Θρύψαλα φωτός στο μεσονύχτι της καταιγίδας. Στάλες στο λιθόστρωτο της θύμησης. Ψιθύρισμα μιας φλόγας κρυφής που ανάβει πάντα μετά την επίκληση του μύστη. Ζεσταίνοντας το παγωμένο βλέμμα των οριζόντων.
Και ύστερα το χάδι της ερήμου. Της χαραγμένης στον Νότο. Εκεί που τελειώνει η σπίθα του νου που περιπλανήθηκε πολύ. Πριν φτάσει στο εσώτερο ψιθύρισμα. Που γεννήθηκε στο γαλάζιο που συνεχίζεται στην οπτασία. Που θα υπάρχει μετά το τέλος του ονείρου.
Αρωμα από το ακοίμητο φως. Στη γαλήνη ξεχασμένων ναών. Μέσα στις οάσεις που θυμούνται τους μύθους.
Εξωτικός ανθός που ανοίγει τα πέταλά του στο πρώτο άγγιγμα. Και ύστερα το δάκρυ της αυγής. Καθώς η μέρα παίρνει την πρώτη ανάσα της. Ως νιόφερτη ψυχή στο κόκκινο κρασί του απέραντου. Ενα εκκωφαντικό ψιθύρισμα στις εσχατιές της σιωπής. Εκεί που υπάρχεις μόνο εσύ Αρχάγγελε της αιώνιας θύμησης. Εκεί που το σύμπαν κλείνει τον γόνα στην πρώτη έκρηξη. Στον σχηματισμό του αδιαφοροποίητου που επιτέλους παίρνει μορφή. Και ανασαίνει. Και χτυπά ρυθμικά η καρδιά του Αυγερινού. Ως γνώριμο κάλεσμα της άφιξης. Αυτού που περίμενε η στιγμή. Αυτού που περίμενε το θνητό. Αυτό που έστειλε το αθάνατο. Κρυφός κόσμος που δεν θα τον ανακαλύψουν ποτέ οι Ερινύες και οι Μέδουσες. Και που οι Εκατόγχειρες δεν μπορούν να το αγγίξουν.
Μεγάλη που είναι η θύμηση κι ο πόνος πιο μεγάλος. Εκεί που η ύπαρξη είναι η στάχτη που θα πλύνει και θα λευκάνει το άμορφο σε μορφή. Την οπτασία σε πεπραγμένο. Το θνητό σε άπειρο. Ακου το ψιθύρισμά σου. Το παράταιρο τραγούδι για τους άλλους. Μα το τόσο ταιριαστό σε σένα. Όταν τίποτε άλλο δεν είναι δικό σου. Το τραγούδι της σιωπής. Στο τέλος του ατέρμονου.