθαριστά των ελιέδω κι απίς έπεφτε καλή βροχή, ουλωνώ ο νους έπγανε στα ζευγαριστά.
Τα διπλοβρόχια ήτονε σαν το μαντάτο για το γ-κάθε νοικοκύρη πως έπρεπε να κσεκινά να κάνει τα κουμάντα του και να ορντινιάζει για τη καινούργια σπορά. Η γης, γυναίκα κι αυτή, ανειμένει το σπόρο για να γεννήσει τα καινούργια γεννήματα. Δε γ-κσαργεί όμως κιόλας κι ά δε ν-τηνε σπείρεις, θα γεννήσει τα δικά τζη, απούναι τ΄ αγριόχορτα κι ούλα τ΄ άλλα απου γεννά μοναχή τζη.
Απίς εκαλοποτίζουντονε η γης κι εκρυγιάδωνε ο καιρός, έβγανε το αθό τζη η ασκελετούρα. Ο κύρης μου όντε το θώριε έλεγε πως είναι το πρώτο γέννημα τση χρονιάς. Ήτονε ένα άλλο μέτρημα βγαρμένο απού τα παρατηρήματα των ανθρώπω απου παλαίβγουνε με τη γης χιλιάδες χρόνους. Αρχίνιζε τη χρονιά με τα πρωτοβρέξια και την ετέλειωνε με τα ξέτελα του επόμενου πσιμοκαιριού. Ούλοι κατέμε πως η ασκελετούρα έχει το παράκσενο απου βγάνει το λουλούδι τζη, κι απίς μαραθεί βγάνει τα φύλλα. Για τούτονα, όντε τη βάνομε στην οξώπορτα για τη πρώτη του κάθα χρόνου, η κρομμύδα τση ασκελετούρας έει μόνο φύλλα.
Το ορντίνιασμα του ζευγά εκσεκίνα απου τα ζυγάλετρα. Τα μερεμέτιζε κι έπρεπε νάχει θιάκσει τσι καινούριες ζέβλες, κάθα μια με το απανζέβλι τζη. Προσπάντως όντεν΄ ήτονε τα κσύλινα αλέθρια έπρεπε να δει αν ήτονε σε καλή κατάσταση γή να κάμει τα πρεπούμενα για νάναι έτοιμος. Να μου αναθυβάλλετε μιαν άλλη βολά να σασε πω ένα –ένα τα κομμάθια του αλεθριού. Έπρεπε να πάει και στου ντερμιτζή να «βάψει» τη σκαλίδα και το γυνί. Σπορικά είχανε οι πιο πολλοί φυλαμένα στα πιθάρια από τα γεννήματα τση προηγούμενης χρονιάς. Απού τσι κουβέντες τω μ-παλιότερω αθρώπω απου μούχουνε μείνει ήτονε εκείνονα απου λέγανε, πως τα καλύτερα δανεικά τα δούδεις στη γης.
Άμα ν-είχε κιανείς δικό ν-του ζευγάρι δεν είχε έγνοια για συζεφτή. Άμα όμως είχε μιαν αγελάδα έπρεπε να συφωνήσει με άλλο χωριανό απούχε κι αυτός μια κι ελέγαμε πως εσυζέπσανε. Στσι μπάντες μας ήτονε λίγοι απού εζεβγαρίζανε με μουλάρι γή μπεγίρι, όσο για ασερνικό ζευγάρι είχανε μερικοί βαρονοικοκύροι, επειδής οι γι-αποδέλοιποι εθέλανε τσι αγελάδες και για να γεννούνε. Το μουσκάρι έφερνε κι αυτό παράδες στο σπίτι, ανε ν-το πουλούσανε, γή ανε θέλανε εμπορούσανε να το βαστήξουνε για μάνα. Άμα διαλέγανε να το βαστήκσουνε, το μαθαίνανε στο σκοινί, επολεμούσανε να το κάμουνε πραγαλό κι επεριμένανε να πάρει το σκαρί τσ΄ αγελάδας. Έπρεπε ύστερα να τηνε καματέπσουνε να πγαίνει στ΄ αλέτρι. Για το καμάτεμα τηνε βάνανε να ζευγαρίσει με μια πραγαλή καματεμένη απου άκουγε τσι παραγγελιές του ζευγολάτη. Εδιάλεγες ένα σιαδερό σόχωρο, έπρεπε νάναι καλός κι απομονετικός ο ζευγάς. Άμα θα ν΄ έβγαινε καλή η αγελάδα εφαινούντανε απου νωρίς, για να βγάλεις όμως τελική σούμα, έπρεπε να γενεί μπάρε μου δισπόρα.
