Θεµατοφύλακας της σπάνιας ενδηµικής κρητικής άγριας χλωρίδας, η τράπεζα σπόρων της Μονάδας ∆ιατήρησης Μεσογειακών Φυτών του Μεσογειακού Αγρονοµικού Ινστιτούτου Χανίων (Μ.Α.Ι.Χ.), δηµιουργήθηκε το 2000 µε µία βασική αποστολή: να καταγράψει και να διασώσει το µοναδικό απόθεµα της φυτικής ποικιλότητας του νησιού. Εικοσιτέσσερα χρόνια µετά στο ερµπάριο της δοµής, δηλαδή τη συλλογή αποξηραµένων φυτών που διατηρούνται πάνω σε φύλλα χαρτιού, υπάρχουν περίπου 14.000 δείγµατα φυτών, ενώ στη Τράπεζα Σπόρων διατηρούνται περίπου 1560 συλλογές σπόρων από περίπου 500 σπάνια, απειλούµενα και ενδηµικά φυτά της Κρήτης καθώς και 670 συλλογές τοπικών ποικιλιών καλλιεργούµενων φυτών.
Οι “διαδροµές” βρέθηκαν στις εγκαταστάσεις αυτού του “θησαυροφυλακίου” της κρητικής χλωρίδας στο Μ.Α.Ι.Χ. και µίλησαν µε το προσωπικό της τράπεζας σπόρων για την προσπάθεια που κάνουν σε επίπεδο έρευνας, καταγραφής και διάσωσης του φυτικού πλούτου του νησιού.
Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ
«Η Τράπεζα Σπόρων του Μ.Α.Ι.Χ. καλύπτει ένα πολύ ικανοποιητικό ποσοστό σπάνιων, απειλούµενων και ενδηµικών φυτών της κρητικής άγριας χλωρίδας, ενώ περιλαµβάνει και λίγες συλλογές καλλιεργούµενων ειδών», τόνισε ο βιολόγος (Mcs) και υποψήφιος διδάκτορας στο Τµήµα Βιολογίας του ΑΠΘ Μιχάλης Χορευτάκης.
Όπως ανέφερε η τράπεζα παίζει ένα ρόλο συµπληρωµατικής διατήρησης των φυτών εκτός του φυσικού περιβάλλοντος δίνοντας προτεραιότητα στα κινδυνεύοντα, τα σπάνια και τα ενδηµικά είδη.
Μάλιστα, στο Νοµό Χανίων έχουν καταγραφεί 51 ενδηµικά φυτά, φυτά δηλαδή που φύονται µόνο σε αυτή την περιοχή και πουθενά αλλού στον κόσµο, τα περισσότερα από τα οποία εντοπίζονται στα Λευκά Όρη αλλά και σε βραχονησίδες.
ΣΥΛΛΟΓΗ ΚΑΙ ∆ΙΑΤΗΡΗΣΗ
Η συλλογή και διατήρηση των σπόρων είναι µια διαδικασία που απαιτεί πολύ χρόνο, σχολαστικότητα, µεθοδικότητα και τήρηση επιστηµονικών πρωτοκόλλων, όπως σηµείωσε η ∆ρ. βιολογίας Χριστίνα Φουρναράκη.
Ειδικότερα, στο πλαίσιο ερευνητικών προγραµµάτων που αναλαµβάνει η Μονάδα ∆ιατήρησης Μεσογειακών Φυτών του Μ.Α.Ι.Χ., και λαµβάνοντας υπόψη τη λίστα µε τα απειλούµενα φυτά που έχει συνταχθεί και επικαιροποιείται ανά τακτά χρονικά διαστήµατα, εξασφαλίζεται άδεια ερευνών και συλλογής από το Υπουργείο Περιβάλλοντος κι έπειτα, ανάλογα µε το πότε ανθίζει το κάθε φυτό, που φύεται κ.λπ., οι άνθρωποι της τράπεζας βγαίνουν στο πεδίο και το συλλέγουν.
Στη συνέχεια το φυτό έρχεται στις εγκαταστάσεις του Μ.Α.Ι.Χ. καθαρίζεται, αποσπώνται οι σπόροι και αποθηκεύονται. Η όλη διαδικασία συλλογής, καθαρισµού και αποθήκευσης πραγµατοποιείται σύµφωνα µε τις διεθνείς προδιαγραφές για τη λειτουργία των τραπεζών σπόρων άγριων φυτών. Τέλος, για κάθε είδος αναπτύσσονται πρωτόκολλα φύτρωσης, δηλαδή, προσδιορίζονται οι κατάλληλες συνθήκες για τη φύτρωση των σπόρων και ελέγχεται η βιώσιµότητά τους.
