Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Τραγικές στιγμές του πολέμου μέσα από αφηγήσεις των τελευταίων επιζώντων

Δεν έζησαν τα παιδικά χρόνια, ούτε κατάλαβαν παιγνίδια, γνώρισαν μεμιάς όλη τη σκληρότητα των ανθρώπων, έχασαν αδέλφια, γονείς, ανθρώπους δικούς τους. Δεν ξέχασαν όμως ποτέ, κατάφεραν να στηθούν στα πόδια τους κάτω από απίστευτες συνθήκες και σήμερα 80 χρόνια μετά θυμούνται μαζί τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή τους. Συνομιλούμε με ανθρώπους που ενηλικιώθηκαν απότομα μέσα στη φωτιά της Μάχης της Κρήτης και της κατοχής.

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΒΛΑΖΑΚΗΣ – ΚΟΝΤΟΜΑΡΙ
«Η ορφάνια είναι άσχημο πράγμα»

Ηταν 10 ετών όταν ο πατέρας του εκτελέστηκε στην είσοδο του σπιτιού του στο Κοντομαρί. Σήμερα οι μνήμες παραμένουν έντονες. Ο κ. Αριστείδης Βλαζάκης μας ξεναγεί στο χώρο του σπιτιού όπως είναι σήμερα. Με την έναρξη των βομβαρδισμών τον Μάιο του 1941 μαζί με τους γονείς και την αδελφή πήγαν στη γειτονιά “Λάκκοι” κοντά στις Βουκολιές στη γιαγιά του. «Ο πατέρας μου όμως είχε αμπέλια με σταφίδες, είχε ζώα και γύρισε μετά τη Μάχη στο χωριό για να τα φροντίσει. Ήταν άνθρωπος της δουλειάς, ικανότατος» θυμάται ο συνομιλητής μας. Ο πατέρας του κ. Αριστείδη, Αριστείδης Βλαζάκης συνελήφθη και αυτός από τους ναζί όπως και οι άλλοι άνδρες του χωριού και ήταν ανάμεσα στους 24 που στις 2 Ιουνίου στήθηκαν μπροστά στο απόσπασμα.
«Μας είπε μετά ο Γαλάνης, ένας από τους διασωθέντες, ότι με το που έπεσαν οι πυροβολισμοί από το εκτελεστικό απόσπασμα αυτός και ο πατέρας μου έτρεξαν προς τα πίσω. Και οι δύο είχαν τραυματιστεί, ο πατέρας μου μάλιστα στο στήθος. Του πρότεινε ο Γαλάνης να κρυφτούν σε ένα χωράφι σπαρμένο με στάρι όμως ο πατέρας μου επειδή έχανε πολύ αίμα του ανάφερε ότι θα πήγαινε σπίτι για να δέσει το τραύμα του. Όμως τα ίχνη από το αίμα που άφηναν οι δύο άνδρες έγιναν αντιληπτά από τους Γερμανούς που τους ακολούθησαν. Ο Γαλάνης κατάφερε να κρυφτεί στα σπαρμένα και ο πατέρας μου ήλθε στο σπίτι από τη νότια είσοδο, τον ακολουθεί ένας Γερμανός και του ρίχνει την πρώτη ριπή με αυτόματο και δεν τον πετυχαίνει. Περνάει ο πατέρας μου τη μεσόπορτα και πάει στον διπλανό δωμάτιο. Ο Γερμανός τον κυνηγούσε και του ρίχνει και δεύτερη ριπή όταν ήταν στην κουζίνα, ούτε τότε τον πέτυχε, έκανε κομμάτια τα ντουλάπια. Βγήκε έξω ο πατέρας μου για να ξεφύγει και στο κατώφλι με την τρίτη ριπή τον εκτέλεσε ο Γερμανός! Εκεί τον βρήκαν οι συγχωριανοί και τον έθαψαν μαζί με τους άλλους εκτελεσθέντες» αφηγείται ο κ. Βλαζάκης.
Τα επόμενα χρόνια κάτι παραπάνω από δύσκολα για όσους έμειναν πίσω. «Φτώχεια και πείνα, τι να σας πω! Μας γλύτωσε το ένα ποτήρι γάλα που πίναμε από μια κατσίκα, τα χόρτα, το λάδι και κανένα αυγό που τρώγαμε πότε – πότε. Μόνο ο θεός και εμείς ξέρουμε τη φτώχεια και την πείνα που περάσαμε. Το χωριό για χρόνια είχε μείνει χωρίς άνδρες και αυτοί που έζησαν υπέφεραν. Η ορφάνια είναι άσχημο πράγμα! Μετά τον πόλεμο πολλοί έφυγαν για τη Γερμανία να δουλέψουν, εγώ ούτε που το σκέφτηκα καν. Δεν μπορούσα να το κάνω, δεν το ήθελα. Δεν τους πειράξαμε, ήλθαν και μας σκότωσαν χωρίς να τους πειράξουμε» καταλήγει ο συνομιλητής μας.

ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΝΔΑΡΑΚΗ – ΚΑΝΤΑΝΟΣ
«Ξυπνήστε καίνε το χωριό…»

«Μια γυναίκα από τη Σπίνα ήλθε προς το σπίτι μας και φώναξε στον πατέρα μας “Μανωλάκη ξυπνήστε καίγεται το χωριό από άκρη σε άκρη”! Μας ξύπνησε ο πατέρας μου που λέει στη μάνα μου να μας ντύσει και να φύγουμε…» η κα Ιωάννα Κανδαράκη παιδί το 1941, θυμάται την καταστροφή του ηρωικού χωριού.
«Η Κάντανος ήταν μια ζωντανή κοινωνία, ήταν το κέντρο ανάμεσα στο ανατολικό και το δυτικό Σέλινο! Στο σχολείο μπορεί να ήμασταν και… 200 παιδιά, γιατί κάθε οικογένεια είχε 4, 5, 6» αφηγείται. Την καλούμε να θυμηθεί τα γεγονότα της καταστροφής όπως τα είδε με την παιδική της ματιά.
«Στις 21 Μαΐου, Κωνσταντίνου και Ελένης, γίνεται βομβαρδισμός της Καντάνου. Είχαμε πάει με τη μαμά μου να φυτέψουμε ένα κήπο με πιπεριές, μελιτζάνες και έγινε ο βομβαρδισμός. Θα ήταν 11 το πρωί! Μπήκαμε κάτω από μια ελιά όλοι όσοι ήμασταν στους κήπους (10-15 άτομα). Τρομάξαμε πολύ , είχαμε φοβηθεί, κλαίγαμε, λέγαμε “τώρα είναι το τέλος μας”. Παιδιά ήμασταν, βλέπαμε τις σφαίρες από τα μυδράλια να έχουν “ξυρίσει” τα δέντρα. Σταμάτησε ο βομβαρδισμός γυρίσαμε στο χωριό και μάθαμε ότι είχαν γίνει μάχες στα Φλώρια, στο φαράγγι της Καντάνου. Οι Γερμανοί κατέλαβαν τις επόμενες ημέρες το χωριό και επιστρέφοντας από την Παλαιόχωρα ξεκίνησαν το πλιάτσικο. Εμείς είχαμε φύγει στο Αν. Σέλινο στη Λιβάδα. Ξαναγυρίσαμε όμως τις επόμενες ημέρες. Στις 3 Ιουνίου που έκαψαν το χωριό μάς ξύπνησαν οι γονείς μας. Ο πατέρας μου πάει στην αυλόπορτα, τον συναντούν οι Γερμανοί και αρχίζουν να τον πυροβολούν με τα όπλα τους. Αυτός έφυγε από την άλλη πόρτα και έπεσε σε ένα περιβόλι από ύψος τριών μέτρων, από εκεί πήγε στο ποτάμι. Αυτοί συνέχισαν να τον ψάχνουν μας έλεγε ότι μπορεί να πέρασαν και 30 φορές από το σημείο που ήταν κρυμμένος χωρίς να τον βρουν. Εμάς μας έβγαλαν με τους υποκόπανους έξω από τα σπίτια, ούρλιαζαν, φώναζαν ήταν πολύ σκληροί, πάρα πολύ σκληροί! Μετά όταν έμειναν εδώ και έμαθαν τον κόσμο μαλάκωσαν, όχι πως ήταν άνθρωποι. Ήταν ορισμένοι που ήταν καλοί… Στη συνέχεια είδαμε το σπίτι μας να καίγεται, να καταστρέφεται από άκρη σε άκρη. Ήταν επιπλωμένο, καταστράφηκαν οικοσυσκευές, ρούχα τα πάντα! Και όλα τα σπίτια του χωριού. Τις επόμενες ημέρες ο ήλιος δεν φαινόταν από τους καπνούς, οι μυρωδιές από τα σιτηρά και τα λάδια ήταν για μέρες. Εμείς τι να κάνουμε; Σπίτι δεν έχεις, δεν έχει τίποτα! Πήγαμε στη Σαρακίνα στο χωριό της μητέρας μου και μείναμε εκεί 3 μήνες. Γυρίσαμε μετά στην Κάντανο όπου ο πατέρας μου προσπάθησε με λαμαρίνες, με ό,τι ξύλο είχε απομείνει να κλείσει πόρτες και παράθυρα ώστε να μπορούμε να μείνουμε στο σπίτι… σιγά-σιγά γύρισαν και κάποιοι άλλοι, ο καθένας στο καβούκι του. Πείνα, φτώχεια, κακομοιριά που δεν μπορείς να φανταστείς…» μας λέει η κα Κανδαράκη.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, της κατοχής εξίσου δύσκολα. «Δεν παίξαμε, δεν καταλάβαμε παιδικά χρόνια. Με ρούχα από αντίσκηνα και ό,τι μπορούσαν να βρουν οι γονείς μας, μεγαλώσαμε. Έρχονταν κάθε εβδομάδα οι Γερμανοί και έκαναν ελέγχους, έτρωγαν, έπιναν και μεθούσαν και μας έπαιρναν ό,τι είχαμε και δεν είχαμε. Να σας πω και πως μάθαμε γράμματα; Έφεραν ένα δάσκαλο από το Μεραμπέλο, Νικόλος Τυράκης το όνομα του. Κάναμε μάθημα στη Παναγιά τη Ζωοδόχο καθόμασταν σε μια πλάκα είτε είχε κρύο, είτε ζέστη, βιβλία δεν είχαμε και γράφαμε σε μια πλάκα γράφαμε με ασβέστη, κεραμίδι, ή κάρβουνο ό,τι είχαμε.»
Η κα Ιωάννα όπως και οι γονείς της μετέφεραν μηνύματα, συμμετείχαν στην αντίσταση στον κατακτητή. Μοναδική της αποζημίωση μια σύνταξη της αντίστασης στα 66 ευρώ. «Δεν θέλουν να δώσουν αποζημιώσεις οι Γερμανοί γιατί σου λένε είναι πολλά τα χρήματα, λες και φταίγαμε εμείς που μας έκαψαν τα σπίτια, που σκότωσαν τους ανθρώπους μας, που τους έστειλαν στα Νταχάου» καταλήγει.

ΒΕΡΑ ΜΙΧΑΗΛΑΚΗ – ΓΑΛΑΤΑΣ
«Απολαβή μας; Η υπεράσπιση
του τόπου μας»

H Βέρα Ταπεινάκη – Μιχαηλάκη με την οικογενειακή φωτογραφία που τραβήχτηκε πριν τον πόλεμο στα χέρια. Διακρίνονται ο αδελφός της Γιάννης που σκοτώθηκε στον βομβαρδισμό του Γαλατά και η αδελφή της Δέσποινα που τραυματίσθηκε βαριά, η αδελφή της Άννα και οι γονείς της.

