Με το τέλος της φετινής τουριστικής σαιζόν και την αρνητική εμπειρία της περσινής, μπορούμε να διατυπώσομε κάποιες σκέψεις γενικότερες, τόσο για τον τουρισμό που θέλομε, όσο και για το παραγωγικό υπόδειγμα της πατρίδας μας.
Mια γενική παρατήρηση είναι πως οι υπηρεσίες, στις οποίες συγκαταλέγεται και ο τουρισμός, αποτελούν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του ΑΕΠ της χώρας, περίπου 80%· αυτό σημαίνει ότι ο πρωτογενής και δευτερογενής τομέας έχουν δυσανάλογα μικρή συμμετοχή στην οικονομία, κι αυτό δημιουργεί ανισορροπίες και στρεβλώσεις που γίνονται αισθητές στη ζωή μας. Το παρήγορο είναι ότι δείχνουν μιαν ανοδική τάση που ελπίζομε να συνεχιστεί.
Ο τουρισμός, διαφημίζεται από πολλούς σαν η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας. Κι αν αυτό επιβεβαιώνει μια δομή οικονομίας όπου η μεταποίηση δεν έχει τη θέση που θα έπρεπε, η ουσία είναι ότι δεν πρέπει ο τουρισμός, και οι υπηρεσίες γενικότερα, να λειτουργήσουν σα βαριά βιομηχανία ή «ατμομηχανή της οικονομίας» σε ένα ενάρετο παραγωγικό μοντέλο. Μια οικονομία που βασίζεται στις υπηρεσίες είναι ευάλωτη σε αλλαγές πέραν του ελέγχου της, όπως η πανδημία ή μια γεωπολιτική κρίση. Έτσι, πέρσι ο τουρισμός δε δούλεψε λόγω του κορονοϊού, ενώ μια κρίση με την Τουρκία θα έχει αντίστοιχο αντίκτυπο.
Η οικονομία πρέπει να στοχεύει στην κατά το δυνατό μεγαλύτερη αυτάρκεια της πατρίδας, οπότε θα πρέπει να έχει στόχο να αξιοποιεί τις δυνατότητες του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα. Αυτό δεν ισχύει σε μας. Παθογένειες της κρατικής μηχανής και εμπόδια που αυτή θέτει στους παραγωγούς και μεταποιητές, οδηγούν στην εγκατάλειψη των παραγωγικών δραστηριοτήτων προς όφελος των υπηρεσιών. Αλλά οι υπηρεσίες που προσφέρονται, ο τουρισμός κυρίως, υστερεί σε ποιότητα και, ακόμα κι αυτός, μπορεί να αποδίδει προσωρινά, αλλά πιο πολύ εκμεταλλευόμενος την προνομιακή θέση της Ελλάδας παρά εξελίσσοντας αυτό το πλεονέκτημα και πατώντας σε στέρεες βάσεις.
Οι μικρές εκμεταλλεύσεις στην οικονομία μας, είτε πρόκειται για χωράφια, είτε για τουριστικές επιχειρήσεις, μπορούν να είναι ποιοτικές και κερδοφόρες· όχι όμως με το να παραδίδομε την παραγωγή μας στο χονδρέμπορο ή να φτιάχνομε δυο υποτυπώδη καταλύματα προς άγρα τουριστών που ψάχνουν απλά να μεταφέρουν τον τρόπο ζωής τους υπό ήλιο και θάλασσα, αδιαφορώντας για τον τόπο που επισκέπτονται.
Σημαίνει τούτο πως δε θέλομε τον τουρισμό; Σε ένα περιβάλλον σαν το σημερινό, εννοείται πως και οι υπηρεσίες και ο τουρισμός αποτελούν μια σημαντική συνιστώσα της διάρθρωσης της οικονομίας. Αλλά αυτό δεν πρέπει να γίνεται με τη μορφή της μονομέρειας, με την εγκατάλειψη των άλλων τομέων και μια λογική αλληλοαποκλεισμού μεταξύ τους. Η μικρομεσαία, κοινοτική δομή της οικονομίας μας, δεν αποτελεί εμπόδιο αλλά προσφέρεται για συνέργειες μεταξύ των τομέων της οικονομίας· απλά θα πρέπει να ξεκαθαρίσομε τί οικονομία θέλομε, και τί τουρισμό θέλομε.
Κι εδώ πρέπει να γίνει μια ιεράρχηση από πλευράς μας. Η αγροτική παραγωγή, εξ ορισμού ποιοτική ακόμα και όταν δεν είναι βιολογική, οφείλει να τυποποιείται και να διατίθεται στην τιμή που της αξίζει, με τον παραγωγό να βλέπει την ανταπόκριση των προσπαθειών του ο ίδιος κι όχι ο χονδρέμπορος ή το ξένο κράτος που εισάγει το προϊόν μας χύμα σε εξευτελιστική τιμή, το μεταποιεί και το διαθέτει αυτό όπως πρέπει, κερδίζοντας την υπεραξία αυτό και όχι ο παραγωγός.