«Οι σπόροι φυλάσσονται σε ένα θάλαµο κατάψυξης στους -20 βαθµούς Κελσίου αφού πρώτα έχουν περάσει από έναν θάλαµο µε πολύ χαµηλή σχετική υγρασία ώστε όταν τοποθετηθούν στον θάλαµο κατάψυξης να περιέχουν από 3 έως 5% υγρασία», επεσήµανε η κα Φουρναράκη, ενώ στην ερώτησή µας πόσα χρόνια µπορεί να διατηρηθεί ένας σπόρος σε αυτές τις συνθήκες απάντησε: «Κάποιοι από αυτούς µπορούν να διατηρηθούν για δεκαετίες ή και εκατονταετίες, ανάλογα µε το είδος. Ωστόσο, οι Τράπεζες Σπόρων είναι µια επινόηση που ξεκίνησε τη δεκαετία του ΄50, οπότε ακόµα είναι υπό εξέταση η αντοχή των σπόρων. Παρόλα αυτά, γίνονται τεχνικά πειράµατα γήρανσης ώστε να διαπιστωθεί πόσο γρήγορα οι σπόροι χάνουν τη βιωσιµότητά τους. Αυτό που έχει διαπιστωθεί είναι ότι όταν έχουν πολύ χαµηλή περιεχόµενη υγρασία, διατηρούνται καλά σε χαµηλές θερµοκρασίες αποθήκευσης. Υπάρχουν βέβαια οι βραχύβιοι σπόροι που ζουν για λίγα χρόνια κι άλλοι που ζουν πολλά περισσότερα χρόνια. Σύµφωνα µε τα επιστηµονικά πρωτόκολλα κάθε 10 χρόνια πρέπει να ελέγχεται η βιωσιµότητα των σπόρων».
Η… ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΩΝ ΣΠΟΡΩΝ
Το εντυπωσιακό στην περίπτωση των σπόρων της άγριας χλωρίδας είναι ότι κάθε σπόρος αναπτύσσει µια στρατηγική για το πως θα επιβιώσει σε δύσκολες συνθήκες, όπως αυτές της Μεσογείου που τα καλοκαίρια είναι ιδιαίτερα ξηρά.
«Μέχρι τώρα η εµπειρία µας έχει δείξει ότι είναι πάρα πολύ ανθεκτικοί», σηµείωσε η κα Φουρναράκη και πρόσθεσε: «Αυτό είναι αναµενόµενο στη Μεσόγειο καθώς τη θερινή περίοδο οι συνθήκες είναι δύσκολες για τα φυτά, οπότε και η πλειονότητά τους, ειδικά εκείνων που βρίσκονται σε βραχονησίδες κ.λπ. ή περιοχές µε χαµηλή ετήσια βροχόπτωση, περνάνε τη πιο σκληρή αυτή περίοδο στην πιο ανθεκτική τους µορφή που είναι οι σπόροι. Οι σπόροι κάποιων φυτών όταν δεν βρουν τις κατάλληλες συνθήκες µπορεί να περάσουν χρόνια µέσα στο έδαφος µέχρι να φυτρώσουν. Για παράδειγµα, έχουµε εντοπίσει ένα φυτό στη νήσο Χρυσή όπου υπολογίζεται ότι µπορεί να επιβιώσει έως και 12 χρόνια µέσα στο χώµα µέχρι να φυτρώσει. Γιατί συµβαίνει αυτό; Γιατί ο σπόρος αντιλαµβάνεται τις συνθήκες του περιβάλλοντος, το φως, τη θερµοκρασία το νερό και φυτρώνει την κατάλληλη περίοδο ώστε να εξασφαλιστεί η επιβίωση του φυτού, που θα προκύψει µετά τη φύτρωση. Κάθε φυτό, µέσω των σπόρων του, αναπτύσσει τη δική του στρατηγική επιβίωσης κι αυτό µελετούµε ειδικά για τα σπάνια και απειλούµενα φυτά. Οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για τη διαχείριση και διατήρηση της φυτικής ποικιλότητας στο φυσικό περιβάλλον.