Μικρό κοριτσόπουλο μέσα στο χωριό του Γαλατά έζησε τις μάχες και τους βομβαρδισμούς, έχασε το μικρό της αδελφό, είδε μια αδελφή της βαριά τραυματισμένη, αλλά επέζησε και μαζί με τους γονείς της εργάστηκε στη φυγάδευση στρατιωτών των συμμάχων στα βουνά και στην ενίσχυση της αντίστασης. Την κα Βέρα Ταπεινάκη-Μιχαηλάκη, συναντήσαμε στο χωριό της, στο Γαλατά. Της ζητάμε να μας διηγηθεί τα γεγονότα του βομβαρδισμού. «Ήταν ένας από τους πολλούς βομβαρδισμούς του χωριού, είχαμε χάσει το λογαριασμό. Ήμασταν στα καταφύγια κοντά στην εκκλησία. Εγώ και η μητέρα μου στο ένα καταφύγιο, ο πατέρας μου και τα άλλα αδέλφια μου στο άλλο. Έπεσε μια βόμβα και ο σκύλος μας που ήταν στην αυλή, εξαϋλώθηκε, διαλύθηκε! Δεν βρήκαν ούτε την προβιά του. Από τη βόμβα σκοτώθηκε ο αδελφός μου Γιάννης που ήταν 7 ετών παλικαράκι -το μοναδικό αγόρι στην οικογένειας μας- και η αδελφή μου Δέσποινα δέχτηκε ένα βλήμα στο πρόσωπο! Έφυγε όλο το σαγόνι της, κρεμάστηκε η γλώσσα της, ήταν ολόκληρη μέσα στα αίματα… Ακούσαμε φωνές και καταλαβαίνετε τη ψυχολογική κατάστασή μας όταν βλέπουμε τον πατέρα μου με το σκοτωμένο αδελφάκι μας αναμάσκαλα του και το τραυματισμένο από το χέρι. Όταν είδαμε αυτήν την εικόνα δεν μπορώ να σας περιγράψω τι έγινε! Δεν ήμασταν μαθημένοι σε αυτά τα πράγματα! Δεν είναι όπως τώρα που βλέπουμε πολέμους καθημερινά στην τηλεόραση. Ο πατέρας μου πήγε τα δύο παιδιά στο υπαίθριο στρατιωτικό νοσοκομείο που είχαν στήσει παραπάνω και πήγαιναν όλους τους τραυματίες…».
Οι εικόνες που αντίκρισε το μικρό κορίτσι δείχνουν όλη τη σκληρότητα του πολέμου «…Οι μάχες μέσα, έξω από τον Γαλατά συνεχίζονταν, έρχεται κάποια στιγμή ο πατέρας μου και μας λέει ελάτε να δείτε τους Γερμανούς. Έφερναν δύο αιχμαλώτους. Έναν τον κουβαλούσαν πάνω σε κουβέρτα και ήταν σε κακά χάλια και ένας άλλος σε καλύτερη κατάσταση που τον σήκωναν 2 Γαλατιανοί. Τους έβαλαν σε μια γωνιά, αυτός που ήταν στην κουβέρτα πέθανε μετά από λίγο, τον άλλον τον περιέθαλψαν. Από αυτόν ζήτησε ο παπά Βασίλης ο παπάς του χωριού ένα σημείωμα ότι τον φρόντισαν ως τραυματία και όταν μας κατέλαβαν πια οι Γερμανοί τους το έδειξε το σημείωμα αυτό για να μην κάψουν το χωριό».
