Εις την εμπρός μερέ κρατεί τση Κρήτης κυπαρίσσι
και από πίσω τ’ ακλουθά μια κρουσταλλένια βρύση.
Είναι λεβέντης όμορφος και Ρούκουνας τση χώρας
κι α δε μου το πιστεύετε ξανοίξετέ το κιόλας.
Κι η κοπελιά μες το χορό τα πέντε ζάλα κάνει
μ’ άγγελος νάναι άνθρωπος θα τονε κουζουλάνει.
Και ‘σφιξε τη χέρα μου, το κρουσταλλένιο χέρι
χρυσή ελπίδα μου ‘δωκε πως θα με κάνει ταίρι.
Αν δε χορέψω και δε δω τση Κρήτης πεντοζάλι
ότι και να μου κάνουνε, δε μου περνά η ζάλη.
– Ιντά ‘χεις και χολώθηκες κι έκατσες στο πεζούλι
σηκώσου, πιάσε το χορό, ωραίο μου ζουμπούλι.
Και συ λυράρη παίξε μας κι εγώ θα σε πληρώσω
διάλεξε και μία κοπελιά κι εγώ θα σου τη δώσω.
Άλλο χορό δε χαίρομαι ωσάν το πεντοζάλη
απού τονε χορεύουνε ούλοι, μικροί μεγάλοι.