Επίσης, αυτό έχει σηµασία να το γνωρίζουµε και να το λαµβάνουµε υπόψη στις µελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, δηλαδή δεν πρέπει να ξεχνούµε ότι κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου που όλα φαίνονται ξερά και η βλάστηση είναι πτωχή, στο έδαφος παραµένουν αποθηκευµένοι οι σπόροι των φυτών που περιµένουν τις βροχές του φθινοπώρου και του χειµώνα για να φυτρώσουν. Εποµένως, στο πλαίσιο των µελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, θα πρέπει να πραγµατοποιείται η καταγραφή της χλωρίδας, 3 ή και 4 φορές στη διάρκεια του έτους ώστε να εξασφαλιστεί ότι έχει πλήρως καταγραφεί και αξιολογηθεί ο φυτικός πλούτος µιας περιοχής».
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΕ ∆ΙΚΤΥΑ
Οι τράπεζες σπόρων άγριων φυτών σε όλες τις χώρες αποσκοπούν να µην χαθούν είδη από τη φύση και λειτουργούν ως ένας συµπληρωµατικός τρόπος διατήρησης τους. Θεωρείται δε η πιο φθηνή µέθοδος συµπληρωµατικής διατήρησης της φυσικής ποικιλότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, οι άνθρωποι της τράπεζας σπόρων του Μ.Α.Ι.Χ. παρακολουθούν τους φυσικούς πληθυσµούς των φυτών κι αν διαπιστώσουν ότι χάνεται κάποιος τότε κάνουν επανεισαγωγή του ακολουθώντας τα σχετικά πρωτόκολλα.
Παράλληλα, βρίσκονται σε συνεργασία µε όλους τους ∆ήµους και τους αρµόδιους φορείς (∆ιευθύνσεις ∆ασών, τις Μονάδες του Οργανισµού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιµατικής Αλλαγής στην Κρήτη, του ∆ήµους κ.ά.), επικοινωνούν και συνεργάζονται µε άλλες τράπεζες σπόρων στην Ελλάδα και συµµετέχουν σε διεθνή δίκτυα, όπως το European Native Seed Conservation Network (ENSCONET), που δηµιουργήθηκε µε την πρόθεση να υποστηρίξει τις τράπεζες άγριων φυτών στην Ευρώπη και το µεσογειακό δίκτυο GENMEDA. Το GENMEDA, είναι ένα δίκτυο Μεσογειακών Κέντρων ∆ιατήρησης Φυτών, συγκεκριµένα ένα δίκτυο τραπεζών σπόρων και κέντρων διατήρησης γενετικών πόρων της µεσογειακής χλωρίδας τα οποία µοιράζονται την κοινή χλωριδική περιοχή της Μεσογείου µε παρόµοιο τοπίο και παρόµοια προβλήµατα στη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Στο δίκτυο συµµετέχουν 27 κέντρα που εκπροσωπούν 14 χώρες της Μεσογείου. Το ΜΑΙΧ διατηρεί τη γραµµατεία του δικτύου.
ΘΕΣΜΙΚΑ – ΝΟΜΙΚΑ ΚΕΝΑ
Ωστόσο, οι διαφορές της Ελλάδας µε τις χώρες του εξωτερικού στον τοµέα της οργάνωσης και της θεσµικής υποστήριξης των τραπεζών σπόρων είναι µεγάλες.
Για παράδειγµα, ενώ άλλες µεσογειακές χώρες που είναι πλούσιες σε φυτική ποικιλότητα, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, διαθέτουν ένα µεγάλο δίκτυο τραπεζών σπόρων, λειτουργώντας µία τράπεζα ανά περιφέρεια, στη Ελλάδα µε επίσης πλούσια και µοναδική φυτική ποικιλότητα (6.867 φυτά) οι Τράπεζες άγριων φυτών είναι ελάχιστες.
Είναι αξιοσηµείωτο ότι η τράπεζα σπόρων του Μ.Α.Ι.Χ. που ξεκίνησε τη δράση της το 2000 και υπήρξε η πρώτη καλά οργανωµένη περιφερειακή πιλοτική τράπεζα σπόρων άγριων φυτών στην Ελλάδα, δεν έχει ακόµα θεσµοθετηθεί ως δοµή από την ελληνική Πολιτεία. Το ίδιο ισχύει και για την Τράπεζα σπόρων του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών που υπάγεται στο τµήµα Βιολογίας καθώς και άλλες συλλογές φυτικού γενετικού υλικού, όπως οι Βοτανικοί κήποι κλπ.