Στην κατοχή οι συνθήκες για την οικογένεια όπως και για όλο τον πληθυσμό έγιναν αφόρητες. «Πως ζούσαμε; Με χόρτα που μαζεύαμε και από ένα κηπαράκι είχαμε μια τομάτα, ένα ζαρζαβατικό και δόξα τω θεώ υπήρχε το λαδάκι και καμιά φορά και κάποιο αυγό. Είδε μια φορά ένας φίλος τον πατέρα μου που ήταν τίμιος και δουλευταράς σε τι κατάσταση ήταν και του είπε να περάσει από το σπίτι του. Έστειλε ο πατέρας μου εμένα και την αδελφή μου την μεγάλη την Άννα και μας έδωσαν ένα μεγάλο ψωμί που είχαν φτιάξει οι ίδιοι! Το αγκαλιάσαμε, δεν κόψαμε κομματάκι και το πήγαμε ολόκληρο στο σπίτι και περιμέναμε πώς και πώς το μαχαίρι για να το κόψει σε κομμάτια να φάμε και εμείς. Και λέει ο πατέρας μου στη μάνα μου “Μαρία δεν το πάμε καλύτερα στους αιχμαλώτους; Εμείς με το χορταράκι τα περνάμε… Μαρμαρώσαμε εμείς που περιμέναμε το ψωμί! Έτσι οι γονείς μου το άφησαν στη βρύση όπου πήγαιναν οι αιχμάλωτοι για να μεταφέρουν νερό. Είχαν τότε οι Γερμανοί κάτι Ρώσους αιχμαλώτους (σ.σ. τους είχαν φέρει από το Ανατ. Μέτωπο τα επόμενα χρόνια και τους χρησιμοποιούσαν για σκληρές εργασίες). Οι Ρώσοι λιμοκτονούσαν γιατί οι Γερμανοί δεν έδιναν φαγητό παρά μόνο τα αποφάγια τους».
Ο πατέρας και η μητέρα της κας Ταπεινάκη-Μιχαηλάκη βοήθησαν και δεκάδες Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς, Βρετανούς αιχμαλώτους που είχαν αποδράσει από το στρατόπεδο αιχμαλώτων στους Αγ. Αποστόλους. Τους έδιναν φαγητό και ρούχα και τους διοχέτευαν στα βουνά για να έλθουν σε επαφή με τους αντάρτες. Επίσης ό,τι όπλο έβρισκαν και άλλο πολεμικό υλικό υπήρχε, φρόντιζαν να πάρει το δρόμο για τα Λευκά Όρη ώστε να βρεθεί σε κατάλληλα χέρια. Η ίδια η Βέρα και η Άννα Ταπεινάκη τους πρώτους μήνες τη κατοχής πήγαιναν τρόφιμα στο στρατόπεδο των αιχμαλώτων στους Αγ. Αποστόλους και τα περνούσαν με ένα καλάμι πάνω από το φράκτη. Για τις ενέργειες τους αυτές τιμήθηκαν μετά τον πόλεμο από τους βετεράνους της Μάχης που αναγνώρισαν το σπουδαίο έργο που προσέφεραν.
Σήμερα η κα Βέρα λέει πως «για μας η απολαβή ήταν μια. Η υπεράσπιση του τόπου μας, της ζωή των ανθρώπων μας και των συνανθρώπων μας! Μετά τον πόλεμο δουλέψαμε για να ξαναστήσουμε το σπίτι μας. Δεν είχαμε την εύνοια κανενός και δεν την είχαμε ανάγκη. Ο πατέρας μου ήταν ένας εργατικός άνθρωπος που σχεδόν μόνιμα δούλευε στο σπίτι των Θεοδωράκηδων. Για το αν πρέπει να αποζημιώσουν οι Γερμανοί;
Φυσικά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, να αποζημιώσουν τους Σαραβελάκηδες που έχασαν όλα σχεδόν τα παιδιά τους, τα παιδιά των εκτελεσμένων, αυτούς που έχασαν σπίτια και περιουσίες…».