Αντίστοιχα, ο δευτερογενής τομέας έχει μια τεράστια δυναμική και αναγνώριση με την μαστορική του τεχνίτη, που λειτουργεί εκτός εγχειριδίου, δημιουργικά κι όχι διεκπεραιωτικά, και αξίζει να έχει ένα υποστηρικτικό θεσμικό πλαίσιο για να γιγαντωθεί.
Ο τουρισμός θα πρέπει να λειτουργήσει σε δυο επίπεδα: Το ένα είναι να θέσει συγκεκριμένες προδιαγραφές: Το υπόδειγμα του τουρίστα που μεθάει κάνοντας ηλιοθεραπεία αποκομμένος από την τοπική κοινωνία, κουλτούρα, γαστρονομία, ιστορία, μουσική και χορό, οφείλει να είναι υπόδειγμα προς αποφυγή. Η σύγχρονη τάση του περιηγητή που αναζητά εμπειρίες και βιώματα από τον τόπο που επισκέπτεται, που αποτυπώνεται ήδη και σε πλατφόρμες όπως το Airbnb, είναι αυτή που δημιουργεί δεσμούς, σεβασμό, αλληλεπιδράσεις μεταξύ επισκέπτη και χώρας υποδοχής. Κι είναι αυτή στην οποία οφείλει η Ελλάδα να ρίξει το βάρος. Το υπόδειγμα αυτό της ταιριάζει, καθώς δεν είναι απλά σκηνικό για διακοπές αλλά τόπος με έντονη ιστορία, πολιτισμό και ζώσα παράδοση. Σε αυτή τη βάση προσελκύει ποιοτικό τουρισμό, συνειδητοποιημένο και με απαιτήσεις πέραν της προχειρότητας, βελτιώνοντας έτσι την προσφορά των παροχών σε μιαν ενάρετη ανοδική σπείρα.
Δίπλα σ’ αυτή τη βασική αρχή, μπορούν να προστεθούν θεματικού τύπου τουριστικές εμπειρίες, τις οποίες προσφέρει απλόχερα η ελληνική διαχρονία: Αρχαιότητες, βυζαντινή περίοδος, θρησκευτικός, χειμερινός, συνεδριακός τουρισμός, και στοχευμένα σε ένα από αυτά και σωρευτικά, αποσκοπώντας στην ποιότητα και στην επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η παραπέρα επέκταση του τουρισμού πρέπει να εμπεριέχει συνέργειες με τους άλλους τομείς της οικονομίας: Μονάδες που εξοπλίζονται με ελληνικά προϊόντα, έπιπλα, κουφώματα, στρώματα κλπ, μειώνουν τις εισαγωγές και ενισχύουν το δευτερογενή τομέα. Αντίστοιχα, η προσφορά φαγητού από προϊόντα της περιοχής, είναι η ίδια μια εμπειρία για τον, επισκέπτη πλέον και όχι τουρίστα, που τη δοκιμάζει, και δημιουργεί τόνωση της πρωτογενούς παραγωγής ώστε να καλύψει τη ζήτηση, εισόδημα για τον αγρότη από επέκταση των καλλιεργειών. Ακόμα κάνει γνωστό το προϊόν εκτός Ελλάδος, δημιουργώντας φήμη και ζήτηση που θα εκφραστεί σε εξαγωγές. Η επαφή του επισκέπτη με αυτά, με τα χειροτεχνήματα της παράδοσής μας, με τα προϊόντα οικοτεχνίας, δημιουργεί τις προϋποθέσεις της παραμονής των νέων στον τόπο τους, της αναγέννησης της υπαίθρου, και ταιριάζει με το κοινοτικό υπόδειγμα της πολυειδίκευσης και των συνεργειών μεταξύ μικρών παραγωγών, που είναι συγχρόνως μικροξενοδόχοι και που ο ένας συμπληρώνει τον άλλο. Κι όλοι μαζί συνθέτουν ένα ψηφιδωτό ζωντανό, χαρούμενο, δυναμικό.
Θέλομε τον τουρισμό λοιπόν. Με τους όρους μας, όρους ταυτότητας και αυθεντικότητας, κι όχι με όρους απρόσωπης διεκπεραίωσης μιας αρπαχτής. Κι αν παλιότερα αυτό δεν ήταν τόσο συνειδητό, σήμερα, που βρισκόμαστε πολλώ λογιώ στα όριά μας, το καταλαβαίνουν οι περισσότεροι, και μπορεί από εκεί να ξεκινήσει μια αντιστροφή του παρασιτισμού, χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες ως εφαλτήριο, μετατρέποντάς τις από νεκροθάφτη της παραγωγής σε μοχλό ανάκαμψής της.