Οι γι-αθρώποι ετότεσας εσπέρνανε όπου εμπορούσανε και για να μείνει ακαλλούργητο ένα σόχωρο θαν΄ έπρεπε νάναι ντίπις γέρτικο απου να μη μπορεί να σταθεί το ζευγάρι, γή τόσονα κούσκουρο απου να μη μπορεί να μπει το γυνί στη γής. Εμαζώνανε όσες πέτρες εμπορούσανε να σηκώνουνε και τσι κάνανε λουσόθιρο, γή τσι πγαίνανε σε τόπο απου δεν επειράζανε. Πολλά γέρτικα χωράφια τα σιαδερίζανε με τη σκαλίδα, εσέρνανε το χώμα το σιοβολίζανε και το στήλωνε με γερή ξερολιθιά εκειά απου τέλειωνε το σύνορο, για να μην τσιλάσει με τα νερά του χειμώνα. Όσοι δεν είχανε σιαδερά, εγεργίζανε κι εσπέρνανε ντίπις γέρτικα χωράφια με τη σκαλίδα.
Για νάναι ζευγαρόμερα έπρεπε νάναι η γι-ογρασιά του χωραφιού κανονική για να φυτρώσει ο σπόρος, αλλά και να μην είναι πολά ογρό το χώμα επειδής επηλομάχτιζε το ζευγάρι κι ο ζευγάς, ετσιμέντωνε το χώμα και δεν εφυτρώνανε τα σπορισίματα. Ο κύρης μου εφόριε μια μπροσποδιά στο ζευγάρισμα κι όπως ελάλιε το ζευγάρι εμάζωνε όσους βροβιούς εθώρειε.
Του ζευγά ακλούθιε ένας άλλος ακόμης για να βολοκοπά το χωράφι με τη σκαλίδα γή τη τσάπα, επειδής άμα δεν εσπούσανε οι μεγάλοι βώλοι, όσοι σπόροι επέφτανε απου κάτω δεν εφυτρώνανε, αλλά και στο θέρος ήτονε βάσανο για τσι θεριστάδες. Δεν έκανε όμως μόνο βωλοκόπισμα, αλλα και το γυροσκάπσιμο τω δεντρώ, άμα είχε το σόχωρο δεντρά στη μέση γή κιανένα ν-τρόχαλο. Αλλά και στσι άκρες απου δεν έπγαινε τ΄ αλέτρι έσπερνε με τη σκαλίδα κι άμα κιαμιά βολά ότονε τροχαλόγης, έσπερνες με τη μπικοσκαλίδα. Άμα έπεφτε το αλέτρι σε αγριόχορτα απου εκάνανε μάζες, (ητονε πράμα φαρμάκοι γή αβρουλιές), εμπούκωνε κι εδυσκολέβγουντε το ζευγάρι. Έπρεπε να σταματήσεις να το ξεμπουκώσεις και να σπάσεις ετούτεσας τσι μάζες με τη σκαλίδα, να μη κσεθεώσει τσ΄ αγελάδες.
Οντεν επέρνα χωργιανός κι εθωργειε το νοικοκύρη να σπέρνει τούλεγε την ευκή, χίλια μουζούρια, δηλαδή να βγάλει πολύ καρπό από ό,τι έσπερνε.
Για να πούνε πόσο μεγάλο ητονε το καματερό χωράφι εμετρούσανε πόσο έτρωγε νιους κανονικού ζευγά, να το ζευγαρίσει. Ετσά ελέγανε τριω ζευγαρώ, το χωράφι απου ήθελε τρεις μέρες να ζευγαριστεί, μισή ζευγαρέ χωράφι, κατά που ήτονε μεγάλο γή μιτσό. Ένας άλλος τρόπος παλιότερος ήτονε με τα μουζούρια, απου είχε να κάμει με το γ-καρπό απου ήθελες για να το σπείρεις.
Ο ζευγάς εκσεκίνα απού τη μ-παραβολή κι επήγαινε οθέν το γύρο του χωραφιού. Η πρώτη δουλειά, απίς έζεφνε, ήτονε να κάμει μιαν αλετρέ κάμποσες οργιές παράνω, μπάντα για μπάντα στο χωράφι, απου τηνε λέγανε σπορά. Έσπερνε μέχρι την αλετρέ εκείνηνα και κάτεχε πόση κομματέ έχει σπείρει.
Το ζευγάρι το κουμαντάριζε με τα σκοινιά, έλεγε όμως και με τη μιλιά παραγγελιά, απου πιστέβγανε πως την εμαθαίνανε τα έχνη. Άκουγες το ζευγολάτη να λέει «παραβολή» «γύρο» κι άλλα, σαν να μίλιε σε άθρωπο. Σε χωράφια απου ήτονε μεγάλο σέρμα στο πλάτος, δεν έπγαινε το ζευγάρι μπάντα για μπάντα, επειδής ήτονε ξεθέωμα, έπγαινε μέχρι τη μέση ποθές, να πάρουνε μιαν ανάσα οι γι΄ αγελάδες όσην ώρα εστρίβανε κι εγάερνε. Στο τέλος τση σποράς, επειδής τα χωράφια ήτονε γερτάδικα έκανε μιαν αυλακιά για να αναμαζώνει το φουριάδο νερό του χειμώνα. Ήτονε η αυλακιά του νερού απου την έπγαινε ο ζεγβάς σκάρπα πλαϊνά να μην έχει μεγάλη κατηφόρα το νερό να κάμει μεγάλα νεροπάρματα μέσα στο χωράφι. Τηνε έκανε λοκσά από εκειά που εθώρειε πως θα κάμει τη λιγότερη εζημιά το νερό. Ακόμης και να μην τα πγαίνανε καλά οι συνορατόροι εσυφωνούσανε να κάμουνε δρόμους του νερού, επειδής άμα το αφήνανε αλιμπερτό, θα ν΄ εβγαίνανε ούλοι ζημιωμένοι.