ΟΛΥΜΠΙΑ ΔΡΑΚΑΚΑΚΗ – ΚΑΚΟΠΕΤΡΟΣ
Η γυναίκα που έχασε 4 αδέλφια

Σε ηλικία 12 ετών έζησε το ολοκαύτωμα του Κακόπετρου και τη ψυχρή δολοφονία των τεσσάρων αδελφών της Μανώλη (27 ετών), Σπύρο (24), Αναστάσιο και Χαράλαμπο Δεσποτάκη (δίδυμοι 17 ετών) στα 1944. Από την κα Ολυμπία Δρακακάκη το γένος Δεσποτάκη, ζητάμε να θυμηθεί το γεγονός που τόσο σκληρά σημάδεψε τη ζωή της. «Ήταν 28 Αυγούστου μέρα Δευτέρα και η θεία μου η Ρουμπινή Χαμηλάκη, αδελφή της μητέρας μου, έρχεται και μας λέει πως όλο το χωριό ζώθηκε από τους Γερμανούς. Λέει η μάνα μου στα αδέλφια μου να φορέσουν δύο παντελόνια ώστε αν τους πάνε στην Αγιά και κοιμούνται χάμω στο τσιμέντο να μην κρυώνουν και τους έδωσε ψωμί και τυρί να φάνε για μην πεινάσουν εκεί. Εγώ επειδή ήμουν η μικρότερη και τα αδέλφια μου με έπαιζαν λες και ήμουν κούκλα, όπως έκανα πάντα όταν έφευγαν από το σπίτι τους έδωσα ένα μαντιλάκι στον καθένα για να το έχουν στη τσέπη τους. Ήταν εκεί η μάνα μου, η θεία Ρουμπινή, η γιαγιά μου η Αικατερίνη Χαμηλάκη. Ο πατέρας μου είχε πάει στα Παπαδιανά, σε μια σπηλιά. Είχε πει και στα αδέλφια μου να πάνε μαζί του, εκείνα όμως δεν θέλησαν να τον ακολουθήσουν. Έλειπε ευτυχώς στις Βουκολιές και ο αδελφός μου ο Θεοφάνης. Έρχεται ένας Γερμανός και λέει στα αδέλφια μου. «Κομ! Κομ!» και τα παίρνει μαζί του. Ετοιμάστηκε να τα εκτελέσει μπροστά μας, αλλά του μίλησε ένας άλλος Γερμανός. Και τα πήραν προς την ανηφόρα που οδηγεί στο δρόμο. Μετά από λίγο ακούστηκε ένα γέλιο και αναγνωρίσαμε το γέλιο του Σπύρου γιατί ήταν χαρακτηριστικό. Άρχισαν να ακούγονται πυροβολισμοί από όλο το χωριό, σε κάθε γειτονιά πυροβολούσαν. Έλεγε κάθε τόσο η μάνα μου “άραγε μην τα έχουνε σκοτώσει;”. Στις 10 το πρωί ήρθανε δυο-τρεις Γερμανοί και κρατούσαν στα χέρια τους κοτόπουλα που είχαν πνίξει. Έκαναν νόημα στη μητέρα μου να τα μαγειρέψει. Οι τρεις γυναίκες τα μάδησαν, έβαλε η μάνα μου ένα τέντζερη και τα έβρασαν. Έρχονταν οι Γερμανοί και κρατούσαν καραβάνες τετράγωνες για να πάρουν το ζουμί και το κρέας. Τους έβαλε και η μητέρα μου το τραπεζομάντιλο το άσπρο λες και ήταν κουμπάροι. Έφυγαν οι πρώτοι, ήλθαν