Η μόνιμη, στα όρια της εμμονής, ένστασή μου σχετικά με την αφρικανική -στην προκειμένη περίπτωση- λογοτεχνία σχετίζεται με την ύπαρξη λογοτεχνικού ενδιαφέροντος σε επίπεδο γλωσσικό, τεχνοτροπίας, ύφους ή στυλιζαρίσματος, πέρα, δηλαδή, από το δεδομένο φολκρορικό και εξωτικό περιβάλλον ενός κόσμου ελάχιστα οικείου, που όμως, στην περίπτωσή μου, δεν είναι συνήθως αρκετό ώστε αρχικά να με δελεάσει και εν συνεχεία να μου προσφέρει έντονη αναγνωστική απόλαυση.
Για το Τραμ 83 μου μίλησαν δύο αναγνώστες που εμπιστεύομαι· παρέκαμψα τον πρόλογο και διάβασα τις πρώτες γραμμές:
Στην αρχή ήταν η πέτρα και η πέτρα έφερε την ιδιοκτησία και η ιδιοκτησία τον πυρετό της μεταλλοθηρίας, και η μεταλλοθηρία μια πλημμυρίδα ετερόκλητων ανθρώπων που κατασκεύασαν σιδηροδρομικές γραμμές στο βράχο, έπλασαν μια ζωή από φοινικόκρασσο, επινόησαν ένα σύστημα, ένα κράμα από ορυχεία κι εμπόριο.
Και ένιωσα πως εδώ υπήρχε κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι περίμενα, κάτι που θα με ενδιέφερε να διαβάσω.
Το Τραμ 83 είναι ένα μπαρ-εστιατόριο με πόρνες, στο κέντρο μιας αφρικανικής πόλης, της Πόλης-Χώρας, η οποία δεν κατονομάζεται και θα μπορούσε να είναι μία οποιαδήποτε μεγαλούπολη της ηπείρου. Στο Τραμ 83 μαζεύονται ετερόκλητες κοινωνικές ομάδες: πρώην παιδιά-στρατιώτες, ανήλικες πόρνες, περιφερόμενοι φοιτητές, ανύπαντρες μητέρες, μαθητευόμενοι μάγοι. Εκεί μαζεύονται και οι τουρίστες-καιροσκόποι, απ’ όλα τα σημεία του πλανήτη, οι οποίοι καταφτάνουν στην Πόλη-Χώρα για να εκμεταλλευτούν τον ορυκτό πλούτο, για να ξεδώσουν, να χορέψουν, να πιουν.
Στην Πόλη-Χώρα καταφτάνει και ο Λισιέν, μία Παρασκευή βράδυ, μετά από αρκετές ώρες αναμονής στον Σταθμό του Βορρά. Ο Λισιέν είναι, ή προσπαθεί να είναι, επαγγελματίας συγγραφέας αντιμέτωπος με την ένδεια και τη λογοκρισία, ζει, ή προσπαθεί να ζει, έντιμα, θα μπορούσε άλλωστε γράφοντας ύμνους για τον στρατηγό να ζει πλουσιοπάροχα, εκείνος όμως δεν το θέλει. Ο Λισιέν, λοιπόν, περιδιαβαίνει έναν κόσμο παρακμής και παρανομίας, τον κόσμο της Πόλης-Χώρας.
Ο Μουζιλά, γεννημένος το 1981 στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, γράφει ένα μυθιστόρημα ποιητικού ρεαλισμού για να διηγηθεί την ιστορία του Λισιέν, και μέσω αυτής, την καθημερινότητα της Πόλης-Χώρας, τις μεγαλύτερες ή μικρότερες ιστορίες των κατοίκων και των τουριστών-καιροσκόπων της. Επιτυγχάνει ένα λογοτεχνικό αποτέλεσμα χωρίς να θυσιάσει την ιδιαιτερότητα του τόπου και των ανθρώπων του, χωρίς να αφήσει έξω από το μυθιστόρημα την πολιτική, αποφεύγοντας όμως τη στράτευση ή τη μιζέρια. Χρησιμοποιεί εντυπωσιακά τη γλώσσα, και μέσω αυτής -και σε συνδυασμό με τη χρήση του λάιτ μοτίβ- δημιουργεί μία αίσθηση αιώρησης πάνω από την πραγματικότητα, χωρίς όμως αυτό -σε καμία περίπτωση- να οδηγεί σε ωραιοποίηση των σκληρών καταστάσεων. Στο πρόσωπο του Λισιέν συγκεντρώνονται οι φόβοι και οι ελπίδες όλων εκείνων που, ανεξαρτήτως τόπου, μάχονται να ζήσουν διαφορετικά, ακολουθώντας έναν προσωπικό κώδικα ηθικών αξιών, και αυτό ακριβώς τον μετατρέπει σε έναν ήρωα οικουμενικό και γνώριμο.
Το Τραμ 83 δεν είναι απλώς αφρικανική λογοτεχνία. Είναι σπουδαία λογοτεχνία.
υγ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, στην περίπτωση του Μουζιλά, παρουσιάζει το γεγονός πως -σύμφωνα με δήλωσή του- δεν γράφει στη γλώσσα της μητέρας του, τα σουαχίλι, αλλά στη γλώσσα του πατέρα του, τα γαλλικά, “μία αποικιοκρατική γλώσσα”.