«Αυτό έχει ως συνέπεια να µην υπάρχει σταθερή χρηµατοδότηση αλλά µέσω κυρίως ερευνητικών προγραµµάτων», επεσήµανε η κα Φουρναράκη και υπογράµµισε ότι η αναγκαιότητα για τη θεσµική κατοχύρωση και ενίσχυση του έργου που γίνεται από τις τράπεζες σπόρων δεν έχει να κάνει µόνο µε την ουσία του έργου της διαφύλαξης της άγριας χλωρίδας, αλλά και µε τις συµβατικές υποχρεώσεις που απορρέουν από διεθνείς συµβάσεις που έχει συνυπογράψει η χώρα µας.
Σηµαντικά κενά, όµως, εντοπίζονται και στη νοµοθεσία καθώς οι τράπεζες σπόρων λαµβάνουν άδειες διατήρησης των σπόρων αλλά δεν έχει προβλεφθεί ο τρόπος διάθεσης των σπόρων από τις Τράπεζες προς τους ιδιώτες π.χ. ιδιωτικά δασικά φυτώρια ή καλλιεργητές αρωµατικών φυτών κ.λπ. «Για τον σκοπό αυτό, η Τράπεζα του ΜΑΙΧ συνεργάζεται µε τη ∆ιεύθυνση ∆ασών Χανίων το ΓΕΩΤΕΕ παράρτηµα Κρήτης και άλλους αρµόδιους φορείς ώστε να επιλυθεί το ζήτηµα αυτό. Σηµαντική είναι και η βοήθεια της καθηγήτριας του Πολυτεχνείου Κρήτης κ. Αίθρας Μαριά, νοµικού περιβάλλοντος που µελετά τα σχετικά θέµατα. Η εφαρµογή του νόµου 4617 Τεύχος A’ 88/.2019 ο οποίος αφορά την κύρωση του Πρωτοκόλλου της Ναγκόγια το οποίο προβλέπει την πρόσβαση στους γενετικούς πόρους και τον δίκαιο και ισότιµο καταµερισµό των οφελών που απορρέουν από τη χρησιµοποίησή τους θα βοηθούσε στο θέµα αυτό. Σύµφωνα µε τη Σύµβαση για τη Βιολογική Ποικιλότητα µέσω της οποία υπογράφηκε το Πρωτόκολλο της Ναγκόγια, οι φυσικοί – γενετικοί πόροι ανήκουν στην χώρα από την οποία προέρχονται. Είναι δηλαδή πλούτος κι αυτός ο πλούτος θα πρέπει να διασφαλιστεί µε κάποιον τρόπο. Π.χ. σύµφωνα µε το Πρωτόκολλο της Ναγκόγια, όταν µια φαρµακευτική εταιρεία θέλει να αξιοποιήσει ένα ιθαγενές (άγριο) φυτό της χώρας µας οφείλει να επιστρέφει χρήµατα από τα κέρδη που θα αποκοµίσει ώστε να διατεθούν π.χ. στη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Η Ελλάδα είναι πλούσια σε φυτική ποικιλότητα µε πολλά ενδηµικά φυτά (περισσότερο από 1.500 φυτά φύονται µόνο στη χώρα µας και πουθενά αλλού στο κόσµο) και ως εκ τούτου θεωρείται “πάροχος” βιοποικιλότητας. Εποµένως θα έπρεπε να εξασφαλίσει αυτά τα οφέλη», ανέφερε καταλήγοντας η κα Φουρναράκη.
Νέο κτήριο και ερευνητικά προγράµµατα
Στο πλαίσιο της επίσκεψή µας στην τράπεζα σπόρων του Μ.Α.Ι.Χ. περιηγηθήκαµε στις εγκαταστάσεις της δοµής, διαπιστώνοντας την έλλειψη χώρου που υπάρχει.
Μια έλλειψη η οποία αναµένεται να αντιµετωπιστεί µε τη δηµιουργία της πρότυπης βιοκλιµατικής τράπεζας σπόρων, που θα στεγαστεί σε παρακείµενο κτήριο του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων (πρώην ΚΕΓΕ) που παραχωρήθηκε γι’ αυτό τον σκοπό.
Όπως ανέφερε ο βιολόγος (MCs) και υποψήφιος διδάκτορας στο Τµήµα Βιολογίας του ΑΠΘ Μιχάλης Χορευτάκης η µελέτη – ερευνητικό έργο υλοποιήθηκε από οµάδα των Σχολών Αρχιτεκτόνων Μηχανικών και ΗΜΜΥ του Πολυτεχνείου Κρήτης, στο πλαίσιο Προγραµµατικής Σύµβασης µεταξύ Περιφέρειας Κρήτης, Μ.Α.Ι.Χ. και Πολυτεχνείου Κρήτης.
«Το έργο αυτό έχει ξεκινήσει να σχεδιάζεται πριν από αρκετά χρόνια και ήταν σηµαντική η συµβολή τόσο του καθηγητή κ. Γιώργου Σταυρακάκη στο Πολυτεχνείο Κρήτης ο οποίος συνέθεσε την ερευνητική οµάδα όσο και του αντιπεριφερειάρχη κ. Καλογερή που βοήθησε στην εξεύρεση πόρων από την Περιφέρεια Κρήτης για την υλοποίηση της µελέτης. Το συγκεκριµένο ερευνητικό έργο ολοκληρώθηκε και παρουσιάστηκε το περασµένο καλοκαίρι από την καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής του Πολυτεχνείου Μαρία Μανδαλάκη. Στο νέο κτήριο θα αξιοποιούνται “πράσινες” τεχνολογίες που θα µειώσουν σηµαντικά το λειτουργικό κόστος και το αποτύπωµα άνθρακα. Το κυριότερο, όµως, είναι ότι παράλληλα µε τις ερευνητικές δραστηριότητες θα µας δώσει τη δυνατότητα να υποδεχόµαστε µαθητές και να γίνονται εκπαιδευτικά προγράµµατα για µαθητές αλλά και το ευρύτερο κοινό», τόνισε και πρόσθεσε ότι η εκπαίδευση αποτελεί και τον καλύτερο τρόπο για να διατηρηθεί η βιοποικιλότητα σε µια περιοχή.
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
Παράλληλα, ο κ. Χορευτάκης αναφέρθηκε και στα ερευνητικά προγράµµατα που “τρέχει” αυτή την περίοδο η Μονάδα ∆ιατήρησης Μεσογειακών Φυτών του Μ.Α.Ι.Χ.
Το πρώτο, που το επόµενο χρονικό διάστηµα πρόκειται να ολοκληρωθεί, αφορά την εποπτεία των φυτών της οδηγίας των Οικοτόπων 92/43. Στο πλαίσιο του προγράµµατος συντάσσεται µια έκθεση αναφοράς για την κατάσταση των φυτών που προστατεύονται σε όλη την Κρήτη και περιλαµβάνονται στην οδηγία. Η έκθεση αυτή επαναλαµβάνεται κάθε 6 χρόνια.
Το δεύτερο ερευνητικό πρόγραµµα που ξεκινάει τώρα αφορά στην ψηφιοποίηση των φυσικών συλλογών, δηλαδή του ερµπαρίου και της Τράπεζας Σπόρων. «Είναι ένα πρόγραµµα που χρηµατοδοτείται από το Ταµείο Ανάκαµψης και συντονιστής του προγράµµατος είναι το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστηµίου Κρήτης. Ουσιαστικά µέσα από το πρόγραµµα θα εξασφαλίσουµε τον απαραίτητο εξοπλισµό, ενώ τα αποτελέσµατα της ψηφιοποίησης θα ανέβουν σε µια ευρωπαϊκή βάση δεδοµένων ανοιχτή στο κοινό», εξήγησε ο κ. Χορευτάκης.
Η τράπεζα σπόρων του Μ.Α.Ι.Χ. σε αριθµούς
– ∆είγµατα στο ερµπάριο: 13.966.
– Συλλογές σπερµάτων: 1.600 (από περίπου 500 διαφορετικά, σπάνια κυρίως, φυτά)
– Συλλογές τοπικών ποικιλιών 677
– Συνολικός αριθµός σπόρων: 35.817.352
– 410 πρωτόκολλα φύτρωσης.