οι επόμενοι, μετά ήλθαν και άλλοι. Πήγε απόγευμα. Βλέπαμε τα αυτοκίνητα των Γερμανών φορτωμένα με ρούχα, οικοσυσκευές, τρόφιμα ό,τι είχαν κατακλέψει από τα σπίτια. Πήγε και η μάνα μου να αναζητήσει τα αδέλφια μου. Εν τω μεταξύ ακούγονταν φωνές και κλάματα από όλες τις γειτονιές από τις άλλες γυναίκες που βρίσκανε σκοτωμένους τους άνδρες ή τα παιδιά τους… Φτάνει στο πατητήρι πάνω, σταματάει η συγχωρεμένη η μάνα μου και τα βλέπει από απέναντι και φωνάζει “ώφου τα παιδιά μου σκοτωμένα μου είναι. Μου τα σκοτώσανε, οι σκύλοι!”. Τα είχαν εκτελέσει μέσα στο δρόμο και ύστερα τα τραβήξανε και τα πετάξανε, στην κάτω μεριά του δρόμου που ήταν συκιές και βάτοι. Πήγε η μητέρα μου σε μια άκρη του χωριού και φωνάζει “Ελασία, Ελασία τέσσερα”. Φώναζε στη θεία μου Ελασία Δεσποτάκη, αυτό δεν το ξεχνώ αν γεννώ και χώμα… Φωνές, κλάματα εμείς, από παντού οδυρμός όλοι είχαν χάσει τους ανθρώπους τους. Βοήθησαν να κουβαλήσουμε τα αδέλφια στο σπίτι του θείου μου, γιατί η μητέρα μου φοβήθηκε μην έρθουν πάλι οι Γερμανοί και κάψουν το σπίτι και δε βρει ούτε πτώματα να θάψει. Το πρωί σηκώθηκαν, βάλανε τα παιδιά πάνω στις πόρτες και τα κατέβασαν ένα-ένα στο νεκροταφείο. Το πρώτο το κουβάλησε η μητέρα μου αλλά στη μέση του δρόμου έπεσε κάτω και λιποθύμησε. Τα αδέλφια μου θάφτηκαν δυο-δυο, ο Μανώλης και ο Σπύρος μαζί και τα δίδυμα σε άλλο τάφο. Ούτε παπάς υπήρχε να τους κηδέψει, ούτε ψάλτης να τους ψάλλει…».
Μετά από μερικές ημέρες η μητέρα της Ολυμπίας πήγε να μαζέψει χόρτα για να μαγειρέψει κάτι για τους ζωντανούς. «Όπως προχωρούσε βλέπει τέσσερις σωρούς αίμα. “Εδώ σας σκότωσαν παιδιά μου…” λέει και ψαχουλεύοντας στα χώματα βρήκε ένα ψαλιδάκι που ήταν του μεγάλου του Μανώλη που περιποιούνταν το μουστάκι του ένα χτενάκι και τα 4 μαντιλάκια που τους είχα δώσει! Τους είχαν ψάξει οι Γερμανοί και τα είχαν πετάξει από τις τσέπες τους! Πήρε το χώμα με το αίμα, το βάλε στην άκρη του δρόμου κι έχτισε με τα χέρια της έναν τοίχο και σκέπασε το αίμα, να μην το φάνε οι σκύλοι. Πήγαινε και θύμιαζε εκεί μέχρι που έφτιαξε ο μακαρίτης ο πατέρας μου στο ίδιο σημείο ένα εικονοστάσι».