Το βράδυ απου ξέζεφνε, έβανε τσι καλαθούνες στσι αγελάδες κι αυτές επγαίναγε αμοναχές στο βουιδόσπιτο. Η πρώτη δουλειά ήτονε να τωνε γεμώσει τη ματζιαδούρα να τρώνε αλλά και στα μεσάνυχτα ποθές των εβανε σανό γή τριφύλλι. Έπρεπε όμως να σηκωθεί αξημέρωτα για να ταΐσει το ζευγάρι παπούδια γή μπαμπακόπιτα, απου την είχε βάλει απου βραδύς στο νερό. Και τα παπούδια απου ήτονε ανακάτερα σπορισίσματα, βίκος, ρόβι, κριθάρι κι άλλα, τάβρεχε κι αυτά. Ετσά έκανε για να δυναμώνουνε τα έχνη, ν΄ αντέχουνε να σέρνουνε ούλη μέρα τ΄ αλέτρι.
Εδά εθυμήθηκα νιους παλιότερου συχωριανού απου ήτονε ορχωμένος ο γαμπρός του να του βοηθήκσει στο ζευγάρισμα κι εβωλοκόπα. Αλαφροκαμπάνιζε όμως λιγάκι κι όπως έπγαινε κώλου κώλου, έφτακσε στη μ-παραβολή απου είχε γκρεμνό, δεν το κατάλαβε κι έπεσε σ΄ ένα μπουμπουλέ από ακρεβάτους και δεν εμπόργειε να βγει. Δεν εμπόρειε κι ο πεθερός να βοηθήκσει, για τούτονα επήγε κι έφερε χωργιανούς απου τον ανασύρανε. Ήτονε αναγνώστης στο μοναστήρι του χωργιού, (έτσα ήτονε και το παρανόμι ν-του) κι έλεγε μισοκαρεβουσιάνικα πως ετσούρησε ο γαμπρός του επειδής «πήγα να παραβολιάσω το βόδι»
Κι εγώ δεν είχα κιαμιάν αγίδα κι εφώνακσα ένα κοντοχωργιανό να μου βοηθήκσει στ΄ αλέτρι παρά αυτός έκανε σαφής αγγουράδες. Εκακολάλιε και τα έχνη, τωνε χτύπα άσκημα. Τη μ-πρώτη μέρα με το σκόλασμα τωνε πλέρωσα και τονε συναπόβγαλα.
Ετσά επέρνα ο καιρός με καθημερνό απάλιο με τσι δουλειές. Η καλύτερη ξελήνιση ήτονε να γενεί κιανείς γάμος, αρραβώνας, βάφτιση γή στα πανηγύργια.
Ο Άη Βασίλης απού έφερνε πεσκέσια στα κοπέλια δεν επέρασε ποτές του απου τα χωργιά μας. Πρέπει να τούφταιγε πως δεν ήτονε ορχωμένη η ΔΕΗ να του φέγγει και δεν εμπόρειε νάρθει, αφού πορπατεί τσι νύχτες. Απίς αδειάσανε τα χωργιά ήρθε η ΔΕΗ, έβαλε φώτα και στσι κολώνες κι αφού δεν υπάρχουνε αθρώποι, φέγγει στι σκύλους και τσι γάτες να μη γ- κουτουλούνε στσι τροχάλους.
Ανειμένουμε και τσι χρονιάρες μέρες με τη γ-καινοιύργια αρρώσια να μη φέβγει. Πρέπει νάχομε το νου μας, αλλά όπως και νάρθει ο καιρός θα πρέπει να τονε παλαίπσομε, να μη μασε πάρει απου κάτω. Ανε μασε κωλώσει το κατέμε πως θα κάμομε εζημιά τ΄ απατού μας και στσ΄ αθρώπους μας.
Καλές σκολάδες να περάσουμε και σπολλάτη σε ούλους σας.
* ο ΚατωΚεφαλιανός
Τα κείμενά σας, κύριε Μπομπολάκη, εκτός από το ότι είναι ευφρόσυνα, αποτελούν και πηγή για άντληση πολύτιμου λαογραφικού υλικού – ειδικά ως προς το γλωσσικό μέρος τους.
Συγχαρητήρια!
Καλές γιορτές και υγεία!
Πολλές μνήμες μας ξύπνησε το όμορφο κείμενο σας!
Καλές γιορτές!