H κα Δρακακάκη με τον αδελφό της Θεοφάνη ήταν τα δύο από τα 6 παιδιά των Κωνσταντίνου και Μαρίας Δεσποτάκη που επέζησαν της σφαγής στο Κακόπετρο.

Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

Την οικογένεια της κας Ολυμπίας συνάντησε ο μεγάλος Κρητικός συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης επιστρέφοντας από την Κάντανο που ως επικεφαλής της “Κεντρικής Επιτροπής διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη” είχε πάει να καταγράψει τις καταστροφές που προκάλεσαν οι Γερμανοί. «Ο πατέρας μου έστεκε στο δρόμο και έφτασε το αυτοκίνητο που ήταν ο Καζαντζάκης. “Τι ήλθατε να δείτε, εδώ μου σκότωσαν 4 παιδιά…” τους είπε και τους κάλεσε στο σπίτι του λέγοντας τους πως “δεν έχω κάτι να σας κεράσω, παρά μόνο ένα ποτήρι παγωμένο νερό”. Ήλθε ο Καζαντζάκης και βλέπει τη μάνα μου να κλαίει. “Γυναίκα γιατί κλαις; Ήλθαν οι άνθρωποι να τους πεις την ιστορία, να την ξέρουν και όχι για να κλαις. Μα μεις θα κάνουμε και άλλα παιδιά να τα αναστήσουμε”. Αυτά τα λόγια είπε ο πατέρας μου και έκαναν μεγάλη εντύπωση στον Καζαντζάκη» αναφέρει η κα Ολυμπία.
Τα χρόνια πέρασαν η κα Ολυμπία έκανε μια ωραία οικογένεια, έζησε μαζί με τον αδελφό της Θεοφάνη, πάντρεψε παιδιά, απέκτησε εγγόνια ωστόσο ποτέ δεν θα ξεχάσει όλα τα συγκλονιστικά που έζησε. Για αυτό και σχεδόν κάθε χρόνο φρόντιζε να βρίσκεται στην μνημειακή εκδήλωση στον Κακόπετρο και να αποδίδει σεμνές τιμές σε όλους τους εκτελεσθέντες…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα